Αντιμέτωπος με ένα δραματικό αδιέξοδο στην οικονομία βρίσκεται πλέον ο Ταγίπ Ερντογάν καθώς η κεντρική τράπεζα της χώρας δεν διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα για να στηρίξει το τουρκικό νόμισμα το οποίο απειλείται με κατάρρευση η οποία θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια γενικευμένη οικονομική κρίση. 

Είναι ενδεικτικό ότι χθες ο Ερντογάν απηύθυνε έκκληση στους πολίτες να διοχετεύσουν τα διαθέσιμά τους σε συνάλλαγμα και σε χρυσό στο τραπεζικό σύστημα και μάλιστα στις κρατικές τράπεζες που υπηρετούν πιστά τις πολιτικές του προέδρου.

Οι Τούρκοι ακριβώς λόγω της νομισματικής ανασφάλειας που έχει προκαλέσει η «βουτιά» της λίρας (-40% από το 2018), προτιμούν το συνάλλαγμα και τον χρυσό. Υπολογίζεται μάλιστα ότι έχουν εκτός τραπεζικού συστήματος, «κάτω από το στρώμα» χρυσό που αντιστοιχεί στο 40% του ΑΕΠ της χώρας σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το Bloomberg.

Η έκκληση Ερντογάν φανερώνει το αδιέξοδο καθώς τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της κεντρικής τράπεζας έχουν σχεδόν εξαντληθεί στην περσινή προσπάθεια στήριξης του εθνικού νομίσματος. Έτσι ο «Σουλτάνος» επιχειρεί να αξιοποιήσει τα… διαθέσιμα των πολιτών. 

Από τη στιγμή που η αύξηση των επιτοκίων απορρίπτεται -δεδομένου ότι ο προηγούμενος κεντρικός τραπεζίτης απολύθηκε για αυτόν ακριβώς το λόγο- ο άλλος δρόμος για να αποτραπεί η πλήρης κατάρρευση της τουρκικής λίρας είναι τα capital control, που όμως είναι έσχατη λύση, η οποία θα έχει σημαντικές παρενέργειες.

Το ευρύτερο ζήτημα είναι ότι το πρόβλημα ξεπερνά τα σύνορα της Τουρκίας, καθώς πολλοί αναλυτές φοβούνται πλέον ότι εάν η κρίση στη γειτονική μας χώρα επιδεινωθεί θα μπορούσε να αποτελέσει της θρυαλλίδα για μια ευρύτερη αποσταθεροποίηση στις διεθνείς αγορές, την οποία πολλοί προβλέπουν το τελευταίο διάστημα, αλλά δεν γνωρίζουν από πού μπορεί να προέλθει.

Το «νούμερο ένα» ρίσκο στο ραντάρ των επενδυτών παγκοσμίως είναι οι αναδυόμενες αγορές, οι οποίες είναι οι πρώτες υποψήφιες να αποσταθεροποιηθούν στο νέο περιβάλλον που δημιουργεί η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ.

Ο φόβος λοιπόν είναι ότι η Τουρκία μπορεί να βρεθεί στο κέντρο μιας ευρύτερης κρίσης στις αναδυόμενες οικονομίες οι οποίες θα αποσταθεροποιήσουν ευρύτερα τις διεθνείς αγορές.

Ήδη την προηγούμενη εβδομάδα οι κεντρικές τράπεζες της Ρωσίας και της Βραζιλίας ανέβασαν τα επιτόκιά τους για να «υπερασπίσουν» τα νομίσματά τους σε σχέση με το δολάριο στο νέο περιβάλλον με τις υψηλότερες αποδόσεις στις ΗΠΑ και τις προσδοκίες αύξησης των επιτοκίων που «τραβάνε» τα κεφάλαια εκεί.

Αλλά και τα προβλήματα στην Τουρκία ξεκίνησαν στα μέσα Φεβρουαρίου, με την αύξηση των αποδόσεων στα αμερικανικά ομόλογα, που επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο.

Η κατάσταση στην Τουρκία είχε σταθεροποιηθεί από τον περασμένο Νοέμβριο που είχε αναλάβει την κεντρική τράπεζα ο -ήδη απελθών- Νασί Αγκμπάλ, ο οποίος εφάρμοσε πολιτική αύξησης των επιτοκίων, η οποία έφερε αποτελέσματα: Η λίρα σταθεροποιήθηκε και άρχισαν να επιστρέφουν και κάποια ξένα κεφάλαια.

Όμως, την περασμένη Πέμπτη, ο Νασί Αγκπάλ,  αναγκάστηκε να ανεβάσει τα επιτόκια κατά δύο μονάδες, λόγω των συνθηκών που έχουν δημιουργήσει οι αυξήσεις των αποδόσεων στα ομόλογα διεθνώς. Το αποτέλεσμα ήταν να… απολυθεί το Σάββατο από τον Ταγίπ Ερντογάν.

Ο «Σουλτάνος» υιοθετεί την τελείως αντιεπιστημονική άποψη ότι αυξήσεις επιτοκίων… ανεβάζουν τον πληθωρισμό, ενώ στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο.

Τοποθέτησε, λοιπόν, στη θέση του κεντρικού τραπεζίτη τον Σαχάπ Καβσίογλου, ένα αφοσιωμένο κομματικό στέλεχος ο οποίος λίγο καιρό πριν είχε ασπαστεί την «ανάποδη» άποψη του Ερντογάν, με ένα άρθρο του στο οποίο έγραφε ότι η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να ενισχύσει τον πληθωρισμό.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η αλλαγή στην κεντρική τράπεζα προκάλεσε ένα ξεπούλημα της τουρκικής λίρας, η οποία καταβαραθρώθηκε αλλά και των τουρκικών μετοχών.

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η διεθνής κοινότητα κατάλαβε πλέον ότι ο Ερντογάν θα κάνει το δικό του, με σκοπό το πολιτικό όφελος και δεν πρόκειται να σεβαστεί την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας ούτε να εφαρμόσει τις κλασικές νομισματικές πολιτικές που επικροτούν οι ξένοι επενδυτές.

Στην πραγματικότητα ο Ερντογάν δεν θέλει να αυξάνονται τα επιτόκια γιατί το οικονομικό μοντέλο που εφαρμόζει στηρίζεται στην οικονομική ανάπτυξη δια του δανεισμού. Η τουρκική οικονομία είχε το 2020 αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,8% χάρη κυρίως στον δανεισμό ο οποίος  αυξήθηκε κατά 37,5%.

Με τα δανεικά στηρίχθηκε ο κλάδος των κατασκευών και η κατανάλωση, επομένως η αύξηση των επιτοκίων είναι ο νούμερο ένα πολιτικός εχθρός του Ερντογάν καθώς με ακριβότερο χρήμα ο κόσμος και οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τα δάνειά τους.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι η πολιτική αυτή διώχνει τα κεφάλαια από την Τουρκία, καθώς ο πληθωρισμός βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, πάνω από το 15%, επομένως δεν συμφέρει να κρατά κανείς λίρες οι οποίες χάνουν αξία κάθε μέρα και η συναλλαγματική ισοτιμία υποχωρεί.

Έτσι, για να στηρίξει το νόμισμα χωρίς αύξηση επιτοκίων, υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο ένας είναι οι παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος  από την κεντρική τράπεζα, η οποία όμως δεν διαθέτει πλέον συνάλλαγμα, καθώς τα διαθέσιμα έξανεμίστηκαν πέρσι για να στηρίξουν το νόμισμα. Χωρίς στήριξη, όμως, η λίρα μπορεί να καταρρεύσει.

Ο άλλος δρόμος είναι τα capital control, τα οποία πολλοί αναλυτές θεωρούν αναπόφευκτα αργά ή γρήγορα. Αλλά και αυτά θα έχουν παρενέργειες, οι οποίες μάλιστα μπορεί να επεκταθούν και εκτός των τουρκικών συνόρων.

Διαβάστε ακόμα:

Οικογένεια Φίλιππου Νιάρχου: Οι business των «χρυσών» γόνων

ΟΑΕΔ: Έως €710 μισθός στο νέο πρόγραμμα για ανέργους – Οι δικαιούχοι

Μετακίνηση εκτός νομού: Αβέβαιο το «Πάσχα στο χωριό» – Τι ισχύει σήμερα