Η απόφαση του ανώτατου γερμανικού δικαστηρίου για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ ήταν πολλαπλά επιζήμια.

Ωστόσο την ώρα που οι αναλύσεις εντοπίζουν τη ζημιά της γερμανικής απόφασης στην άσκηση νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, η αμετροέπειά της ενδεχομένως να αποδειχθεί μπούμεραγκ για το Βερολίνο.

Μπορεί δηλαδή να αποδειχθεί η σταγόνα που θα ξεχειλίζει το ποτήρι της υπομονής των υπολοίπων χωρών απέναντι σε μια γερμανική στάση που αποκτά ηγεμονικά χαρακτηριστικά και αμφισβητεί ανοιχτά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς απαιτώντας να προσαρμοστούν στα γερμανικά γούστα.

Την αρχή την έκανε σήμερα ο Ιταλός πρωθυπουργός κατακρίνοντας ανοιχτά τη στάση του γερμανικού δικαστηρίου, ενώ στη συνέχεια τη σκυτάλη πήρε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρούνο Λε Μερ κάνοντας λόγο για την ανεξαρτησία της ΕΚΤ, η οποία «λογοδοτεί» μόνο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Δε θα είναι η τελευταία αντίδραση κατακραυγής.

Επιπτώσεις στη νομισματική πολιτική

Ας ξεκινήσουμε από τα προφανή: Στο πρακτικό σκέλος, το γερμανικό ανώτατο δικαστήριο προσπαθεί να βάλει περιορισμούς στο βασικό νομισματικό όπλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την ποσοτική χαλάρωση (QE). Η απόφαση «διατάσσει» την ΕΚΤ να θεμελιώσει προς το Βερολίνο το λόγο για τον οποίο έχει αγοράσει ευρωπαϊκά ομόλογα συνολικής αξίας δύο τρισεκατομμυρίων ευρώ τα τελευταία χρόνια και να καθορίσει επακριβώς πως σκοπεύει να τα ξεφορτωθεί τελικά, αλλιώς η γερμανική κεντρική τράπεζα θα σταματήσει να συμμετέχει στο πρόγραμμα.

Η απειλή είναι κενή:

Το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, που ήταν το βασικό πυροσβεστικό μέσο στην υπαρξιακή κρίση του ευρώ (για να δώσουμε και την απάντηση που αναμένει το γερμανικό δικαστήριο) υλοποιείται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, αυτές αγοράζουν τα ομόλογα: Δεν είναι ξεκάθαρο αν μια ενδεχόμενη αποχώρηση της γερμανικής Bundesbank θα εμποδίσει τις άλλες κεντρικές τράπεζες να συνεχίσουν τις αγορές ομολόγων (τους) – αν έχουν το ΟΚ της ΕΚΤ.

Ταυτόχρονα όμως η απόφαση τσαλακώνει το «μπαζούκα» της ΕΚΤ στο οποίο υπολογίζουν όλοι ως βασικό μοχλό άμβλυνσης των διαφορών στις οικονομικές επιπτώσεις της ύφεσης του κορωνοϊού μεταξύ πυρήνα και περιφέρειας. Μια διαφορά που επιβεβαιώθηκε σήμερα με τη δημοσίευση των εαρινών προβλέψεων για την ανάπτυξη στις χώρες μέλη.

Δεν είναι προς κανενός το συμφέρον να υποβαθμίζει ένα όπλο που έχει αποδειχθεί η τελευταία γραμμή άμυνας της ΕΕ απέναντι στη διάλυση (που πρώτη η Γερμανία απεύχεται).

Επιπτώσεις στην θεσμική ανεξαρτησία της ΕΚΤ

Οι επιπτώσεις δεν είναι μόνο πρακτικές. Είναι και θεσμικές. Υποννοεί ότι η ΕΚΤ οφείλει να απαντήσει στη Γερμανία.

Η ΕΚΤ αντιδρώντας προσεκτικά στην απόφαση, δεν απάντησε ευθέως στο δικαστήριο της Καρλσρούης, ούτε υποσχέθηκε ότι θα “του” απαντήσει. Το ΔΣ της κεντρικής τράπεζας του ευρώ συναντήθηκε με τηλεδιάσκεψη αργά το απόγευμα της Τρίτης και η ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά εξέπεμψε ψυχραιμία, και καμιά σπουδή (η αναφορά) για ανάγκη ενημέρωσης του Βερολίνου ως προϋπόθεση της λειτουργίας της ΕΚΤ.

Άλλωστε η ΕΚΤ δεν υποχρεούται να δίνει αναφορά στις κυβερνήσεις. Αυτό γίνεται για τον εξής λόγο: Θα μπορούσε για παράδειγμα το ανώτατο δικαστήριο της Ιταλίας και της Ελλάδας να έχει καταλήξει σε μια αντίθετη απόφαση: να αποφανθεί δηλαδή ότι η ΕΚΤ θα έπρεπε να αγοράσει περισσότερα ιταλικά ή ελληνικά ομόλογα… Θα ήταν υποχρεωμένη η ΕΚΤ να συμμορφωθεί;

Για αυτό το λόγο η ΕΚΤ από την ίδρυσή της έχει θεσμοθετημένη την ανεξαρτησία της έναντι των εθνικών αρχών. Μένει να φανεί αν το διοικητικό συμβούλιο της Φρανκφούρτης θα απαντήσει με κάποιο τρόπο στο Βερολίνο, ή αν τελικά θα το αφήσει να περιμένει στο ακουστικό του – κάνοντας έτσι σαφές έτσι ότι η ΕΚΤ δεν αναφέρεται σε εθνικές αρχές.

Επιπλεόν, η απόπειρα να βάλει η Γερμανία «κόφτη» στο βασικό εργαλείο της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση των κρίσεων, έχει μια άλλη συνέπεια η οποία επιστρέφει την πίεση στο ίδιο το Βερολίνο:

Όταν η Γερμανία προσπαθεί να περιορίσει το εργαλείο στο οποίο υπολογίζει να στηρίξει την ευρωπαϊκή οικονομία εν μέσω κορωνοϊού, ταυτόχρονα αυξάνει την πίεση στους πολιτικούς να αυξήσουν τις δαπάνες της δημοσιονομικής πολιτικής. Αλλά ποιοί είναι οι ευρωπαίοι πολιτικοί που περισσότερο από όλους θέλουν να μην αυξήσουν τις ευρωπαϊκές δημοσιονομικές δαπάνες και να αφήσουν την ΕΚΤ να σηκώσει το βάρος της διάσωσης;… Οι Γερμανοί.

Επιπτώσεις στη θεσμική ισορροπία της ΕΕ

Η ζημιά που έκανε η απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου της Καρλσρούης δεν περιορίζεται μόνο στην άσκηση νομισματικής πολιτικής στη Ζώνη του Ευρώ, ή τη θεσμική θωράκιση της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ.

Πάνω από όλα ναρκοθετεί τη θεσμική ισορροπία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάζοντας «γερμανικά κριτήρια» στις ευρωπαϊκές αποφάσεις, καθώς αμφισβητεί ευθέως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με έδρα το Λουξεμβούργο, που έχει αποφανθεί πως «όλα καλώς ως προς το QE».

Όμως αυτό ανοίγει το κουτί της Πανδώρας: Όταν το ισχυρότερο μέλος της ΕΕ αμφισβητεί τις αποφάσεις των κοινών ευρωπαϊκών δικαστικών οργάνων, επιτρέπει σε αντιδημοκρατικούς ηγέτες τύπου Ορμπάν να αμφισβητίσουν και αυτοί τις επιβαρυντικές για αυτούς αποφάσεις των ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Επιτρέπει σε χώρες όπως η Πολωνία να βάλουν στην άκρη αρχές του κοινοτικού κεκτημένου.

Καρλσρούη εναντίον Φρανκφούρτης, Λουξεμβούργου, Βρυξελλών

Η απόφαση της Καρσλρούης μπορεί να αποδειχθεί στρατηγικό και τακτικό λάθος του Βερολίνου.

Η υπερβολική αυτοπεποίθηση που εκπέμπει η απόφαση, η υποβόσκουσα ιδέα ότι οι ευρωπαϊκοί κανόνες ισχύουν μόνο αν τους εγκρίνει το Βερολίνο, το ρίσκο που δημιουργεί για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορωνοϊού με τα εργαλεία της ΕΚΤ – σε συνδυασμό με την Γερμανική αντίσταση σε μια κοινή δημοσιονομική αντιμετώπιση στο πλαίσιο της ΕΕ, διαμορφώνουν σκηνικό κατακραυγής για τη Γερμανία, και στερούν από το Βερολίνο τα συνήθη του επιχειρήματα υπεράσπισης της θέσης.

Το πρόβλημα είναι ότι η πόλωση αυξάνεται την ώρα που πρέπει να σφυρηλατηθούν ενιαίες λύσεις. Οι ενιαίες λύσεις είναι πιο πειστικές και αποτελεσματικές όταν είναι προϊόν συναίνεσης όχι αποτέλεσμα εκπτώσεων και υποκρισίας.

Τα χειρότερα από την απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου, είναι μπροστά.