Σε μια σκηνή από την πολυβραβευμένη κινηματογραφική ταινία «Φόρεστ Γκαμπ» ο κεντρικός ήρωας ξεκινά να τρέχει διασχίζοντας κατά μήκος τις ΗΠΑ χωρίς όμως να έχει κάποιον συγκεκριμένο στόχο. Κοιτάζει πάντα μπροστά και αλλάζει πορεία όταν αντικρίζει τις ακτές του Ειρηνικού και του Ατλαντικού ωκεανού αντίστοιχα. Στην Ελλάδα της κρίσης αυτή η στρατηγική του δημοφιλούς ήρωα «τρέχα και μην κοιτάς πίσω» μπορεί να ακολουθήθηκε από πολλούς λόγω ανάγκης, ωστόσο λιγοστοί είναι αυτοί που όχι μόνο κατάφεραν να πετύχουν κόντρα στις συνθήκες, αλλά και τελικά να βρουν τον δικό τους χώρο ανάπτυξης σπάζοντας κάθε γνωστή επιχειρηματική νόρμα που υπήρχε.

Και μάλιστα να χτίσουν ένα οικοδόμημα αρκετά διευρυμένο σε δραστηριότητες που με έναν περίεργο τρόπο συνδυάζονται αρμονικά: από premium ελληνικά τρόφιμα και deli παντοπωλεία, εστιατόρια μέχρι πολυχώρους και χώρους φιλοξενίας. Μια ολόκληρη αγορά με βασικό άξονα το ελληνικό προϊόν, την οποία βρήκαν τα αδέλφια Θωμάς και Γιώργος Δούζης. Μάλιστα, η επιχειρηματική τους πορεία ξεκινούσε σχεδόν στο παρά ένα, όταν χτυπούσε η κρίση την πόρτα της Ελλάδας και οι ίδιοι μόλις είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους στο πανεπιστήμιο και είχαν κολλήσει ήδη τα πρώτα ένσημα σε άλλες εταιρείες.

Διεθνής καριέρα

Το επιχειρηματικό τέκνο των δύο αδελφών από τη Θεσσαλονίκη είναι γνωστό ως «Εργον» ή «Εrgon», καθώς πλέον κάνει διεθνή καριέρα – και μάλιστα σε όλες τις μορφές: από branded premium προϊόντα διατροφής και σνακ έως καταστήματα deli και εστιατόρια με το σήμα «Ergon» σε Βρετανία και Μέση Ανατολή. Αλλά και με ένα πλάνο επενδύσεων που θα ενισχύσει έτι περαιτέρω το αποτύπωμα της εταιρείας τους στην ελληνική αγορά, το οποίο ξεδιπλώνει στο «business stories» ο κ. Θωμάς Δούζης, που εκτελεί και χρέη διευθύνοντος συμβούλου.

«Σε αυτό που κάνουμε δύσκολα μπορεί να μπει ταμπέλα. Θα έλεγα ότι είμαστε ένα food lifestyle brand, και αυτό ακριβώς το πράγμα υπηρετούμε. Αυτή τη στιγμή έχουμε μια αγορά και ένα ξενοδοχείο στην Αθήνα, το Ergon House που είναι και στον οδηγό Michellin. Ανοίξαμε πέρυσι στη Θεσσαλονίκη το “Ergon Agora East”, έναν πολυχώρο σε 15 στρέμματα γης δίπλα στη θάλασσα, όπου το φαγητό μπλέκεται με πάρτυ, συναυλίες, εκδηλώσεις και ένα μοναδικό deli. Το καλοκαίρι θα έχουμε έτοιμο το “Beach House”, που ετοιμάζουμε με 40 δωμάτια. Επίσης, έχουμε τα καταστήματα delicatessen στο Λονδίνο και στο Κατάρ.

Συγκεκριμένα, στη Μέση Ανατολή ετοιμάζουμε μεγάλα πράγματα. Και μέσα σε όλα αυτά βέβαια κάνουμε διευρυμένη διανομή προϊόντων μας στη λιανική. Επομένως, θα έλεγα ότι κάνουμε πολλά πράγματα που με έναν τρόπο μπορεί το ένα να συνδέεται με το άλλο, αλλά και προσέχοντας να μη διαλύσουμε το brand. Γιατί αυτό είναι που μας ενδιαφέρει: στη γενικότερη απουσία ελληνικών brands στο εξωτερικό, να δημιουργήσουμε κάτι που θα μείνει. Γι’ αυτό εξάλλου ό,τι κάνουμε το κάνουμε με ιδιαίτερη προσοχή και πάντα έχοντας στο μυαλό μας να μην πληγεί το brand. Ηδη έχουμε ένα εύρος δραστηριοτήτων, που βέβαια αλληλοσυμπληρώνονται. Ακόμα και τα προϊόντα μας που προωθούμε στη λιανική ενισχύονται, π.χ, από το γεγονός ότι δοκιμάζονται πράγματα στις κουζίνες των εστιατορίων μας. Αυτές τις ημέρες υπογράψαμε για το τέταρτο εστιατόριο στο Λονδίνο. Επειτα προκύπτουν διάφορα προϊόντα μέσα από τη λειτουργία των δομών που δημιουργούμε, όπως τα ξενοδοχεία. Εννοείται ότι, εκτός από τα παντοπωλεία που έχουμε σε αυτά, θα υπάρχει και σειρά προϊόντων για τους επισκέπτες», εξηγεί ο κ. Δούζης.

Αυτή τη στιγμή η Ergon έχει ένα χαρτοφυλάκιο περίπου 600 προϊόντων, 23 καταστήματα delicatessen, εστιατόρια, αγορές και ξενοδοχεία στην Ελλάδα, στη Βρετανία, στο Βέλγιο, στην Κύπρο και το Κατάρ. Ολα υπό την ετικέτα Ergon, που αποτελεί ίσως και το πρώτο ολοκληρωμένο ελληνικό food brand, από την άποψη της ευρύτητας των κατηγοριών που συνοδεύει.

Τα προϊόντα με την ετικέτα της που διαθέτει στη λιανική και το εξωτερικό γίνονται σε συνεργασία με μικρούς παραγωγούς (αγροτικά προϊόντα) ή μεταποιητές που θα αναλάβουν να εκτελέσουν σε μεγαλύτερη κλίμακα συνταγές που βγαίνουν συνήθως από τις κουζίνες των εστιατορίων «Ergon». «Το τελευταίο προϊόν, το οποίο μάλιστα το προωθούσαμε πρόσφατα στη Διεθνή Εκθεση SIAL στο Παρίσι είναι τα premium πατατάκια μας. Δική μας συνταγή την οποία έχουμε εμπιστευτεί σε συνεργάτη μας ώστε να παραγάγει για εμάς το branded προϊόν», λέει ο κ. Δούζης. Ωστόσο η εταιρεία πλέον έχει αποκτήσει και παραγωγική δομή εξαγοράζοντας φέτος μια μονάδα αρτοπαρασκευασμάτων, όπου και θα παράγονται το σύνολο των προϊόντων άρτου που μπορεί να βρει κανείς σήμερα στα καταστήματα «Ergon». Μάλιστα θα έχουν ένα νέο brand, το 72Η, το οποίο θα αποκτήσει και το δικό του κατάστημα μέσα στην Αγορά Μοδιάνο στη Θεσσαλονίκη.

Η διαδρομή

Πώς όμως ξεκίνησε όλη αυτή η ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη ιστορία; «Πρωτοξεκινήσαμε το 2004. Εγώ σχεδόν μόλις είχα βγει από το πανεπιστήμιο. Ο πατέρας μου, που επί χρόνια ήταν στέλεχος πωλήσεων σε εταιρείες, είχε την ιδέα της διανομής ελληνικών premium και ψαγμένων προϊόντων, που τότε βέβαια φάνταζε σαν κάτι πολύ εξωτικό.

Στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια η ξενομανία βασίλευε και η μόδα των σεφ που βοήθησε τελικά τις ελληνικές γεύσεις δεν είχε ξεκινήσει ακόμα. Γι’ αυτό και από την αρχή στοχεύσαμε περισσότερο στο εξωτερικό συμμετέχοντας σε εκθέσεις. Το πρώτο προϊόν ήταν μέλι που προσπαθούσαμε να προωθήσουμε στο εξωτερικό. Κλείνοντας όμως διάφορες συμφωνίες με παραγωγούς και βλέποντας τα μεγάλα πρακτικά προβλήματα που είχαμε, αφού παίρναμε ουσιαστικά τα προϊόντα, τα συσκευάζαμε, τα πιστοποιούσαμε κ.ο.κ., πήραμε την απόφαση ότι έπρεπε να θέσουμε συγκεκριμένες προδιαγραφές για να διευκολύνουμε τη δουλειά μας. Αυτό αποφασίσαμε ότι θα γίνει φτιάχνοντας το δικό μας brand. Θα είχαμε, λοιπόν, τα προϊόντα από τους διάφορους προμηθευτές-παραγωγούς μας, αλλά θα τα φτιάχναμε με κοινή αισθητική βγάζοντας κάτι το καινούριο. Η εποχή της Ergon πρωτοξεκίνησε το 2008. Εγώ και ο αδελφός τρέχαμε από μπακάλικο σε deli για τις πωλήσεις. Η κρίση όμως ήρθε γρήγορα. Ξαφνικά, π.χ., κατέβαινα στην Αθήνα να πάω μια παραγγελία 1.000 ευρώ και το παντοπωλείο ήταν κλειστό! Είχαμε βάλει και προϊόντα και στη Μαρινόπουλος και παρακαλούσαμε να πληρωθούμε, ειδάλλως θα τελειώναμε εκεί. Βλέποντας όμως την αγορά να μαζεύεται εμείς πήραμε ένα ρίσκο, είπαμε να ανοίξουμε το δικό μας μαγαζί λιανικής. Αυτό έγινε στη Θεσσαλονίκη το 2011. Ενα μικρό κατάστημα στο οποίο έμπαινες και όλα είχαν το brand Ergon.

Ηταν κάτι πολύ πρωτοποριακό τότε. Μάλιστα, είχαν έρθει και από το ξενοδοχείο “Sani” της Χαλκιδικής και μας πρότειναν να κάνουμε ένα τέτοιο μικρό κατάστημα μέσα στον χώρο του. Ψάχναμε λεφτά μεταξύ φίλων και γνωστών να βοηθήσουν στο εγχείρημα. Νιώσαμε όμως ότι δεν θα πετύχει κάτι τέτοιο και αντιπροτείναμε να πάρουμε ένα εστιατόριο στο οποίο όμως θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν χώρο όπου θα διαθέταμε τα προϊόντα μας. Τότε είχα έρθει σε επαφή με τον σεφ Δημήτρη Σκαρμούτσο, ο οποίος είχε γίνει ευρέως γνωστός μέσα από το “MasterChef”, και συμφώνησε να μας βοηθήσει. Οπότε μία αυτός, μία το γεγονός ότι εμείς πιτσιρικάδες τραβούσαμε παρέες νέων από τη Θεσσαλονίκη στο εστιατόριο δημιουργώντας ωραίο κλίμα, καταφέραμε στο τέλος να πουλάμε με επιτυχία φάβα Σαντορίνης και όσπρια μέσα στις δομές ενός πεντάστερου ξενοδοχείου!

Τότε μας προσέγγισε ο Γιάννης Διονυσιάδης (σ.σ.: ιδρυτής των Goody’s) που του άρεσε το concept μας και μας έδωσε τον χώρο για να δημιουργήσουμε το δεύτερο μεζεδοπαντοπωλείο “Εργον” στη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, υπήρχε και ένας ενδιαφερόμενος που ήθελε να πάρει franchise τα δικαιώματα για τη Βρετανία. Εμείς τότε δεν ξέραμε καν τι θα πει αυτή η λέξη! Εκείνα τα franchise βέβαια απέτυχαν δίνοντάς μας όμως αρκετά μαθήματα τα οποία μας βοήθησαν μετέπειτα, όπως την πιστοποίηση των προϊόντων μας. Σε κάθε περίπτωση ακολούθησαν δύσκολα χρόνια, αφού νιώθαμε ότι κυνηγάμε την ουρά μας. Είχαμε ήδη μεζεδοπαντοπωλεία που δεν ξέραμε όμως πώς να τα μεγαλώσουμε. Το 2015 ήταν έτος καμπής. Επέστρεψα από το Λονδίνο, όπου είχα πάει για να βοηθήσω στην ανάπτυξη του franchise. Είχαμε κάνει το πρώτο κατάστημα, όμως τίποτα δεν πήγαινε καλά. Εκεί με τον Γιώργο είπαμε: Στοπ! Ο,τι έγινε έγινε, πρέπει να επανασχεδιάσουμε το επιχειρηματικό μας μοντέλο πάνω στο προϊόν. Και τελικά, αυτό ήταν το κλειδί. Εστιάσαμε σε ένα πρακτικό μοντέλο με μεγάλα καταστήματα και δυνατότητα για σημαντικό αντίκτυπο. Ετσι δημιουργήσαμε το “Ergon Agora”. Μετά κατεβήκαμε στην Αθήνα. Επαναγοράσαμε δύο franchise και το 2019 δημιουργήσαμε το “Ergon House”. Στο μεταξύ, κάναμε ένα μεγάλο κατάστημα στο Μέιφερ, στο Λονδίνο, και φτάσαμε σήμερα το δίκτυό μας να αποτελείται κυρίως από ιδιόκτητα καταστήματα με συμφωνίες όμως για master franchise σε Κύπρο και Κατάρ όπου αναπτυσσόμαστε δυναμικά. Στο Κατάρ μάλιστα αναμένεται να ανοίξει και δεύτερο κατάστημα από τη νέα χρονιά. Γενικά, έχουμε πολλά αιτήματα από Αραβες που βλέπουν το κεντρικό μας κατάστημα στο Λονδίνο. Είμαστε όμως προσεκτικοί. Συνήθως συγκροτούμε μια κοινοπραξία με τοπική εταιρεία που ελέγχουμε διεξοδικά ώστε να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος. Για να σας δώσω να καταλάβετε, η κοινοπραξία στο Κατάρ είναι με εταιρεία συμφερόντων της βασιλικής οικογένειας», αναφέρει ο κ. Δούζης.

Συνολικά, πάντως, όπως εξηγεί, η εταιρεία έχει ένα φιλόδοξο τριετές επενδυτικό πλάνο που αφορά τόσο το εξωτερικό όσο και το εσωτερικό. «Σίγουρα θέλουμε να κάνουμε άλλο ένα μεγάλο κατάστημα στην Αθήνα, εφάμιλλο με το “Agora East”, που ανοίξαμε πέρυσι στη Θεσσαλονίκη. Ηδη αναζητούμε πιθανούς χώρους στα νότια και τα βόρεια της Αττικής. Επίσης, θέλουμε να αναπτύξουμε το κομμάτι της φιλοξενίας στο εξωτερικό με ωραία πρότζεκτ που μπορούν να συνδυάσουν φαγητό και διαμονή. Αυτό θα το δοκιμάσουμε στη Νικήτη, ενώ υπάρχει και ένα πλάνο για τη δημιουργία ενός ξενοδοχείου 100 κλινών στο Διάπορο, πάλι στη Χαλκιδική. Eνα τέτοιο αντίστοιχο πρότζεκτ θέλουμε και στο Λονδίνο.

Ακόμη, στο πλάνο μας είναι η ανάπτυξη στη Μέση Ανατολή με το μοντέλο deli-café προωθώντας παράλληλα και τα προϊόντα μας στη λιανική. Εχουμε συγκροτήσει εμπορικό τμήμα μόνο γι’ αυτό και ήδη τρέχει με σημαντικούς ρυθμούς. Φυσικά, θα συζητούσαμε και κάτι στο κομμάτι της φιλοξενίας για εκεί, ωστόσο αυτό δεν είναι κυρίαρχος στόχος. Γενικά, δεν είμαστε ξενοδοχειακό brand, προτεραιότητά μας είναι να δημιουργήσουμε μια μεγάλη “Agora”, όπου, εάν είναι δυνατόν, θα γίνουν και κάποια δωμάτια. Στην ουσία, πάντως, είναι αυτό που έλεγα στην αρχή: μας ενδιαφέρει το lifestyle γύρω από το φαγητό. Και φυσικά, το brand Ergon».

Σημειωτέον ότι σήμερα ο κύκλος εργασιών της εταιρείας στηρίζεται κατά 50% στα προϊόντα λιανικής και κατά 50% σε εστίαση και φιλοξενία, σύμφωνα με τον κ. Δούζη. Ο δε συνολικός κύκλος εργασιών των τεσσάρων διαφορετικών εταιρικών οντοτήτων που απαρτίζουν την Ergon αναμένεται φέτος στα 21 εκατ. ευρώ, όπως υποστηρίζει. Στην εταιρεία απασχολούνται περίπου 400 άτομα, ενώ τους θερινούς μήνες, λόγω εποχικότητας, ξεπερνούν τα 500.

Τα μελλοντικά σχέδια

Η σημερινή οικονομική συνθήκη, όπως εξηγεί ο κ. Δούζης, δεν αφήνει ανεπηρέαστη και την Ergon. Ωστόσο είναι απόλυτος. «Δεν πρόκειται να αναβάλουμε τα σχέδιά μας. Αν το σκεφτείτε, από τότε που ξεκινήσαμε ως Ergon δεν υπήρξε καμιά χρονιά ευδαιμονίας. Ξεκινήσαμε να ανοίγουμε καταστήματα το 2011, γνωρίσαμε κρίση, Brexit, πανδημία και τώρα πληθωρισμό. Αν ακούγαμε όλους αυτούς που λένε “Μα καλά, είστε σίγουροι; Γιατί δεν περιμένετε να ηρεμήσουν τα πράγματα;”, δεν θα είχαμε κάνει τίποτα! Και χωρίς να θέλω να ακουστώ αλαζόνας, αν αφήσουμε μόνο τα μακρο-γεγονότα να καθορίζουν τέτοιες αποφάσεις, θα φτάσουμε 60 ετών να συζητάμε γι’ αυτά που τελικά δεν κάναμε! Επομένως, είμαστε προσεκτικοί σήμερα, αλλά δεν σταματάμε. Και έπειτα, τα 10 εκατ. ευρώ που θέλουμε να επενδύσουμε δεν θα τα ρίξουμε, π.χ., σε μία γραμμή παραγωγής. Θα υπάρξουν κινήσεις διαφοροποίησης. Βέβαια, θα μου πείτε, έτσι λέγαμε και προ πανδημίας, και τελικά η τελευταία απέδειξε ότι όλα είναι πιθανά. Τότε μας έσωσαν στην κυριολεξία τα ανοιχτά παντοπωλεία. Και φυσικά, κινητοποιηθήκαμε, στήσαμε dark kitchens και κάπως έτσι ξεπήδησε και το brand Balboa, που είναι street food. Τα καταφέραμε ακόμα κι έτσι. Επομένως, θα βρούμε τον τρόπο και στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται λόγω του πληθωρισμού».

Κλείνοντας τη συζήτησή μας, δεν μπορεί να μην αναρωτηθούμε τι τελικά είναι αυτό που κινητοποιεί και οδηγεί τα αδέλφια Δούζη σε αυτή την περιπέτεια που ξεκίνησαν προ ετών. Ειδικά καθώς και ο κ. Δούζης παραδέχεται ότι τα πρώτα χρόνια η επιχειρηματική προσπάθεια ήταν ένα «Φόρεστ Γκαμπ στόρι», που απλώς έβλεπε μπροστά. «Το ελληνικό φαγητό. Εάν υπάρχει ένας απώτερος στόχος, αυτός είναι να γίνουμε εκπρόσωποι του ελληνικού φαγητού παγκοσμίως. Αυτή είναι η δύναμη που μας κινητοποιεί. Ολα τα υπόλοιπα, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια κ.ο.κ., είναι τα μέσα. Θέλουμε να γίνουμε ένα brand που θα συνδεθεί με την Ελλάδα».

*Φωτογραφίες : Άρης Ράμμος & Όλγα Δέικου

Διαβάστε ακόμη

Blueground: Ο υποψήφιος ελληνικός «μονόκερος» που προσδοκά διπλασιασμό εσόδων το 2023

Eurogroup: Αλλάζουν στόχοι, προβλέψεις, κανόνες

Υποκλοπές (φάση Β’), οι Saudis θέλουν Μουντιάλ… μέσω Αθήνας, το πωλητήριο ΙΑΣΩ και η συγχώνευση Παγκρήτιας – Τράπεζας Αττικής