Συνεχίζει με την ίδια ένταση τις επενδύσεις ο ΟΤΕ, ο οποίος μέσα στην πανδημία διατηρεί το επενδυτικό του πλάνο χωρίς περικοπές.

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε χθες στο πλαίσιο της ετήσιας γενικής συνέλευσης ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος κ. Μιχάλης Τσαμάζ, στόχος σε σχέση με το δίκτυο 5G είναι να παράσχει πληθυσμιακή κάλυψη 60% μέχρι το τέλος του 2021, ενώ ο όμιλος συνεχίζει επίσης, να επεκτείνουμε το δίκτυο Fiber to the Home, φτάνοντας τα 300 χιλιάδες νοικοκυριά στο τέλος του 2020, και στοχεύοντας να ξεπεράσει τις 550 χιλιάδες έως το τέλος του 2021.

«Δεν μπορούμε να εφησυχάσουμε. Πρέπει να συνεχίσουμε να χτίζουμε το μέλλον με την τεχνολογία. Ο Όμιλος ΟΤΕ είναι σήμερα επιταχυντής του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας, της κοινωνίας και των επιχειρήσεων. Όραμά μας για την επόμενη δεκαετία, είναι να παγιώσουμε τη θέση μας ως κορυφαίος πάροχος ψηφιακών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Το στρατηγικό σχέδιο που θα μας πάει στο 2030, βασίζεται σε τρεις πυλώνες – πελάτες, δίκτυα και λειτουργίες», επεσήμανε ο ίδιος.

Τα επόμενα δέκα χρόνια, οι πελάτες μας, ιδιώτες ή επαγγελματίες, βιομηχανίες ή το Δημόσιο, δεν θα επιζητούν από εμάς έναν κατάλογο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Θα χρειάζονται ένα τεχνολογικό οικοσύστημα, συνδεδεμένο με ολόκληρο τον κόσμο και προσαρμοσμένο στις δικές τους ανάγκες. Χτίζουμε συστηματικά τις υποδομές που στηρίζουν αυτό το τεχνολογικό οικοσύστημα. Ο Όμιλος ΟΤΕ την τελευταία δεκαετία έχει επενδύσει περισσότερα από 5 δισ. ευρώ σε δίκτυα και δεσμεύεται για επενδυτικό πλάνο ύψους 2 δισ. ευρώ έως το 2024».

Στόχος του ομίλου, σύμφωνα με τη διοίκησή του, είναι να παρέχει την τεχνολογική βάση στην οποία θα στηριχθεί η ανάκαμψη της χώρας. Η τεχνογνωσία του ΟΤΕ σε έργα ICT και τα μεγάλα έργα που έχει ήδη υλοποιήσει, όπως π.χ. η άυλη συνταγoγράφηση, ισχυροποιούν τη θέση μας ως συνεργάτη επιλογής για έργα του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

«Σε ό,τι αφορά τις λειτουργίες μας, ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις και την αιφνίδια αλλαγή, είναι να αλλάζουμε συνεχώς, με ελεγχόμενο τρόπο και πριν μας αναγκάσουν οι συνθήκες. Είναι δύσκολο να προβλέψουμε πώς θα είναι ο Οργανισμός σε 10 χρόνια. Ξέρουμε όμως ότι θα είναι πιο ψηφιακοποιημένος. Ότι θα έχουμε αυτοματοποιήσει ό,τι είναι εφικτό. Ότι θα έχουμε αναθέσει σε εξωτερικούς συνεργάτες ό,τι δεν ανήκει στις βασικές μας λειτουργίες. Ότι θα έχουμε μειώσει τα επίπεδα της διοίκησης και θα έχουμε μάθει να δουλεύουμε σε μικρότερες και πιο ευέλικτες ομάδες. Με άλλα λόγια, θα έχουμε αποβάλει ό,τι έχει απομείνει από το μονοπώλιο του παρελθόντος, και θα έχουμε υιοθετήσει τη στάση και τον τρόπο σκέψης που θα μας πάνε μπροστά. Και κάτι ακόμα: έχουμε δεσμευτεί να πετύχουμε τους στόχους μας για το 2030, με αίσθημα ευθύνης προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Στο πλαίσιο αυτό, η όποια αναδιοργάνωση και τα προγράμματα εθελούσιας αποχώρησης θα συνεχίσουν να υλοποιούνται με κατανόηση και γενναιοδωρία για όλους τους εργαζομένους».

Για το 2020, ο κ. Τσαμάζ ανέφερε ότι ήταν μία χρονιά, κατά την οποία δοκιμάστηκαν οι αντοχές και η αποτελεσματικότητα της εταιρείας και των υποδομών που έχει χτίσει ο όμιλος την τελευταία δεκαετία, ωστόσο κατέγραψε εξαιρετικά ανθεκτικές επιδόσεις, παρά τις πρωτοφανείς αντιξοότητες.

«Τα έσοδα του ομίλου το 2020 παρουσίασαν πτώση μόλις 1%, ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα, παρά την απουσία τουριστών. Ταυτόχρονα, καταφέραμε να διατηρήσουμε την κερδοφορία μας σχεδόν σταθερή. Οι ελεύθερες ταμειακές ροές σημείωσαν σημαντική αύξηση, ”πιάνοντας” τους στόχους που είχαμε θέσει, γεγονός που μας επέτρεψε να ανταποκριθούμε στις δεσμεύσεις μας για την πολιτική αμοιβών των μετόχων. Ο όμιλος, παρότι ήρθε αντιμέτωπος με μία νέα κρίση, δεν περιέκοψε τις επενδύσεις σε όλα τα επίπεδα, προχώρησε σε θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο που λειτουργεί, με την απόσχιση των κλάδων της πρώτης γραμμής – της εξυπηρέτησης πελατών, των τεχνικών υπηρεσιών πεδίου και των καταστημάτων μας – σε τρεις ξεχωριστές εταιρείες, ενίσχυσε την ευελιξία του, υλοποιώντας ένα ευρύ πρόγραμμα εθελούσιας αποχώρησης», σημείωσε ο κ. Τσαμάζ.

Ο ίδιος συνέχισε λέγοντας: «Υιοθετήθηκε από περισσότερους από 1.300 εργαζομένους στην Ελλάδα, οδηγώντας σε σημαντικές εξοικονομήσεις. Τέλος, ανακοινώσαμε τη συμφωνία πώλησης της σταθερής στην Ρουμανία, με στόχο να επικεντρωθούμε σε δραστηριότητες που αποφέρουν υψηλές αποδόσεις και ταμειακές ροές».

Η πορεία της μετοχής

Σε σχέση με την πορεία της μετοχής, τον Ιούνιο έπιασε υψηλό δεκαετίας στα 15 ευρώ, υπεραποδίδοντας, τόσο σε σχέση με τον Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών όσο και με τον κλάδο των ευρωπαϊκών τηλεπικοινωνιακών παρόχων.

Σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2011, η μετοχή του ΟΤΕ βρέθηκε στο +140% περίπου τον Ιούνιο του 2021, με τον κλάδο στην Ευρώπη να σημειώνει πτώση κατά 14% και το Χρηματιστήριο Αθηνών να κινείται στο -37%.

Σε σύγκριση με την αρχή της κρίσης το 2012, η μετοχή του ΟΤΕ κινήθηκε με ένα +420% περίπου, με τον Γενικό Δείκτη του ΧΑΑ να διαμορφώνεται στο +31% και τα EU Telcos στο -7,9%.

Επιπλέον, αν κάποιος είχε αγοράσει μετοχές του ΟΤΕ το 2012, εκτός από την άνοδο της μετοχής, θα είχε επωφεληθεί και από τα μερίσματα του Οργανισμού και την ετήσια απόδοση λόγω της επαναγοράς μετοχών. Συνολικά, η απόδοση από μερίσματα και επαναγορά μετοχών τα τελευταία 4 χρόνια, είναι της τάξης του 6-7% ετησίως.

Συγκριτικά, η ετήσια απόδοση των τραπεζικών καταθέσεων είναι περίπου 1% κατά μέσο όρο, τα τελευταία 10 χρόνια. Για το 2021, η διοίκηση του ΟΤΕ αναμένει ελεύθερες ταμειακές ροές 480 εκατ. ευρώ περίπου, οι οποίες και θα αποτελέσουν τη συνολική αμοιβή προς τους Μετόχους για το 2021 (μη συμπεριλαμβανομένων των εσόδων από την πώληση της Telekom Romania), μια αύξηση 20% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Το πληρωτέο μέρισμα τον Ιούλιο ανέρχεται σε 0,68 ευρώ ανά μετοχή.

Διαβάστε ακόμη

Τσιτσιπάς – Σάκκαρη: Νίκες χρυσάφι στο Roland Garros – Οι μεγάλοι χορηγοί και τα έπαθλα