Στη Βρετανία οι Εργατικοί του Τζέρεμι Κόρμπιν ενόψει των εκλογών της 12ης Δεκεμβρίου έβαλαν στην προεκλογική ατζέντα ζήτημα κρατικοποιήσεων, αύξησης της φορολογίας για τις επιχειρήσεις και τα υψηλά εισοδήματα, καθώς και αυξήσεις μισθών.

Στις ΗΠΑ, Δημοκρατικοί υποψήφιοι όπως η Ελίζαμπεθ Γουόρεν και ο Μπέρι Σάντερς που διεκδικούν το χρίσμα για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2020 μιλούν για  αύξηση της φορολογίας στα επιχειρηματικά κέρδη, οικιστικά πρόγραμμα με κρατικό χρήμα και υπόσχονται να κάνουν τη ζωή δύσκολη για τις μεγάλες επιχειρήσεις – μονοπώλια και τις τράπεζες.

Οι προβλέψεις για το αποτέλεσμα δεν ευνοούν τους αριστερούς υποψηφίους, ούτε στη Βρετανία, όπου όλες οι δημοσκοπήσεις φέρνουν πρώτους τους Συντηρητικούς του Μπόρις Τζόνσον, ούτε στις ΗΠΑ, όπου επιπλέον η υποψηφιότητα του βαθύπλουτου Μάικλ Μπλούμπεργκ για το χρίσμα των Δημοκρατικών ίσως αλλάξει τις ισορροπίες σε βάρος της αριστερής πτέρυγας του κόμματος.

Ωστόσο, το δεδομένο είναι ότι στις δύο αυτές χώρες η ρητορική της κεντροαριστεράς μετατοπίζεται προς τα αριστερά και φέρνει στο προσκήνιο οικονομικές θέσεις που είχαν εξοβελιστεί από την δεκαετία του 1980 όταν επικράτησε διεθνώς ο λεγόμενος οικονομικός «νεοφιλελευθερισμός» – ξεκινώντας από τη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ που εξελέγη το 1979 και τις ΗΠΑ του Ρόναλντ Ρήγκαν που ανέλαβε το 1981.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που οι αναλυτές στις προβλέψεις τους για την πορεία της οικονομίας και των αγορών θεωρούν καθοριστικό όχι μόνο το αποτέλεσμα των εκλογών στις δύο αυτές χώρες αλλά και την επανεμφάνιση του λεγόμενου «κρατισμού» στην πολιτική ατζέντα. Η UBS, για παράδειγμα, επισημαίνει τη σημασία των δύο αυτών χωρών ως χρηματοπιστωτικών κέντρων με σημαντική επιρροή αλλά και μεγάλη κεφαλαιοποίηση, ενώ πλειάδα αναλυτών επενδυτικών τραπεζών, υπογραμμίζουν ότι οι εξαγγελίες του Κόρμπιν στη Βρετανία ανάγκασαν τον Τζόνσον να δώσει κι εκείνος ανάλογες υποσχέσεις, με αποτέλεσμα το κόστος των προγραμμάτων και των δύο κομμάτων να κινείται πλέον σε δυσθεώρητα ύψη, τα οποία χαρακτηρίζονται εκτός πραγματικότητας.

Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, η εμφάνιση τέτοιας ρητορικής στη Βρετανία  και τις ΗΠΑ έχει θορυβήσει όχι μόνο τους πολιτικούς αντιπάλους τους, αλλά και το επιχειρηματικό και επενδυτικό κατεστημένο, τις λεγόμενες «αγορές» και πληθαίνουν οι αναλύσεις οι οποίες επισημαίνουν ότι από το πλήγμα δέχθηκε το ελεύθερο εμπόριο από τον Τραμπ και άλλες δυνάμεις που υποστηρίζουν τον προστατευτισμό, οι αγορές κινδυνεύουν τώρα από τις δυνάμεις του κρατισμού που δείχνουν να ανασυντάσσονται.

Δεν είναι βέβαια μόνο η Αριστερά και ο υποτιθέμενος «κρατισμός» της, αλλά και η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ, η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής  Κεντρικής  Τράπεζας (ΕΚΤ) που συστηματικά ζητάει αύξηση των δημοσίων επενδύσεων από χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία για να υποστηριχθεί η αναπτυξη της οικονομίας που υποχωρεί παγκοσμίως.

Στη Βρετανία, ο Κόρμπιν  δεσμεύεται για κρατικοποίηση των τρένων, του ταχυδρομείου, του ευρυζωνικού ίντερνετ και μέρους της αγοράς ενέργειας, για αύξηση των φόρων στα κέρδη από το 19% στο 26% για τις μεγάλες επιχειρήσεις και στο 21% για τα «μικρά κέρδη» (κάτω από 300.000 λίρες) αλλά και για κρατικές επενδύσεις σε υποδομές ύψους 400 δις. λιρών.

Ο Τζόνσον από την πλευρά του απαντά με κρατικές επενδύσεις 100 διs. ευρώ, αύξηση του κατώτατου μισθού και σταθερή φορολογία, αποφεύγοντας τελικά να υποσχεθεί μείωση των φόρων.

Στις ΗΠΑ η Γουόρεν, ο Σάντερς και άλλοι υποψήφιοι τάσσονται υπέρ ειδικών φόρων για τους πολύ πλούσιους (τους οποίους υποστηρίζουν και αρκετοί δισεκατομμυριούχοι, ανάμεσα στους οποίους ο Μπιλ Γκέιτς και ο Τζορτζ Σόρος) με τα έσοδα να πηγαίνουν σε προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας και στέγασης, καθώς και  ειδικό «πέναλτι» φόρου, για εταιρείες στις οποίες οι επικεφαλής κερδίζουν πάνω από 50 φορές τη μέση αμοιβή των εργαζομένων.