Παράθυρο για αλλαγές στην οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης ανοίγει η πολιτική και οικονομική συγκυρία, καθώς από το φθινόπωρο δημιουργείται μια σπάνια… συναστρία που ευνοεί νέες διαρθρωτικές κατευθύνσεις που ευνοούν τις δημόσιες επενδύσεις και είναι πιο χαλαρές στο θέμα της λεγόμενης «λιτότητας».

Στο πολιτικό πεδίο, οι εκλογές στη Γερμανία φέρνουν ένα νέο σκηνικό στη χώρα το οποίο θα έχει ευρωπαϊκές και διεθνείς συνέπειες.

Τα χαρακτηριστικά της μετά Μέρκελ εποχής είναι ακόμη απροσδιόριστα και αυτό δημιουργεί ένα κενό ηγεσίας, το οποίο ήδη φαίνεται να επιχειρούν να εκμεταλλευτούν η Ιταλία και η Γαλλία.

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος σε σημαντικά ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής, κυρίως σε εκείνα που αφορούν την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, με λιγότερη λιτότητα και περισσότερες δημόσιες επενδύσεις, αλλά και στη μακρόπνοη κατεύθυνση της δημιουργίας κοινού προϋπολογισμού σε ομοσπονδιακή κατεύθυνση.

Η γαλλοϊταλική προσέγγιση είχε ξεκινήσει από πέρυσι, όταν Γαλλία και Ιταλία (με πρωθυπουργό τότε τον Τζιουζέπε Κόντε) προώθησαν δυναμικά το Ταμείο Ανάκαμψης με τις κοινές επενδύσεις των 750 δισ. ευρώ, ενώ η έλευση του Μάριο Ντράγκι στην πρωθυπουργία ενίσχυσε τη δυναμική λόγω του αυξημένου ευρωπαϊκού κύρους του, ως του «ανθρώπου που έσωσε το ευρώ» το 2012 από τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Μακρόν και Ντράγκι φαίνεται, λοιπόν, να προωθούν έναν γαλλοϊταλικό άξονα, στα χνάρια του αντίστοιχου γαλλογερμανικού, ο οποίος ήταν επί δεκαετίες η κινητήριος δύναμη της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με τους Γάλλους να δίνουν τον πολιτικό τόνο και τους Γερμανούς να κρατούν τα οικονομικά ηνία. Ο γαλλογερμανικός άξονας στην ουσία έπαψε να υφίσταται μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την επακόλουθη κρίση του ευρώ, καθώς η Γερμανία επέδειξε ηγεμονικές τάσεις επισκιάζοντας τη Γαλλία, η οποία ήταν απορροφημένη από τα εσωτερικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματά της.Τώρα, ίσως είναι ευκαιρία για έναν άξονα του Νότου που θα πιέσει για να επανέλθουν πιο ισορροπημένοι συσχετισμοί.

Τα εσωτερικά προβλήματα της Γαλλίας δεν έχουν εκλείψει, ενώ πολλοί αναλυτές υποδεικνύουν ότι το «διάλειμμα» της γερμανικής ηγεμονίας, λόγω των εκλογών, δεν θα διαρκέσει επ’ άπειρον και τον Απρίλιο του 2022, η κατάσταση ίσως αντιστραφεί, καθώς η εξουσία στο Βερολίνο θα έχει εδραιωθεί, ενώ ο Μακρόν θα βρίσκεται τη στιγμή εκείνη απασχολημένος με τη διεκδίκηση της προεδρίας στις γαλλικές εκλογές.

Οι γερμανικές γκάφες

Το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι τα πράγματα ίσως να αλλάζουν και στη Γερμανία.

Η μεγάλη άνοδος των Πρασίνων, που είχε σημειωθεί αρχικά ανεκόπη και μάλιστα η δημοφιλία της υποψήφιας του κόμματος Αναλένα Μπέρμποκ καταρρέει, ενώ μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων ζητούν την αντικατάστασή της λόγω ανακριβειών στο βιογραφικό της και κατηγοριών για λογοκλοπή σε ένα βιβλίο της.

Πλέον προηγούνται οι Χριστιανοδημοκράτες με τον Αρμιν Λάσετ, ο οποίος και αυτός υπέπεσε σε γκάφα καθώς εμφανίστηκε να γελάει στη διάρκεια επίσκεψης σε πληγέντες από τις καταστροφικές πλημμύρες.

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν δύο δυνατούς κυβερνητικούς συνασπισμούς, εάν βεβαίως δεν υπάρξουν ανατροπές -κάτι που δεν αποκλείεται καθόλου μετά τις καταστροφικές πλημμύρες που ίσως αλλάξουν κάποια δεδομένα-, και οι δύο υπό την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών και των Χριστιανοκοινωνιστών: είτε δικομματική κυβέρνηση με τους Πράσινους, είτε τρικομματική με τους Σοσιαλδημοκράτες, των οποίων ηγείται ο Ολαφ Σολτς και τους Φιλελεύθερους με τον Κρίστιαν Λίντερ.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η ενίσχυση των Πρασίνων εκ των πραγμάτων έφερε στην προεκλογική ατζέντα θέματα όπως η ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων ή ακόμη και η κατάργηση της συνταγματικής απαγόρευσης που ισχύει στη Γερμανία για τα ελλείμματα του προϋπολογισμού. Στην πράξη, η κατάργηση αυτή δεν είναι δυνατή καθώς απαιτείται πλειοψηφία των 2/3 στη Βουλή, αλλά η συζήτηση αναγκάζει όλα τα κόμματα να φέρουν στο προσκήνιο θέσεις γύρω από την ανάγκη μεγάλων επενδύσεων για την ανανέωση των υποδομών στη χώρα, οι οποίες υστερούν – όσο κι αν ακούγεται περίεργο για την ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης.

Ολα τα κόμματα έχουν αναγκαστεί να παρουσιάσουν σχέδια για δημόσιες επενδύσεις τα επόμενα χρόνια, έστω κι αν διαφωνούν για τον τρόπο χρηματοδότησής τους, και αυτή η συζήτηση επηρεάζει ασφαλώς και την ευρωπαϊκή τους ατζέντα και την υποστήριξη του γερμανικού εκλογικού σώματος σε θέματα που συνδέονται με ευρωπαϊκές δαπάνες για επενδύσεις.
Υπό το κλίμα αυτό, οι γαλλογερμανικές θέσεις για κάποιου είδους «μονιμοποίηση» του Ταμείου Ανάκαμψης και των «πράσινων φόρων» που θα το χρηματοδοτήσουν ίσως θα είναι ευκολότερο να γίνουν αποδεκτές από την επόμενη γερμανική κυβέρνηση.

Στην πραγματικότητα, η Γερμανία βρίσκεται αρκετά πίσω στην ψηφιακή οικονομία και τα τελευταία χρόνια, πριν από την πανδημία, έχασε έδαφος στους δείκτες διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Με βάση τους δείκτες ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Γερμανία έχασε δύο θέσεις το 2018 και το 2019.

Ο γαλλοϊταλικός άξονας

Οι μεγάλες κρατικές δαπάνες στήριξης στις οποίες προχώρησε η Γερμανία στη διάρκεια της πανδημίας βοήθησαν τη γερμανική οικονομία να ανακτήσει έδαφος και έτσι «νομιμοποίησαν» τις κρατικές δαπάνες με ελλείμματα, κάτι που λίγα χρόνια πριν θεωρούνταν, λίγο πολύ, ιεροσυλία.

Βέβαια, στο θέμα της αναθεώρησης των δημοσιονομικών κανόνων, που είναι το μεγάλο θέμα προς συζήτηση μετά το φθινόπωρο, οι μεν Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι είναι αντίθετοι σε κάθε χαλάρωση, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι είναι θετικοί σε μια αναθεώρηση με λιγότερη λιτότητα η οποία θα επιτρέπει τα ελλείμματα για επενδύσεις.

Τέτοιες θέσεις προωθεί και ο εν δυνάμει γαλλοϊταλικός άξονας, ενώ οι πολιτικές αυτές έχουν πλέον αναδειχθεί και διεθνώς με τα προγράμματα δημόσιων επενδύσεων και κοινωνικών δαπανών που προωθεί στις ΗΠΑ η κυβέρνηση Μπάιντεν.

To ενδιαφέρον είναι ότι η Ιταλία προωθεί, προς το παρόν, αθόρυβα και παρασκηνιακά το ζήτημα του παγώματος του δημόσιου χρέους που δημιουργήθηκε στη διάρκεια της πανδημίας. Μέσα από εκθέσεις και προτάσεις που διατυπώνονται από έγκυρες δεξαμενές σκέψης και ινστιτούτα, αλλά και μέσα από δηλώσεις του Ιταλού επιτρόπου Πάολο Τζεντιλόνι, προωθούνται διάφορες μέθοδοι με τις οποίες μπορεί να μεταφερθεί στο μέλλον το τμήμα του δημόσιου χρέους των χωρών-μελών που οφείλεται στις δαπάνες της πανδημίας. Κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την Ιταλία, το δημόσιο χρέος της οποίας είναι το τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά, βεβαίως, και για την Ελλάδα.

Το ζήτημα δεν είναι μόνο πολιτικό, αλλά και θεσμικό, καθώς η μέθοδος που θα επιλεγεί δεν θα πρέπει να παραβιάζει τις συνθήκες της Ε.Ε., διότι σε διαφορετική περίπτωση θα χρειαζόταν αλλαγή των τελευταίων, κάτι που θεωρείται πολιτικά ανέφικτο. Και τούτο όχι μόνο επειδή το χάσμα των απόψεων είναι ήδη μεγάλο, αλλά και επειδή, εάν τεθεί θέμα αλλαγής των συνθηκών, πολλές χώρες θα έθεταν διάφορα ζητήματα, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει έδαφος για αποφάσεις.

Το ζήτημα των συνθηκών είναι κρίσιμο και σε σχέση με την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, το οποίο πρακτικά απαγορεύει τα ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς και έχει τεθεί σε αναστολή λόγω της πανδημίας. Και στο πεδίο αυτό, το πιθανότερο είναι ότι οι όποιες αποφάσεις θα παρακάμπτουν τις προβλέψεις των συνθηκών χωρίς να χρειαστεί τροποποίησή τους.

Το άλλο μεγάλο θέμα που θα παιχτεί στο ευρωπαϊκό παζλ είναι οι ισορροπίες στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία είναι εκείνη που σήμερα κρατάει… ανοιχτό το μαγαζί, διοχετεύοντας φρέσκο χρήμα 80 δισ. ευρώ κάθε μήνα και αγοράζοντας ομόλογα στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης (το λεγόμενο «τύπωμα χρήματος»), ενώ την ίδια στιγμή κρατάει τα επιτόκια στο μηδέν και επιβαρύνει το χρήμα που καταθέτουν σε αυτήν οι εμπορικές τράπεζες με αρνητικό επιτόκιο (τις χρεώνει δηλαδή) για να τις αναγκάζει να κυκλοφορούν το χρήμα στην αγορά.

Με τις τελευταίες ανακοινώσεις που έγιναν, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ έκανε σαφές ότι οι αγορές ομολόγων και τα χαμηλά επιτόκια θα συνεχιστούν τουλάχιστον μέχρι τον Μάρτιο του 2022 ή μέχρι το συμβούλιο της ΕΚΤ να αποφασίσει ότι η πανδημία τελείωσε – κάτι που ασφαλώς δεν φαίνεται στον ορίζοντα.

Σε σχέση με τον πληθωρισμό, στην ανακοίνωση της ΕΚΤ αναφέρθηκε ότι τα επιτόκια θα μείνουν χαμηλά μέχρι ο πληθωρισμός να φτάσει στον στόχο του 2% συμμετρικά, ήτοι για διάστημα που θα υπερβαίνει τον χρονικό ορίζοντα προβλέψεων της ΕΚΤ.

Η δήλωση αυτή θεωρήθηκε μια νίκη των υπέρμαχων της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται ότι εξαγρίωσε τα «γεράκια» που τους τελευταίους μήνες υποστήριζαν ότι πρέπει σταδιακά να αρχίσει να σφίγγει η νομισματική πολιτική, με πρώτο βήμα να αρχίσει η μείωση του ρυθμού με τον οποίο η ΕΚΤ αγοράζει ομόλογα.

Οσο η ΕΚΤ αγοράζει κρατικά ομόλογα με βάση το έκτακτο πρόγραμμα της πανδημίας (το οποίο περιλαμβάνει, κατ’ εξαίρεση, και τα ελληνικά ομόλογα, παρότι δεν έχουν επενδυτική διαβάθμιση), οι χώρες της Ευρωζώνης μπορούν να δανείζονται (εκδίδοντας νέα ομόλογα) με πολύ χαμηλά επιτόκια, ακόμα και αρνητικά για ορισμένες διάρκειες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόδοση (επιτόκιο) του ελληνικού πενταετούς ομολόγου είναι αρνητική.

Τα «γεράκια» άρχισαν να εκδηλώνονται μετά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ και οι κεντρικοί τραπεζίτες της Αυστρίας Ρόμπερτ Χόλτσμαν και του Βελγίου Πιερ Γουνς έκαναν δημόσιες δηλώσεις, ενώ δημοσιεύτηκαν και πληροφορίες ότι αντίθετος με τις τελευταίες αποφάσεις της ΕΚΤ ήταν και ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης Γενς Βάιντμαν.

Το πιθανότερο είναι ότι από Σεπτέμβριο η συζήτηση για το δέον γενέσθαι με τη νομισματική πολιτική θα αναζωπυρωθεί ανάλογα βέβαια και με την πορεία που θα έχει η πανδημία με τη μετάλλαξη «Δέλτα».

Διαβάστε ακόμα:

Ρώσοι και Άραβες οι μεγάλοι κερδισμένοι από την αύξηση τιμών στα εμπορεύματα

Μπράιαν Τσέσκι (Airbnb): Ετοιμαστείτε για το ριμπάουντ του αιώνα στον τουρισμό

Σαρηγιάννης: Σωματίδια θα αιωρούνται ως και για 10 μέρες – Τι πρέπει να γίνει (vid)