Mε τη μάχη κόντρα στην πανδημία να συνεχίζεται, το δια θαλάσσης εμπόριο απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη σημασία για την παγκόσμια οικονομία, ενώ οι χώρες-κλειδιά στις διαμεταφορές ενίσχυσαν και συνεχίζουν να ενισχύουν τη θέση τους. Μεταξύ αυτών, και η Ελλάδα, με τα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου αναμένεται να αυξηθεί κατά 8,4% το 2021 και επιπλέον 6,5% το 2022.

Όμως σύμφωνα με τον Βασίλη Κορκίδη πρόεδρο του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά και βάσει των στοιχείων της διατριβής του την οποία ολοκλήρωσε πρόσφατα  «το κύμα εισαγόμενης ακρίβειας απειλεί εμπόριο, αγορά και καταναλωτές στην ΕΕ των 27. Οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, που αναπόφευκτα πέρασαν και το κατώφλι της ελληνικής αγοράς, προβληματίζουν παραγωγούς, εισαγωγείς και εμπόρους. Οι φόβοι του προηγούμενου διαστήματος για ραγδαία άνοδο του κόστους παραγωγής και μεταφορών επαληθεύτηκαν, με τις πρώτες ανατιμήσεις να καταγράφονται σε μια μεγάλη γκάμα «ταχυκίνητων» καταναλωτικών προϊόντων» και προειδοποιεί ότι  «η αυξητική τάση αναμένεται, μάλιστα, να ενταθεί το επόμενο διάστημα, καθώς έχουν δρομολογηθεί σημαντικές ανατιμήσεις, που ήδη αποτυπώνονται στα ράφια, πλήττοντας τους καταναλωτές. Οι ανατιμήσεις πηγάζουν, κυρίως, από το κόστος των πρώτων υλών, λόγω της μειωμένης αποδοτικότητας στις μεγάλες παραγωγικές χώρες, την αύξηση της ζήτησης από την Ασία και τη συρρίκνωση των αποθεμάτων παγκοσμίως».

Όπως τονίζει σημαντικός παράγοντας είναι και η «κερδοσκοπική» αύξηση των ναύλων μεταφοράς container έως και 485%. Σύμφωνα με το Γραφείο Έρευνας Αγοράς IRI και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στις τιμές φυτικής και ζωικής παραγωγής και, γενικά, στην κατηγορία των τροφίμων, καταγράφεται το πρώτο τετράμηνο του 2021, σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2020, αύξηση 3,6%.

«Πρώτοι στη λίστα των ανατιμήσεων, είναι οι «εισαγόμενοι κωδικοί» και, συγκεκριμένα, το κρέας 17%, τα οπωροκηπευτικά 15%, τα όσπρια 8%, ζάχαρη, βρεφικά γάλατα 6%, τυριά, έλαια 5% και τα είδη ατομικής υγιεινής 1%. Το ανησυχητικό είναι πως πολλά ακόμη προϊόντα από το «καλάθι της νοικοκυράς» ετοιμάζονται να ακολουθήσουν το «ράλι των τιμών», που καταγράφεται εδώ και λίγους μήνες, δεδομένου ότι οι αντοχές των προμηθευτών για απορρόφηση του επιπλέον κόστους που υφίστανται, είναι περιορισμένες.

Παρά το γεγονός ότι δεν είναι εύκολο, οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους προσπαθούν, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, να συγκρατήσουν τις τιμές και να αποτρέψουν οποιαδήποτε μετακύλιση στον τελικό καταναλωτή, αφού γνωρίζουν ότι οι αυξήσεις θα περιορίσουν τον όγκο πωλήσεών τους. Το σοβαρό πρόβλημα που έχει προκύψει παρακολουθεί στενά η κυβέρνηση, με τα αρμόδια υπουργεία να μην κρύβουν τον προβληματισμό τους για τον εισαγόμενο πληθωρισμό που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Μια γενικευμένη ακρίβεια, μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην αναθέρμανση της κατανάλωσης, η οποία αποτελεί βασικό ζητούμενο για την ελληνική οικονομία στη μετά πανδημία εποχή».

Οι διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις, που οφείλονται στην αύξηση των τιμών πετρελαίου, φυσικού αερίου, λιπασμάτων, αγροτικής παραγωγής, βασικών αγαθών και παροχής υπηρεσιών, δύσκολα αντιμετωπίζονται σε εθνικό επίπεδο, εκτός βεβαίως εάν η εκτίναξη του πληθωρισμού αποδειχθεί παροδικό φαινόμενο, που οφείλεται στις επιπτώσεις της πανδημίας και στο μεγάλο χρονικό διάστημα διακοπής της παραγωγής.

« Πάντως, οι πρόδρομοι δείκτες δεν δείχνουν προοπτική αποκλιμάκωσης, αλλά το αντίθετο, με τον δείκτη των Ηνωμένων Εθνών για το παγκόσμιο κόστος των τροφίμων να αυξάνεται τον Μάιο για 12ο συνεχόμενο μήνα και τις τιμές να σκαρφαλώνουν στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας» τονίζει και συνεχίζει:

« Επιπρόσθετα, ο δείκτης «Commodity Food and Beverage Monthly Price Index», των πρώτων υλών τροφίμων και ποτών του ΔΝΤ παρουσίασε σε έναν μόλις χρόνο αύξηση 30%. Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν και οι μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων που επισημαίνουν πως παρατηρούνται ανοδικές τάσεις σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής, από τα δημητριακά και το γάλα, μέχρι τα υλικά συσκευασίας και τα πλαστικά. Αντίστοιχα, έμποροι του κλάδου αναφέρουν ότι λαμβάνουν μηνύματα από τους μεγάλους προμηθευτές τους πως δεν αναμένεται υποχώρηση των τιμών από τα σημερινά επίπεδα για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους. Οι άνθρωποι της αγοράς είναι ανήσυχοι, δεδομένου ότι οι αντοχές όλων είναι αναιμικές και τα βασικά είδη με τα τρόφιμα, απαιτούν πάνω από το 20% της μηνιαίας καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών».

Η συγκράτηση, όμως, των τιμών δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, καθώς εξαρτάται από το μέγεθος και τη διάρκεια της επιβάρυνσης που υφίστανται όλες οι επιχειρήσεις της εφοδιαστικής αλυσίδας. Ως εκ τούτου, ο επιχειρηματικός κόσμος προτείνει πως μια αποκλιμάκωση της φορολογίας θα μπορούσε να δώσει λύση στο πρόβλημα.

«Η περαιτέρω μείωση του ΦΠΑ σε περισσότερα βασικά αγαθά, θα μπορούσε να οδηγήσει σε συγκράτηση των τιμών, οδηγώντας παράλληλα σε τόνωση της ζήτησης και, κατ’ επέκταση, σε ενδυνάμωση των δημόσιων εσόδων. Είναι μια πρόταση που έχει λειτουργήσει στο παρελθόν και μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική και τώρα. Πρέπει λοιπόν, εγκαίρως, όλοι να κάνουμε ό,τι μπορούμε, μπροστά στις γενικευμένες ανατιμήσεις που απειλούν την ελληνική αγορά. Ο κίνδυνος του κύματος «εισαγόμενης ακρίβειας» απαιτεί τη συγκρότηση κοινού μετώπου από παραγωγούς, μεταφορείς και εμπόρους για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά» επισημαίνει ο Βασίλης Κορκίδης.

Η συρρίκνωση του παγκόσμιου εμπορίου εντός πανδημίας και οι αυξήσεις στην αξία των εμπορευμάτων και καταναλωτικών αγαθών, απεικονίζεται ξεκάθαρα στα παρακάτω γραφήματα.