Δύο πράγματα έγιναν ξεκάθαρα μετά τη συνάντηση της Άνγκελας Μέρκελ με τον Εμανουέλ Μακρόν στο μεσαιωνικό κάστρο του Μέζεμπεργκ έξω από το Βερολίνο. Το πρώτο είναι ότι ο γαλλο-γερμανικός άξονας που αποτελούσε ιστορικά την κινητήριο δύναμη της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει βγει από το «κώμα» στο οποίο είχε πέσει στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Και το δεύτερο είναι ότι ήδη οι δύο ηγέτες αποφάσισαν να ενδώσουν στις απαιτήσεις των χωρών που προβάλλουν αντιρρήσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης, σε ένα βασικό στοιχείο: Στην εποπτεία των χωρών που θα λάβουν χρήματα.

Η σχετική αναφορά της Γερμανίδας καγκελαρίου στην κοινή συνέντευξη τύπου που έδωσαν οι δύο ηγέτες μετά τη συνάντηση ήταν χαρακτηριστική: «Κάθε χώρα θα πρέπει να κοιτάζει τις εσωτερικές πολιτικές που θα εφαρμόζει και να φροντίζει ώστε αυτές να είναι ανθεκτικές στο μέλλον». Με άλλα λόγια, η Άνγκελα Μέρκελ είπε ξεκάθαρα ότι θα υπάρχει επίβλεψη στις εσωτερικές πολιτικές των χωρών που θα χρηματοδοτούνται. Υπάρχει δηλαδή αποδοχή απαίτησης  των τεσσάρων χωρών που προβάλλουν αντιρρήσεις οι οποίες ζητούν τα χρήματα να δίνονται με αντάλλαγμα σοβαρές μεταρρυθμίσεις από τις χώρες που θα χρηματοδοτούνται και με αυστηρή επιτήρηση.

Άλλωστε, η αυστηρή εποπτεία στη χρήση των χρημάτων που θα δίνει το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και ευρύτερα στις οικονομικές πολιτικές που θα εφαρμόζονται δεν είναι κάτι που αντίκειται στις στρατηγικές επιδιώξεις της Γερμανίας και σε μικρότερο βαθμό της Γαλλίας. Εκείνο που μένει να αποδειχθεί είναι κατά πόσον η Ιταλία είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί κάτι τέτοιο, αφού το ζήτημα είναι πολιτικά δηλητηριώδες για τη Ρώμη.

Η κυρία Μέρκελ, πάντως, ενώ υπογράμμισε ότι το νέο Ταμείο θα πρέπει να είναι «ισχυρό» για να μην μείνει καμία χώρα πίσω, άφησε ανοιχτό το θέμα των παρεμβάσεων στις εσωτερικές πολιτικές. 

Η ακριβής μορφή της εποπτείας, βέβαια, δεν έχει καθοριστεί, αλλά το πιθανότερο είναι ότι η Ε.Ε. θα χρησιμοποιήσει μηχανισμούς ανάλογους με εκείνους που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης με τα μνημόνια και την τρόικα, ήτοι την κοινή επίβλεψη από την Κομισιόν, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και -αντί για το ΔΝΤ- τον ESM. Ένα από τα σημεία στα οποία επιμένουν άλλωστε οι «4 ευρω-τσιγκούνηδες» είναι ακριβώς να υπάρξει εμπλοκή του ESM και στις διαδικασίες του Ταμείου Ανάκαμψης.
Βέβαια, οι 4 αυτές χώρες, Ολλανδία, Αυστρία, Δανία και Σουηδία, γύρω από τις οποίες συσπειρώνονται και άλλες που προβάλλουν δικά τους αιτήματα, δεν αρκούνται μόνο στην εποπτεία, αλλά ζητούν επίσης τα χρήματα να δίνονται κατά το μεγαλύτερο μέρος υπό τη μορφή δανείων.

Ωστόσο, καμία από αυτές τις χώρες δεν έχει το ειδικό βάρος να προβάλει ένα βέτο και να δυναμιτίσει συνολικά την υπόθεση του Ταμείου Ανάκαμψης.

Όμως, οι «αντιρρησίες»  μπορούν να καθυστερήσουν τη λήψη της απόφασης και εκεί παίζεται τώρα το παιχνίδι. Οι μεν Γαλλο-Γερμανοί διακηρύσσουν σε όλους τους τόνους ότι θέλουν να ληφθεί τελική απόφαση στη Σύνοδο Κορυφής που θα πραγματοποιηθεί στις 17-18 Ιουλίου, αλλά ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε δήλωνε προ ημερών ότι… δεν υπάρχει κανένας λόγος να βιαστούμε.

Έτσι, από τη στιγμή που η κεντρική «γραμμή» έχει δοθεί από Γαλλία και Γερμανία, είναι δεδομένο ότι η απόφαση για κοινό δανεισμό των χωρών μελών, μέσω της Κομισιόν, θα ληφθεί και ότι ένα σημαντικό ποσό θα δοθεί με επιχορηγήσεις.

Το ακριβές ποσό, βέβαια, δεν έχει καθοριστεί και κατά τη χθεσινή συνέντευξη τύπου Μέρκελ και Μακρόν ανέφεραν ότι υπάρχουν ακόμα αρκετά θέματα να λυθούν, ενώ μένει να φανεί ποιος θα είναι και ο συμβιβασμός που θα επιτευχθεί στο ζήτημα της εποπτείας.