Η ναυτιλία ήταν ανέκαθεν ο ακρογωνιαίος λίθος του ελληνικού ναυτικού έθνους. Στα δύσκολα οι Ελληνες έστρεφαν το βλέμμα στη θάλασσα. Σε κάθε ιστορική χρονική φάση η ναυτιλία έγραψε και συνεχίζει να γράφει τη δική της ιστορία συνυφασμένη με τον κοινωνικοοικονομικό ιστό αυτής της μικρής το δέμας χώρας, αλλά τεράστιας σε ναυτική δύναμη, η οποία με το 0,15% του παγκόσμιου πληθυσμού ελέγχει το 21% του παγκόσμιου εμπορικού στόλου, ο οποίος μεταφέρει συνολικά το 90% των εμπορευμάτων όλου του κόσμου. Και μπορεί η Ελλάδα να είναι ηγέτιδα δύναμη στη θαλάσσια βιομηχανία, όμως η καταγραφή της πορείας της γινόταν αποσπασματικά.

Το κενό αυτό ήρθε να καλύψει ο Γιώργος Φουστάνος, ο οποίος για περισσότερα από 30 χρόνια έχει ως έργο ζωής τη συστηματική καταγραφή της ιστορίας της ελληνόκτητης αλλά και διεθνούς ναυτιλίας μέσα από σπάνια αρχεία που συγκεντρώνει από όλο τον κόσμο.

Eίναι ο χρονικογράφος ενός μοναδικού ναυτιλιακού έπους ο οποίος έχεις ως αποστολή του να διασώσει, να καταγράψει και να κάνει γνωστό στην παγκόσμια κοινωνία το ελληνικό θαύμα. Είναι εκείνος ο οποίος συνέλαβε την ιδέα για τη δημιουργία του διαδικτυακού μουσείου της ναυτιλίας, του Greek Shipping Miracle, με κείμενα στα ελληνικά αλλά και στη γλώσσα του παγκόσμιου εμπορίου και της ναυτιλίας, τα αγγλικά.

Παράλληλα έχει εκδώσει 47 βιβλία αποτυπώνοντας πολλές σημαντικές πτυχές της ελληνικής ναυτιλίας στο πέρασμα των χρόνων και έπεται συνέχεια. Ως οραματιστής δεν παύει να κάνει σχέδια, θέλοντας να αφήσει πίσω του ένα πολύτιμο αρχείο που θα χρησιμεύει στις ιστορικές έρευνες.

Για τον σκοπό αυτό ίδρυσε τη Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία NAVIRA, για την οποία μας εξηγεί: «Αυτό στο οποίο στοχεύει η NAVIRA είναι η δημιουργία ενός πρότυπου ερευνητικού κέντρου γενικότερα για τη ναυτιλία και όχι μόνο για την ελληνική. Αυτό που πιστεύω είναι ότι ο ρόλος αυτής της ελληνόκτητης ναυτιλίας που σήμερα μεταφέρει το 1/5 των φορτίων της Γης γίνεται ακόμη πιο κατανοητό αν μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη διαδρομή και άλλων ναυτιλιών του κόσμου. Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της NAVIRA, πραγματοποιείται στην Ερμούπολη της Σύρου, όπου βρίσκονται η βάση των δραστηριοτήτων και τα αρχεία του Γιώργου Φουστάνου, έκθεση με θέμα “Η Εμπορική Ναυτιλία στη μεταπολεμική Ερμούπολη”.

Φιλοξενείται στην Αίθουσα Τέχνης Γιάννη και Ελένης Βάτη, που βρίσκεται στην πλατεία Μιαούλη κάτω από το Δημαρχείο της Ερμούπολης, και θα διαρκέσει έως τις 2 Αυγούστου. Παρουσιάζει μέσα από 35 ειδικά φιλοτεχνημένα πανό όλη την εξέλιξη που επέφερε στο νησί σειρά πρωτοβουλιών Ελλήνων εφοπλιστών, μέσω σπάνιου φωτογραφικού υλικού με το οποίο γίνεται αντιληπτή στον επισκέπτη η τεράστια προσφορά της ναυτιλίας στο νησί όπως ακριβώς συνέβη σε πάρα πολλά άλλα νησιά του τόπου μας».

Ο Ελληνας ιστορικός της ναυτιλίας επισημαίνει στη συνέχεια: «Φιλοδοξούμε να πραγματοποιούμε, κάθε χρόνο, στη Σύρο αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδος, μια ναυτική έκθεση. Αρχίσαμε αυτή τη χρονιά, επιχειρώντας να δώσουμε τη δυνατότητα τόσο στους κατοίκους του νησιού όσο και στους πολλούς επισκέπτες που έρχονται το καλοκαίρι, τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουν τον καταλυτικό ρόλο που διαδραμάτισε αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τουλάχιστον μέχρι την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια της Ε.Ε., στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η εμπορική ναυτιλία χάρη στις πρωτοβουλίες που ανέλαβαν μέλη της ελληνικής ναυτιλιακής οικογένειας».

Από το σημείο αυτό και πέρα της συνέντευξης αρχίζει, με ξεναγό μας τον Γιώργο Φουστάνο, ένα μοναδικό ταξίδι στην ιστορία του νησιού με πανελλήνιες προεκτάσεις και ονόματα όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης, οι Γουλανδρήδες, οι Βαρδινοιγιάννηδες και η οικογένεια Ρεθύμνη: «Η δραστηριότητα της εμπορικής ναυτιλίας υπήρξε ένας από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στη δημιουργία της Ερμούπολης κατά τον 19ο αιώνα. Ωστόσο, το ξέσπασμα δύο Παγκόσμιων Πολέμων στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα είχε, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα τη δραματική υποβάθμιση της σημασίας της Σύρου ως οικονομικού κέντρου. Μετά τον πόλεμο, οι κάτοικοί του νησιού είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με την ανεργία και την ανέχεια.

Η εμπορική ναυτιλία συνέβαλε στο να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, αρχικά με τη νηολόγηση του 10% των πλοίων λίμπερτι που αποκτήθηκαν τη διετία 1946-67. Μιλάμε για περίπου 400 θέσεις εργασίας που σε μια πόλη της τάξεως των 20.000 κατοίκων ήταν σίγουρα σημαντικός αριθμός. Σε όλο αυτό το διάστημα και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 υπήρξε συνεχής ενδυνάμωση του νηολογίου της Σύρου με νηολογήσεις πλοίων πολλά από τα οποία ήταν νεότευκτα, ναυπηγημένα στην Αγγλία και την Ιαπωνία.

Την πρωτοβουλία αυτή ακολούθησαν προσπάθειες για την αποκατάσταση του ακτοπλοϊκού στόλου που εξασφάλιζε την επικοινωνία μεταξύ της νησιωτικής με την ηπειρωτική Ελλάδα, σε μια εποχή κατά την οποία το σύνολο του ακτοπλοϊκού στόλου είχε καταστραφεί από τους Γερμανούς κατά την εισβολή τους στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941».

Σειρά παίρνει η εγκατάσταση της δεξαμενής στο Νεώριο, που έδωσαν ως πολεμική αποζημίωση οι Γερμανοί και η αγορά του Νεωρίου από τα αδέλφια Ρεθύμνη.

«Την ίδια περίοδο έγιναν προσπάθειες για την εγκατάσταση μιας πλωτής δεξαμενής που είχε παραχωρηθεί ως πολεμική αποζημίωση από τους Γερμανούς το 1947. Τελικά κατέπλευσε και εγκαταστάθηκε το 1955 στη Σύρο δίνοντας τη δυνατότητα να δημιουργηθεί επισκευαστική βάση με την αξιοποίηση του Νεωρίου και ιδιαίτερα μετά την αγορά του από τους αδελφούς Νικόλα και Μηνά Ρεθύμνη, το 1957.

Η αγορά του Νεωρίου από τους αδελφούς Ρεθύμνη και η αξιοποίηση της πλωτής δεξαμενής δημιούργησαν νέα δεδομένα όσον αναφορά τον ρόλο της Σύρου ως ναυτιλιακού κέντρου, αφού κατά τη λειτουργία του στη νέα αυτή φάση άρχισε να απασχολεί περί τα 400 άτομα. Η συνεχής αναβάθμιση του ναυτικού ρόλου του νησιού οδήγησε το 1961 στην απόφαση να δημιουργηθεί Σχολή Εμποροπλοιάρχων στη Σύρο, η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα και από την οποία έχουν αποφοιτήσει και υπηρετήσει τη ναυτιλία πολλά άξια στελέχη».

Είναι η εποχή που στη Σύρο εμφανίζονται οι Βαρδινογιάννηδες.

«Η μία πρωτοβουλία (1961) έφερε την άλλη, Το 1964 οι αδελφοί Βαρδινογιάννη, που είχαν ξεκινήσει το 1962 την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, ιδρύοντας τον σταθμό ανεφοδιασμού στους Καλούς Λιμένες της Κρήτης, χρησιμοποιώντας αρχικά ως πλωτή αποθηκευτική δεξαμενή το παλιό δεξαμενόπλοιο του Αριστοτέλη Ωνάση, το “Αριστοφάνης”, έφεραν το ίδιο πλοίο στην Ερμούπολη και το χρησιμοποίησαν για τον ίδιο σκοπό μέχρι να φτιάξουν τις εγκαταστάσεις της ΣΕΚΑ που βρίσκονται σήμερα στην περιοχή του λιμανιού. Η πρωτοβουλία αυτή ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το  status της Ερμούπολης ως ναυτιλιακού κέντρου διότι πέρα από τις προσφερόμενες υπηρεσίες, τις επισκευές, τις αλλαγές πληρωμάτων, την τροφοδοσία κ.λπ. είχαν πλέον τη δυνατότητα ανεφοδιασμού και με καύσιμα», αναφέρει ο Γιώργος Φουστάνος.

Επόμενο κεφάλαιο είναι η εμφάνιση στο νησί των Γουλανδρήδων:

«Ενώ όλα έβαιναν καλώς και το νερό κυλούσε στο αυλάκι οι αδελφοί Ρεθύμνη, οι οποίο δεν είχαν διάδοχη κατάσταση, μεγαλώνοντας ηλικιακά, πήραν την απόφαση και πούλησαν το ναυπηγείο στην οικογένεια Ν.Ι. Γουλανδρή, η οποία κυριολεκτικά το μετέτρεψε μέσα σε μια 4ετία σε επισκευαστική βάση ευρωπαϊκών προδιαγραφών, εγκαθιστώντας νεότευκτη δεξαμενή την οποία έφτιαξαν στη Γερμανία, εξοπλίζοντας το ναυπηγείο με τα πλέον σύγχρονα μηχανήματα και απασχολώντας εργατικό δυναμικό 1.300 ατόμων.

Ολη αυτή η προσπάθεια είχε τη σφραγίδα της τελειομανίας αλλά και του υψηλού αισθήματος πατριωτισμού που διέκρινε τον Γιάννη Ν. Γουλανδρή και τους δίδυμους αδελφούς του, τον Αλέκο και τον Λεωνίδα, οι οποίοι είχαν πέραν των επιχειρηματικών επιδιώξεων τη φιλοδοξία να συμβάλουν στην ανάπτυξη της Σύρου και των Κυκλάδων γενικότερα.

Η πρωτοποριακή επιχείρηση, πέρα από τη δραστηριότητά της στις επισκευές εμπορικών πλοίων, είχε αρχίσει να κατασκευάζει ταχύπλοα περιπολικά σκάφη από αλουμίνιο, εκ των οποίων τα δύο πρώτα από αυτά είχε δωρίσει στο Πολεμικό Ναυτικό. Ωστόσο οι Γουλανδρήδες κατασκεύαζαν και ηλεκτρικά αυτοκίνητα από το 1973, μισό αιώνα πριν. Στην Ελλάδα κατασκευαζόταν αυτό που ζητάει σήμερα ο κόσμος. Ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μεγάλη εξαγωγική μονάδα. Ωστόσο όλα αυτά κατέρρευσαν στις αρχές του 1978, όταν υπό καθεστώς βαθιάς κρίσης σε συνδυασμό με απεργιακές κινητοποιήσεις μερίδας των εργαζομένων, οι αδελφοί Γουλανδρή αναγκάστηκαν να τερματίσουν τη λειτουργία του δημιουργήματός τους και η Σύρος έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να αναβαθμιστεί από εκείνη την εποχή. Αν είχαν μείνει οι Γουλανδρήδες θα είχε εξελιχθεί σε Μόντε Κάρλο η Σύρος».

Ο Γιώργος Φουστάνος κάνει ειδική αναφορά και στην άγνωστη στο ευρύ κοινό ιστορία της Σχολής Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού, η οποία ήταν νυχτερινή:

«Την εποχή εκείνη λειτουργούσε και μια νυχτερινή Σχολή Μηχανικών την οποία ενίσχυαν κατά καιρούς εφοπλιστές με καταγωγή από τη Σύρο. Ομως, περιέργως πώς, η σχολή δεν λειτουργεί πλέον. Και είναι περίεργο, διότι δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι οι πρώτοι μηχανικοί της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας εκπαιδεύτηκαν στις εγκαταστάσεις του Νεωρίου με την ίδρυσή του το 1861. Τότε ιδρύθηκε και το Μηχανουργείο για να εξυπηρετεί τις ανάγκες των πρώτων ελληνικών ατμόπλοιων που είχε στον στόλο της η πρώτη ελληνικών συμφερόντων ναυτιλιακή εταιρεία με τέτοιου είδους πλοία, η Ελληνική Ατμοπλοΐα Ερμουπόλεως, η οποία σηματοδότησε για την Ελλάδα το πέρασμα από τα ιστία στον ατμό. Ηταν η πρώτη εταιρεία και ιδρύθηκε στη Σύρο.

Το θαύμα της μετάβασης από τα ιστία στον ατμό ήταν πραγματικά μεγάλο κατόρθωμα για τους Ελληνες, οι οποίοι ήταν δεινοί ιστιοπλόοι αλλά είχαν πλήρη άγνοια των μηχανών. Οταν δημιουργήθηκε η ανάγκη να περάσει η ναυτιλία μας από τα ιστιοφόρα στα ατμόπλοια ήταν μεγάλη η ανάγκη να εκπαιδευτούν Ελληνες μηχανικοί και αυτό ξεκίνησε από το Νεώριο».

 

Διαβάστε ακόμη:

Κώστας Φραγκογιάννης: «Οι προοπτικές συνεργασίας με τη Σαουδική Αραβία δεν εξαντλούνται στην ενέργεια»

Βασίλης Μπαλούρδος: Τα ΕΛΤΑ μπαίνουν στην εποχή των drones

Τα καταστήματα κατεβάζουν ρολά για διακοπές – Τα e-shop τους δεν κλείνουν ποτέ