Οι αυξήσεις-ρεκόρ στις τιμές της ενέργειας έχει σημάνει συναγερμό στα κράτη μέλη της ΕΕ, ωστόσο όπως επισημαίνει η
Deutsche Welle δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Από την άνοιξη ήταν εύκολο να προβλέψει κανείς ότι η αυξημένη ζήτηση, η μείωση της παραγωγής στην Ολλανδία, τα χαμηλά αποθέματα στην ΕΕ και η ρωσική «εγκράτεια» στην προμήθεια αερίου θα οδηγούσαν σε αύξηση των τιμών.

Το καλοκαίρι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της ΕΕ έκαναν λόγο για προσωρινό φαινόμενο, αλλά πλέον η στάση των περισσοτέρων έχει αλλάξει, χωρίς όμως να διαφαίνεται στον ορίζοντα η συγκρότηση κοινής γραμμής.

Στην πρώτη γραμμή Γαλλία και Ελλάδα

«Αυτές οι τιμές δεν αντέχονται» δήλωσε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρούνο Λεμέρ στην τελευταία συνάντηση με τους Ευρωπαίους ομολόγους του στο Λουξεμβούργο, ενώ από την πλευρά του ο Γάλλος ευρωβουλευτής Πασκάλ Κανφέν προειδοποιεί ότι οι αυξήσεις στην ενέργεια μπορούν να πυροδοτήσουν ένα νέο “κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων“. Άλλωστε οι πρώτες πορείες του κινήματος στη Γαλλία είχαν ξεκινήσει ως αντίδραση στη φορολογική επιβάρυνση του πετρελαίου ντίζελ. Τόσο ο Λεμέρ όσο και οι ομόλογοί του από την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα ζητούν τώρα κρατική παρέμβαση για να σταθεροποιηθούν οι τιμές. Ισπανία και Ιταλία προτείνουν κρατική επιδότηση για τους οικονομικά ασθενέστερους.

Η γαλλική κυβέρνηση εξετάζει την επιβολή «πλαφόν» στις τιμές της ενέργειας μέχρι την άνοιξη. Μερικές από τις χώρες του Νότου προτείνουν κοινή αγορά φυσικού αερίου από τα ενδιαφερόμενα κράτη-μέλη, με προφανή στόχο τη μείωση του κόστους, άλλες χώρες προτιμούν αντισταθμιστικές εισφορές από τον κοινοτικό προϋπολογισμό ή ακόμη και νέο δανεισμό. Η Γερμανία, που διαθέτει τη μεγαλύτερη αγορά φυσικού αερίου στην Ευρώπη, τηρεί στάση αναμονής. Στο Βερολίνο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών δηλώνει ότι οι αυξήσεις αποτελούν συγκυριακό και παροδικό φαινόμενο, το οποίο θα διευθετήσουν οι δυνάμεις της αγοράς τους επόμενους μήνες. «Ακόμη δεν έχουμε πάρει αποφάσεις» επιμένει η Φινλανδέζα υπουργός Οικονομικών Ανίκα Σααρίκο, η οποία επίσης εκφράζει επιφυλάξεις για πιθανή παρέμβαση του κράτους στην αγορά ενέργειας.

Νέα εργαλεία παρέμβασης

Σύμφωνα με τον Ιταλό Επίτροπο Οικονομικών Πάολο Τζεντιλόνι η Κομισιόν προωθεί μία «εργαλειοθήκη», την οποία θα γνωστοποιήσει σε εύλογο χρονικό διάστημα. Μία από τις προτάσεις που εξετάζονται είναι η κοινή αγορά ενέργειας από τα κράτη-μέλη. «Σε κάθε περίπτωση δεν μιλάμε πλέον για απλές και παραδοσιακές λύσεις», τονίζει ο Τζεντιλόνι, «γι αυτό θα χρειαστούμε περισσότερο χρόνο». Το ζήτημα συζητήθηκε και στο δείπνο των ηγετών την παραμονή της συνόδου κορυφής ΕΕ-Δυτικών Βαλκανίων, με την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να επισημαίνει ότι η παγκόσμια ζήτηση για φυσικό αέριο έχει αυξηθεί, ενώ η προσφορά παραμένει στάσιμη. «Είμαστε ευγνώμονες που η Νορβηγία θέλει να αυξήσει την παραγωγή της, αλλά δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο και με τη Ρωσία», τονίζει η πρόεδρος της Επιτροπής.

Η ίδια πιστεύει ότι η τιμή του φυσικού αερίου πρέπει να αποσυνδεθεί από εκείνη του ηλεκτρικού ρεύματος. Παράλληλα η Κομισιόν επιθυμεί να αυξήσει το ποσοστό των ανανεώσιμων πηγών στη συνολική παραγωγή ενέργειας, ενώ δεν σκοπεύει να μειώσει τις τιμές για τους υδρογονάνθρακες και άλλους ρυπαντές που εκλύουν διοξείδιο του άνθρακα και συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. «Μην περιμένετε να γίνει επανάσταση σε αυτόν τον τομέα», ξεκαθαρίζει ο Επίτροπος Τζεντιλόνι. Η ΕΕ ως σύνολο επιμένει στην τήρηση του Green Deal για να επιτύχει τους φιλόδοξους κλιματικούς στόχους που έχει εξαγγείλει. Την ίδια στιγμή ωστόσο τίποτα δεν απαγορεύει στις εθνικές κυβερνήσεις να μειώσουν άλλους φόρους ή επιβαρύνσεις στην ενέργεια, για παράδειγμα το πάγιο τέλος για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών (ΕΕG Umlage) που ισχύει στη Γερμανία.

Διαβάστε τη συνέχεια στην Deutsche Welle