Οι τιμές των αλκοολούχων ποτών παρουσιάζουν έντονες αποκλίσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των διαφορετικών φορολογικών πολιτικών, που εφαρμόζονται με στόχο τον περιορισμό της βλάβης, που συνδέεται με την κατανάλωση αλκοόλ.

Κατά μέσο όρο, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, από κάθε 100 ευρώ που δαπανούν τα νοικοκυριά στην Ευρωπαϊκή Ένωση για αγαθά και υπηρεσίες, τα 1,50 ευρώ κατευθύνονται στην αγορά αλκοολούχων ποτών. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό διαφοροποιείται αισθητά μεταξύ των κρατών-μελών, αντανακλώντας τόσο τις καταναλωτικές συνήθειες, όσο και τις τιμές.

Ένα βασικό εργαλείο σύγκρισης είναι ο δείκτης επιπέδου τιμών, ο οποίος αποτυπώνει το κόστος του ίδιου «καλαθιού» αλκοολούχων ποτών σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Ο μέσος όρος της ΕΕ έχει οριστεί στο 100, γεγονός που σημαίνει ότι αν το συγκεκριμένο καλάθι κοστίζει 100 ευρώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο δείκτης δείχνει πόσο ακριβότερο ή φθηνότερο είναι σε κάθε χώρα.

Τιμές πάνω από το 100 υποδηλώνουν υψηλότερο κόστος σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ τιμές κάτω από το 100 σημαίνουν φθηνότερα αλκοολούχα.

Τα πιο ακριβά αλκοολούχα στις Νορδικές χώρες, την Τουρκία και την Ιρλανδία

Το 2024, η Ισλανδία αναδεικνύεται ως η ακριβότερη χώρα για την αγορά αλκοόλ, μεταξύ 36 ευρωπαϊκών χωρών, που περιλαμβάνουν κράτη-μέλη της ΕΕ, υποψήφιες χώρες και χώρες της EFTA. Εκεί, οι καταναλωτές πληρώνουν 285 ευρώ για ποτά που κοστίζουν κατά μέσο όρο 100 ευρώ στην ΕΕ, δηλαδή 185% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Ακολουθούν η Νορβηγία, όπου το ίδιο καλάθι κοστίζει 226 ευρώ, η Φινλανδία με 210 ευρώ και η Τουρκία με 203 ευρώ. Σε όλες αυτές τις χώρες, οι τιμές των αλκοολούχων υπερβαίνουν κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ. Πολύ κοντά σε αυτά τα επίπεδα βρίσκεται και η Ιρλανδία, με κόστος 198 ευρώ.

Οι τρεις ακριβότερες χώρες βρίσκονται όλες στη Νορδική περιοχή, ενώ και οι υπόλοιπες Νορδικές χώρες καταγράφουν τιμές άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου: η Σουηδία στα 146 ευρώ και η Δανία στα 125 ευρώ.

Τα φθηνότερα αλκοολούχα σε Ιταλία, Γερμανία και Αυστρία

Στον αντίποδα, οι χαμηλότερες τιμές αλκοολούχων ποτών καταγράφονται στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Αυστρία. Στην Ιταλία, το ίδιο καλάθι που κοστίζει 100 ευρώ στην ΕΕ διατίθεται έναντι 84 ευρώ, δηλαδή 16% χαμηλότερα από τον μέσο όρο.

Στη Γερμανία, το κόστος ανέρχεται στα 87 ευρώ και στην Αυστρία στα 90 ευρώ, ενώ στην Ισπανία διαμορφώνεται στα 91 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι, συνολικά, το αλκοόλ είναι φθηνότερο στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ σε σχέση με τον μέσο όρο. Η μοναδική εξαίρεση είναι η Γαλλία, όπου ο δείκτης φτάνει τα 102 ευρώ, μόλις 2% υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Το εισόδημα δεν λαμβάνεται υπόψη

Οι συγκρίσεις αυτές δεν ενσωματώνουν το επίπεδο εισοδήματος ή αποδοχών, γεγονός που σημαίνει ότι η κατάταξη δεν αποτυπώνει την πραγματική προσιτότητα του αλκοόλ για τους πολίτες.

«Υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στην τιμή και στην προσιτότητα του αλκοόλ», δήλωσε στο Euronews Business ο καθηγητής Κόλιν Άνγκους από το Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ. Όπως εξήγησε, μια χώρα μπορεί να έχει χαμηλές τιμές αλλά και χαμηλά διαθέσιμα εισοδήματα, περιορίζοντας τελικά την προσιτότητα, ενώ το αντίστροφο μπορεί επίσης να ισχύει.

Ο ίδιος υπογράμμισε ότι η φορολογία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στις διαφορές τιμών, σημειώνοντας ότι οι υψηλοί φόροι στο αλκοόλ συγκαταλέγονται στους βασικούς λόγους για τις αυξημένες τιμές σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στη Βόρεια Ευρώπη. Σύμφωνα με τον Άνγκους, στη Σκανδιναβία, την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές λειτουργούν ως απάντηση στα υψηλά επίπεδα κατανάλωσης και στη βλάβη που σχετίζεται με το αλκοόλ.

Το 2020, που ήταν η τελευταία χρονιά συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στη σύγκριση, ο δείκτης τιμών του είχε διαμορφωθεί στο 139, έναντι 100 για τον μέσο όρο της ΕΕ.

Αντίθετα, όπως πρόσθεσε, οι περισσότερες μεσογειακές χώρες εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα κατανάλωσης και συνεπώς μικρότερη ανάγκη για υψηλή φορολόγηση με στόχο την αποθάρρυνση της υπερβολής.

Ο δρ Γιάκομπ Μάντεϊ από το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου επεσήμανε επίσης ότι οι υψηλοί ειδικοί φόροι κατανάλωσης σε ορισμένα αλκοολούχα προϊόντα αποτελούν τον βασικό μοχλό πίσω από τις διαφορές στις τιμές. Ενδεικτικά, το 2020 οι πέντε χώρες της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας του ΠΟΥ με το υψηλότερο ποσοστό φόρων στην τελική τιμή της μπύρας ήταν η Φινλανδία, η Τουρκία, η Νορβηγία, η Εσθονία και η Ισλανδία, με μερίδια φόρου από 28% έως 39%. Στα οινοπνευματώδη, το ποσοστό αυτό μπορεί να φτάσει το 50% ή και υψηλότερα, ενώ σε χώρες χαμηλής φορολογίας περιορίζεται στο 10% ή λιγότερο.

Η αύξηση των φόρων και τα δημόσια έσοδα

«Τα στοιχεία δείχνουν ότι μεγάλο μέρος της τελικής τιμής στο ράφι καθορίζεται από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης», ανέφερε ο Μάντεϊ, τονίζοντας ότι η αύξηση των φόρων δεν οδηγεί μόνο σε περιορισμό της κατανάλωσης, αλλά και σε ενίσχυση των δημόσιων εσόδων.

Ο Κόλιν Άνγκους πρόσθεσε ότι η εγχώρια παραγωγή αλκοόλ, ιδιαίτερα κρασιού, αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα στον καθορισμό της φορολογίας. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι χώρες με ισχυρή παραγωγή κρασιού σπάνια επιβάλλουν φόρο ή διατηρούν πολύ χαμηλούς συντελεστές, ενώ εκείνες που δεν παράγουν κρασί τείνουν να το φορολογούν αυστηρότερα.

Διαβάστε ακόμη 

Goldman Sachs: Πώς θα κινηθούν οι μετοχές και η παγκόσμια οικονομία το 2026

Joti Rana (FTSE Russell): Θα υπάρξουν σημαντικές εισροές κεφαλαίων στην Ελλάδα και νέες αναβαθμίσεις (pic)

Διασύνδεση Κρήτης-Αττικής: Έσβησε τα φουγάρα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο νησί

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα