Της Στεφανίας Σούκη

«Το παραλιακό μέτωπο της Αθήνας θα μπορούσε να γίνει Μονακό. To εγχείρημα του “Αστέρα” θα είναι ένα πρώτο βήμα για εμάς και από την επιτυχία του θα εξαρτηθούν και τα επόμενα βήματά μας στην ελληνική αγορά». Αυτό δηλώνει στο «business stories» ο κ. Ουαλίντ Αμπού Σουούντ, διευθύνων σύμβουλος της AGC Equity Partners, που βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα στην Αθήνα με αφορμή την παρουσίαση του νέου «Αστέρα» Βουλιαγμένης, ο οποίος θα είναι έτοιμος να υποδεχθεί τους επισκέπτες του με νέο πρόσωπο την άνοιξη του 2018.

seldf7

Οι νέοι ιδιοκτήτες, η AGC Equity Partners για λογαριασμό της Jermyn Street και της Apollo Investment Holdco, στην οποία μετέχουν δύο κρατικά κεφάλαια του Αμπού Ντάμπι και του Κουβέιτ, Αραβες επενδυτές, καθώς και η τουρκική Dogus Group σκοπεύουν να τοποθετήσουν στο συγκρότημα της Βουλιαγμένης συνολικά κεφάλαια άνω των 600 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του κόστους ανακαίνισης.

«Τουριστική και αγροτική ανάπτυξη είναι δύο τομείς οι οποίοι μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Ειδικά για τον τομέα του τουρισμού, όπου κάνουμε τώρα το πρώτο βήμα, ενδιαφέρον υπάρχει τόσο για υφιστάμενα έργα όσο και νέες αναπτύξεις: Υφιστάμενα έργα όπως ο “Αστέρας” ενέχουν γενικότερα μικρότερο ρίσκο, ωστόσο οι νέες επενδύσεις, που ξεκινούν εξαρχής, έχουν το πλεονέκτημα ότι έχει κανείς μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων», αναφέρει στο «business stories» ο κ. Αμπού Σουούντ. O ίδιος επισημαίνει ότι ο όμιλος αναζητεί επενδυτικές ευκαιρίες και εκτός Αττικής σε δημοφιλείς νησιωτικούς προορισμούς, για παράδειγμα στη Μύκονο ή στη Σαντορίνη, ενώ διαπιστώνει ότι, μετά και τις περιπέτειες με τις πολύμηνες διαβουλεύσεις με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες (Εθνική Τράπεζα και Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου), τα μπρος-πίσω με τις εγκριτικές διαδικασίες, το Προεδρικό Διάταγμα για την επένδυση του «Αστέρα» και το Συμβούλιο της Επικρατείας, η αντιμετώπιση των ξένων επενδυτών στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί. «Τα τελευταία δύο χρόνια αποδείξαμε τη δέσμευσή μας για την Ελλάδα και το πόσο πιστεύουμε στο ίδιο το project του “Αστέρα”», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ο νέος «Αστέρας» θα περιλαμβάνει έξι θεματικές ενότητες, το ξενοδοχείο «Ναυσικά» με 132 δωμάτια εκ των οποίων 22 σουίτες, το ξενοδοχείο «Αρίων» με 102 δωμάτια (εκ των οποίων 20 σουίτες έως 450 τ.μ.), το πάρκο της χερσονήσου, τη μαρίνα, την παραλία και 13 υπερπολυτελείς κατοικίες που θα χτιστούν μετά την κατεδάφιση του πρώην ξενοδοχείου «Αφροδίτη» και θα υλοποιηθούν σταδιακά. Η επένδυση υιοθετεί όλες τις σύγχρονες μεθόδους εξοικονόμησης ενέργειας, ενώ προβλέπεται και η φύτευση επιπλέον 6.300 δέντρων.
Το 72% από τα 302 στρέμματα της συνολικής έκτασης αφορά προστατευμένες και πράσινες περιοχές, η συνολική δόμηση ανέρχεται σε 56.000 τ.μ., από τα οποία οι τουριστικές χρήσεις αντιστοιχούν σε 41.500 τ.μ. ή αλλιώς στο 73,5% της συνολικής δόμησης και οι κατοικίες στο υπόλοιπο 26,5%.

Το «χρυσό» ξεκίνημα

sel8e

Οι προοπτικές πάντως της Αττικής Ριβιέρας, οι οποίες είναι ακόμη… υπό συζήτηση, είχαν διαφανεί ήδη από τη δεκαετία του ’50. Το 1954 η τότε κυβέρνηση Παπάγου ζήτησε από την Εθνική Τράπεζα να μελετήσει την ίδρυση ακτής και ξενοδοχειακής μονάδας στη Γλυφάδα.

Είχε προηγηθεί την ίδια χρονιά η ίδρυση από την ΕΤΕ της τουριστικής και ξενοδοχειακής εταιρείας ΑΣΤΗΡ. Ηταν η περίοδος όπου σημαντικοί φορείς διέβλεπαν στην Ελλάδα την προοπτική ανάπτυξης του τουριστικού κλάδου. Ενδεικτικά, το 1954 εμφανίζονται τουριστικά πρακτορεία στην Αιδηψό (θέρετρο εύπορων Αθηναίων -και όχι μόνο- χάρη στα φημισμένα λουτρά της) και στη Μύκονο, η οποία είχε αρχίσει να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον Ελλήνων και ξένων γράφοντας τις πρώτες χρυσές σελίδες ιστορίας.

Eν έτει 1954, λοιπόν, όπως επισημαίνεται στο λεύκωμα για την ιστορία του «Αστέρα», ΕΤΕ και ΑΣΤΗΡ υπογράφουν σύμβαση με το Ελληνικό Δημόσιο για την αποκλειστική εκμετάλλευση κέντρου παραθερισμού στην παραλία της Γλυφάδας και της Βούλας, με ξενοδοχεία πολυτελείας, αποκλειστική χρήση της παραλίας της περιοχής και αποκλειστική χρήση καζίνο αν δινόταν η αντίστοιχη άδεια, ενώ ο προϋπολογισμός της επένδυσης ήταν 25 εκατ. δραχμές. Το άνοιγμα της ΕΤΕ στον τουριστικό τομέα είχε θεωρηθεί πρωτοποριακό για τα δεδομένα της εποχής, με αποτέλεσμα να εκφραστούν επιφυλάξεις ακόμη και στο εσωτερικό της διοίκησης, αφού ορισμένοι υποστήριζαν ότι η τράπεζα έπρεπε να επιμείνει κυρίως στη στήριξη της βιομηχανίας και να αποφύγει την ανάμειξη με άλλους τομείς. Η ΑΣΤΗΡ ανέλαβε με την εγγύηση της τράπεζας να κατασκευάσει ξενοδοχείο πολυτελείας 120 περίπου κλινών, με 20 μπανγκαλόους, 100 ιδιωτικές μεμονωμένες καμπίνες, τρία συγκροτήματα αποδυτηρίων, κέντρο πολυτελείας, εστιατόριο, μπαρ και αθλητικές εγκαταστάσεις.

sel8c

Σύσκεψη υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή για την πρόοδο των εργασιών στον ”Αστέρα”

Η φιλοδοξία να γίνουν η Βουλιαγμένη και το Καβούρι η ελληνική Κυανή Ακτή απασχολούσε ήδη τις πολιτικές αρχές. Το 1958 η αρμόδια επιτροπή της Βουλής έκανε δεκτό το σχετικό νομοθετικό διάταγμα και ανέθεσε στους αρχιτέκτονες Ε. Βουρέκα, Π. Σακελλάριο και Π. Βασιλειάδη να εκπονήσουν προσχέδιο για την αξιοποίηση της περιοχής στη Βουλιαγμένη.
Μετά την υπογραφή της συμφωνίας για τη δημιουργία θερέτρου στη Γλυφάδα, η ΕΤΕ ξεκίνησε την υλοποίηση ενός μεγάλου επενδυτικού σχεδίου, με έμφαση στο ανθρώπινο δυναμικό, στέλνοντας μάλιστα το προσωπικό για μετεκπαίδευση στη Λοζάνη, σε μία από τις μεγαλύτερες ειδικές τουριστικές σχολές.

Ωστόσο, τα έργα στη Γλυφάδα προχωρούσαν με δυσκολίες (η ΕΤΕ είχε διαθέσει ήδη 52 εκατ. δραχμές και οι εγκαταστάσεις δεν είχαν αποπερατωθεί) και η διοίκηση εκτίμησε ότι το συνολικό ποσό θα υπερέβαινε τα 60 εκατ. δραχμές, αναζητώντας τελικά μεταξύ 1956 και 1957 επενδυτές για τη μίσθωση και εκμετάλλευση της ακτής Γλυφάδας, αρχικά έναν γερμανικό οίκο και στη συνέχεια τον Αριστοτέλη Ωνάση, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Τελικά, το 1957 τα σχέδια για την ανέγερση ξενοδοχείου στη Γλυφάδα ματαιώθηκαν λόγω και της επέκτασης του αεροδρομίου στο Ελληνικό.

Ως νέα τοποθεσία ανέγερσης ορίστηκε η Βουλιαγμένη στο Μικρό Καβούρι, με την προϋπόθεση ότι το κράτος θα αναλάμβανε την τακτοποίηση του χώρου, καθώς και την εκτέλεση έργων φωτισμού, ύδρευσης, επικοινωνίας και οδικής πρόσβασης, ώστε μελλοντικά να επεκταθεί το ξενοδοχείο με περισσότερες κλίνες. Δεν υπήρξε όμως συμφωνία για τη χρηματοδοτική συμμετοχή του κράτους στα έργα. Το 1959 η τράπεζα ζήτησε και πέτυχε την παραχώρηση 190 περίπου στρεμμάτων αντί 2 εκατ. δραχμών ώστε οι εγκαταστάσεις να ανήκουν στην απόλυτη κυριότητά της. Πρώτα ολοκληρώθηκαν οι λουτρικές εγκαταστάσεις στον Λαιμό και στο Μικρό Καβούρι, οι οποίες τον Αύγουστο του 1960 παραδόθηκαν στο κοινό, και ακολούθησαν οι καμπάνες, τα ξενοδοχεία και όσα περιελάμβανε το πρόγραμμα αξιοποίησης. Περίπου την ίδια περίοδο άρχισε τη λειτουργία της και η «λαϊκή» πλαζ της Βουλιαγμένης από τον ΕΟΤ.

Το 1967 η ΕΤΕ διέθεσε περίπου 100 εκατ. δραχμές για τη χρηματοδότηση 25 ξενοδοχειακών προγραμμάτων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένου του «Αστέρα», ενώ το 1973 η επιχείρηση κατέγραψε συνολικό ύψος ενεργητικού 870 εκατ. δραχμές, γεγονός που την καθιστούσε τη μεγαλύτερη ξενοδοχειακή εταιρεία στην Ελλάδα.

sel8b

Από το περιοδικό του Αστέρα το Πάσχα του 1967.