Επιβράδυνση κατέγραψε ο πληθωρισμός στη Γερμανία, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία για τον Ιανουάριο του 2024, καθώς περιορίστηκε περιορίζεται στο 2,9% σε ετήσια βάση, όπως ανακοίνωσε η Γερμανική Στατιστική Υπηρεσία.

Στα τέλη Δεκεμβρίου ο πληθωρισμός υπολογιζόταν σε 3,7%, ενώ τον Ιανουάριο του 2023 είχε εκτοξευθεί στο 8,7%. Ήδη όμως τον περασμένο Οκτώβριο είχε εμφανίσει αισθητή μείωση (-14,5% σε ετήσια βάση) ο δείκτης τιμών αγροτικών προϊόντων, ο οποίος συνήθως θεωρείται ασφαλής ένδειξη για την εξέλιξη των τιμών καταναλωτή.

«Οι πληθωριστικές πιέσεις στην ενέργεια υποχωρούν αισθητά, ενώ και στα τρόφιμα επιβραδύνεται η αυξητική τάση», εκτιμά σήμερα η επικεφαλής της Στατιστικής Υπηρεσίας Ρουτ Μπραντ. Για το 2024 το Οικονομικό Ινστιτούτο IfO του Μονάχου θεωρεί ότι ο πληθωρισμός στη Γερμανία δεν θα ξεπεράσει το 2,4%.

Όλα καλά λοιπόν; Όχι ακριβώς. Η μείωση του πραγματικού εισοδήματος κατά 4% που είχε καταγραφεί το 2022 δεν έχει αντισταθμιστεί. Σύμφωνα μάλιστα με έρευνα του Ιδρύματος Hans Böckler, που πρόσκειται στα γερμανικά συνδικάτα, η αγοραστική δύναμη έχει υποχωρήσει στα επίπεδα του 2016, κυρίως λόγω πληθωριστικών πιέσεων το 2021 και το 2022.

Η αλήθεια είναι ότι σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2023 καταγράφεται μείωση τιμών σε ορισμένα είδη διατροφής, όπως τα γαλακτοκομικά (-4,6%) ή το ηλιέλαιο (-21,6%). Την ίδια στιγμή, ωστόσο, εμφανίζουν σημαντικές αυξήσεις πολλά είδη πρώτης ανάγκης, όπως τα φρούτα (+10,2%) και τα λαχανικά (+8%). Αξιοσημείωτη είναι και η αύξηση 6,6%, κατά μέσο όρο, στις τιμές των εστιατορίων, λόγω επαναφοράς του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ 19% για την εστίαση από 1ης Ιανουαρίου.

Εκτός ελέγχου είναι η κατάσταση στο ελαιόλαδο, η τιμή του οποίου έχει αυξηθεί κατά 46% μέσα σε 12 μήνες. Σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτό οφείλεται σε μία αντιστρόφως ανάλογη (δηλαδή κατά τουλάχιστον 40%) μείωση της παραγωγής στη νότια Ευρώπη και κατά κύριο λόγο στην Ισπανία, η οποία έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή παγκοσμίως και καλύπτει το 70% της κατανάλωσης ελαιολάδου στην ΕΕ.

Κάθε χρόνο η παραγωγή των Ισπανών φτάνει το 1,5 εκατομμύριο τόνους ετησίως, αλλά στη σεζόν 2022/2023 δεν ξεπέρασε τους 665.000 τόνους, λόγω ξηρασίας. Το καλοκαίρι, για πολλές εβδομάδες, η θερμοκρασία στη νότια Ισπανία είχε σκαρφαλώσει τους 44 βαθμούς Κελσίου. «Πρόκειται για μία οικονομική και κοινωνική καταστροφή που δύσκολα μπορεί να αντιμετωπιστεί» έλεγε στη Γερμανική Ραδιοφωνία ο γενικός γραμματέας του αγροτικού συλλόγου της Ανδαλουσίας (UPA) Κριστόμπαλ Κάνο.

Διαβάστε τη συνέχεια στη DW