Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καταρτίζει σχέδια έκτακτης ανάγκης για την υλοποίηση του προγράμματος αγοράς ομολόγων ύψους τρισεκατομμυρίων χωρίς την Bundesbank (Γερμανική Κεντρική Τράπεζα) για την περίπτωση που το ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας αναγκάσει τον βασικό συμμετέχοντα στο πρόγραμμα να παραιτηθεί, σύμφωνα με τέσσερις πηγές στο Reuters.

Σε αυτό το δυσμενέστερο σενάριο, η ΕΚΤ θα ξεκινήσει μια άνευ προηγουμένου νομική δράση κατά της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, του μεγαλύτερου μετόχου της, για να την επαναφέρει στο πρόγραμμα, ανέφεραν πηγές στο πρακτορείο.

Οι κινήσεις αυτές πιθανότατα θα σηματοδοτήσουν τη στιγμή αλήθειας για το ευρώ, θέτοντας σε δοκιμασία τη δέσμευση της Γερμανίας για το νόμισμα που έπαιξε τον μεγαλύτερο ρόλο στη δημιουργία και την αντιμετώπιση μερικών από τις πιο σοβαρές επιφυλάξεις της χώρας σχετικά με τις πολιτικές της ΕΚΤ.

Το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας έχει δώσει προθεσμία στην ΕΚΤ έως τις αρχές Αυγούστου για να αιτιολογήσει τη μαζική αγορά κρατικών ομολόγων ή να συνεχίσει το πρόγραμμα χωρίς την Bundesbank, η οποία υποτίθεται ότι θα πραγματοποιήσει περισσότερο από το ένα τέταρτο των αγορών ομολόγων.

Οι περισσότεροι από τις πηγές εκτιμούν ότι η νομική πρόκληση από το δικαστήριο της Καρλσρούης θα επιλυθεί από την ίδια την Bundesbank η οποία θα παράσχει αποδείξεις ότι η απόφαση ήταν κατάλληλη και λάμβανε υπόψη της τις τυχόν παρενέργειές της.

Ωστόσο, το προσωπικό της ΕΚΤ αλλά και των εθνικών κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης προετοιμάζεται και για αυτό που μια πηγή περιέγραψε ως το «απίστευτο»: ένα σενάριο στο οποίο το δικαστήριο απαγορεύει στη Bundesbank να συμμετάσχει στις αγορές.

Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΚΤ, ή λιγότερο πιθανό οι άλλες κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ, θα αναλάβουν το ποσοστό της Bundesbank στο PSPP (Πρόγραμμα Αγοράς Κρατικών Ομολόγων) και θα αγοράζουν γερμανικά ομόλογα, ανέφεραν οι πηγές.

Οι ίδιες πηγές πρόσθεσαν ότι τα σχέδια αυτά δεν έχουν ακόμα οριστικοποιηθεί ή συζητηθεί επίσημα στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ.

Εκπρόσωποι της ΕΚΤ και της Bundesbank αρνήθηκαν να σχολιάσουν.

Η αρχή της «μη κατανομής κινδύνων»

Εάν οι άλλες κεντρικές τράπεζες προχωρήσουν σε αγορές γερμανικών ομολόγων θα παραβίαζαν την αρχή «της μη κατανομής κινδύνων» στην οποία επέμεινε η Bundesbank όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα το 2015, σύμφωνα με την οποία κάθε εθνική κεντρική τράπεζα αγοράζει κρατικά ομόλογα της δικής της χώρας και ο κοινός κίνδυνος κατανέμεται στο περιορισμένο ποσό του χρέους που αγόραζει η ίδια η ΕΚΤ.

Η ΕΚΤ έχει επιβραδύνει τις αγορές γερμανικών ομολόγων από την έναρξη της πανδημίας για να επικεντρώσει τη δυναμική της στην Ιταλία, η οποία έχει υποστεί πίεση στις αγορές ομολόγων καθώς η επιδημία δοκιμάζει τα ήδη ασταθή δημόσια οικονομικά της.

Οι αγορές της Bundesbank σε γερμανικά ομόλογα (Bunds) τον Απρίλιο ανήλθαν στα 628 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο μόλις 2,3% των κρατικών ομολόγων που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του PSPP τον μήνα.

Ακόμα κι αν η Bundesbank εγκαταλείψει το πρόγραμμα, το να εξαιρεθούν τα γερμανικά ομόλογα από τις αγορές δεν αποτελεί επιλογή δεδομένου της λειτουργίας τους ως σημείο αναφοράς για τη ζώνη του ευρώ στους για ιδιώτες επενδυτές, χάρη στην κορυφαία πιστοληπτική τους αξιολόγηση και την άφθονη διαθεσιμότητα τους.

Επιπλέον, η αποχώρηση της Γερμανίας από το εμβληματικό πρόγραμμα τόνωσης της ΕΚΤ θα προκαλούσε ενδεχόμενες κερδοσκοπικές εικασίες σχετικά με τη διάλυση της ευρωζώνης, τις οποίες η ΕΚΤ προσπαθεί να εξαλείψει από την κρίση του ευρώ το 2010-12.

Εν τω μεταξύ, η ΕΚΤ πιθανώς θα κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά της γερμανικής κεντρικής τράπεζας επειδή δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή της ως μέλος του Ευρωσυστήματος εάν πρέπει να σταματήσει να αγοράζει ομόλογα, ανέφεραν οι πηγές.

Εάν η Bundesbank δεν συμμορφωθεί τότε, η ΕΚΤ θα μπορούσε να παραπέμψει το ζήτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ από τη δημιουργία του ευρώ το 1999.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει ήδη υποστηρίξει το PSPP, αλλά η απόφασή του αγνοήθηκε από το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας, εγκαινιάζοντας μια ακόμη σύγκρουση θεσμικών οργάνων της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μέχρι στιγμής, η γερμανική κυβέρνηση αισιοδοξεί ότι κάθε τέτοιο σενάριο μπορεί να αποφευχθεί. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ είπε σε ανώτερους αξιωματούχους από το κόμμα της νωρίτερα αυτό το μήνα ότι το ζήτημα ήταν «επιλύσιμο» εάν η κεντρική τράπεζα εξηγήσει το σχέδιο.