Ο χειμώνας ήταν ήπιος και η κατανάλωση ενέργειας χαμηλότερη από όσο φοβόντουσαν πολλοί. Αντί για την αναμενόμενη ύφεση, προβλέπεται μια μικρή οικονομική αύξηση της τάξης του 0,3%. «Η οικονομική υποχώρηση κατά το περασμένο χειμερινό εξάμηνο είναι πιθανό να είναι λιγότερο σοβαρή από ό,τι υπολογιζόταν το φθινόπωρο», εξηγεί ο Τίμο Βολμερσχόιζερ, καθηγητής στο Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Ifo του Πανεπιστημίου του Μονάχου.

Το Ινστιτούτο Ifo ανήκει στην ομάδα των τεσσάρων κορυφαίων γερμανικών ινστιτούτων οικονομικών ερευνών που συντάσσουν έκθεση δύο φορές τον χρόνο για λογαριασμό της γερμανικής κυβέρνησης, ενώ φέτος συμμετέχει και ένα ερευνητικό ινστιτούτο από την Αυστρία.

Τα στοιχεία που υπολογίζει το καθένα από αυτά είναι σημαντικά για την εκτίμηση των φορολογικών εσόδων και την κατάρτιση του προϋπολογισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

Η γερμανική οικονομία υπέστη μόνο περιορισμένη ζημία

Παρ’ όλο που τα βιβλία παραγγελιών των εταιρειών ήταν γεμάτα, οι γενικές συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές. «Οι διαρκείς δυσκολίες εφοδιασμού, οι έντονες αυξήσεις τιμών στην ενέργεια, καθώς και η έλλειψη εργατικού δυναμικού, επίσης λόγω των εξαιρετικά υψηλών ποσοστών ασθενείας, μείωσαν τις παραγωγικές δυνατότητες της γερμανικής οικονομίας και εμπόδισαν μια ισχυρότερη αύξηση του εγχώριου προϊόντος», λέει ο Βολμερσχόιζερ.

Για το 2024, τα ινστιτούτα αναμένουν μία ανάπτυξη 1,5%. Αυτό βέβαια δεν είναι σίγουρο, διότι οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι χαμηλές θερμοκρασίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν εκ νέου άλματα στις τιμές ανά πάσα στιγμή.

«Ο κίνδυνος ελλείψεων τον προσεχή χειμώνα εξακολουθεί να υφίσταται», επισημαίνει ο Βολμερσχόιζερ, ενώ για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές τονίζει πως «σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας θα είναι μόνο περίπου 0,5% προς το τέλος της δεκαετίας».

Διαβάστε τη συνέχεια στην DW