Η δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CCS – Carbon Capture and Storage) αναδεικνύεται ραγδαία ως βασικός πυλώνας της παγκόσμιας στρατηγικής απανθρακοποίησης, σύμφωνα με τη νέα μελέτη του νορβηγικού νηογνώμονα DNV. Η έκρηξη νέων εγκαταστάσεων δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα αποτελεί ένδειξη της διευρυνόμενης αναγνώρισης του ρόλου του CCS, ιδίως σε δύσκολους προς απανθρακοποίηση τομείς όπως η βιομηχανία και οι μεταφορές.

Μέχρι σήμερα, οι κύριες εφαρμογές του CCS επικεντρώνονταν στην παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου — για την επεξεργασία αερίου και την ενίσχυση της πετρελαιοπαραγωγής. Ωστόσο, μετά το 2030, η ανάπτυξη του CCS θα στραφεί προς τις βιομηχανικές εκπομπές, με την παγκόσμια παραγωγή τσιμέντου, χάλυβα και χημικών να αποτελεί το επίκεντρο. Ιδιαίτερα στην Ευρώπη, ο τομέας της μεταποίησης αναμένεται να καλύπτει το 41% των ετήσιων δεσμεύσεων CO₂ έως το 2050.

Σύμφωνα με τη DNV, το CCS θα αυξηθεί από 41 εκατομμύρια τόνους CO₂ ετησίως σήμερα, σε 1,3 δισεκατομμύρια τόνους μέχρι το 2050. Παρά τη θεαματική αυτή πρόοδο, το ποσοστό αυτό ισοδυναμεί μόλις με το 6% των παγκόσμιων εκπομπών CO₂ — ποσοστό που υπολείπεται σημαντικά από τα απαιτούμενα επίπεδα για την επίτευξη μηδενικών καθαρών εκπομπών.

Ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγοντας για την απαραίτητη επιτάχυνση της ανάπτυξης του CCS είναι η αβεβαιότητα της πολιτικής. Όπως επισημαίνει ο Διευθύνων Σύμβουλος της DNV Energy Systems, Ditlev Engel, πολλές αποτυχίες έργων δεν οφείλονται στην τεχνολογία ή το κόστος, αλλά σε αστάθεια πολιτικών αποφάσεων και απουσία θεσμικού πλαισίου. Ωστόσο, παρατηρείται ενίσχυση της πολιτικής στήριξης στις περισσότερες περιοχές του κόσμου, ιδιαίτερα μέσα από αγορές άνθρακα και εθελοντικούς μηχανισμούς αντιστάθμισης εκπομπών.

Η Βόρεια Αμερική και η Ευρώπη ηγούνται της πρώτης φάσης της ανάπτυξης του CCS, με την Ευρώπη να αναμένεται να προσπεράσει τις ΗΠΑ προς τα τέλη της δεκαετίας, χάρη στα ισχυρά οικονομικά κίνητρα (τιμές άνθρακα, επιδοτήσεις, κανονισμοί). Στην Ευρώπη, η τεχνολογία θα εφαρμοστεί κυρίως στη μεταποίηση (τσιμέντο, χημικά), ενώ στη Βόρεια Αμερική και τη Μέση Ανατολή, στην παραγωγή υδρογόνου και αμμωνίας. Η Κίνα θα επικεντρωθεί στην δέσμευση από εργοστάσια άνθρακα.

Οι συνολικές επενδύσεις στο CCS αναμένεται να φτάσουν τα 700 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2050, με περίπου 80 δισ. να αναμένεται να επενδυθούν μόνο την επόμενη πενταετία. Παρότι οι τεχνολογίες ωριμάζουν και το μέσο κόστος θα μειωθεί κατά περίπου 40%, η παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα και οι πιέσεις στους προϋπολογισμούς μπορεί να λειτουργήσουν ανασταλτικά.

Μέχρι το 2050, η αφαίρεση άνθρακα (CDR) – συμπεριλαμβανομένης της βιοενέργειας με CCS (BECCS) και της άμεσης δέσμευσης από την ατμόσφαιρα (DAC) – θα συνεισφέρει στην αποθήκευση περίπου 330 εκατ. τόνων CO₂, το 25% του συνολικού όγκου που θα δεσμεύεται.

Η BECCS είναι η πιο οικονομική μέθοδος αφαίρεσης άνθρακα, ενώ η DAC — παρά το υψηλό κόστος (350 δολάρια/τόνο) — αναμένεται να αναπτυχθεί λόγω της ζήτησης από αγορές εθελοντικής αντιστάθμισης.

Το CCS δεν είναι πανάκεια, αλλά ένα κρίσιμο εργαλείο για τις εκπομπές που δεν μπορούν να εξαλειφθούν εύκολα. Η DNV προειδοποιεί ότι ακόμα και στο πιθανότερο σενάριο της μελέτης — που οδηγεί σε επικίνδυνη αύξηση θερμοκρασίας 2,2°C έως το 2100 — η ανάπτυξη του CCS είναι αναγκαία και οικονομικά συμφέρουσα. Ωστόσο, για να επιτευχθεί πραγματική κλιματική ουδετερότητα, η ανάπτυξη πρέπει να πολλαπλασιαστεί και να συνοδευτεί από φιλόδοξες και σταθερές πολιτικές δεσμεύσεις.

Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Το ερώτημα δεν είναι αν, αλλά πώς και πόσο γρήγορα θα επενδύσουμε στο CCS — ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα εργαλεία σε έναν κόσμο που δυσκολεύεται να κόψει τον άνθρακα.

Διαβάστε ακόμη

Πληροφορική: Ανοίγουν ξανά τα «ραντάρ» για εξαγορές σε όλα τα μέτωπα – Ποια deals έρχονται

Επίθεση Τραμπ στον Μασκ για το νέο πολιτικό κόμμα: «Είναι γελοίο»

Το Ecofin δίνει «πράσινο φως» για ρήτρα διαφυγής και παροχές

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα