Η παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στο διεθνές εμπόριο, αλλά η εξάρτησή της από τα παραδοσιακά ορυκτά καύσιμα έχει σημαντικές περιβαλλοντικές συνέπειες. Πολύ πρόσφατα, ο Παγκόσμιος Ναυτιλιακός Οργανισμός (ΙΜΟ) αναθεώρησε τους στόχους του, ζητώντας μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 20% ως το 2030, κατά 70% ως το 2040 και επίτευξη καθαρού μηδενικού ισοζυγίου «έως ή περίπου το 2050».

Μάλιστα, η ετήσια παγκόσμια κατανάλωση ναυτιλιακών καυσίμων προβλέπεται να είναι περίπου 330 εκατομμύρια μετρικοί τόνοι, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μαζούτ, ένα από τα βαριά κλάσματα του αργού πετρελαίου.
«Για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης, η ναυτιλιακή βιομηχανία έχει επιδοθεί σε αγωνιώδη αναζήτηση καινοτόμων λύσεων για την ανάπτυξη καυσίμων και ενεργειακών προϊόντων με μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα. Ωστόσο, οι περισσότερες λύσεις που προτείνονται είναι τεχνικά ανώριμες, υπερβολικά κοστοβόρες ή εν δυνάμει σημαντικά πιο επικίνδυνες από τις υπάρχουσες», επισημαίνει στο «business stories» ο δρ Νίκος Λιάπης, πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Ναυτικής Τεχνολογίας (ΕΛΙΝΤ), και συνεχίζει: «Από την άλλη πλευρά, τα πλαστικά απόβλητα αλλά και τα χρησιμοποιημένα ελαστικά οχημάτων είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο πλανήτης. Τόνοι πλαστικού καταλήγουν, στην καλύτερη περίπτωση, σε χώρους υγειονομικής ταφής, συχνότατα όμως τα βρίσκουμε να ρυπαίνουν τα ψηλότερα βουνά μέχρι και τους βαθύτερους ωκεανούς. Μπορούν να επηρεάσουν την ανθρώπινη υγεία, να καταστρέψουν τα οικοσυστήματα και να βλάψουν την άγρια ζωή – ειδικά τα θαλάσσια είδη. Το πρόβλημα των πλαστικών αποβλήτων έχει επιδεινωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η χρήση αυτού του ευπροσάρμοστου υλικού συνεχίζει να αυξάνεται, ειδικά στον αναπτυσσόμενο κόσμο». Οπως εξηγεί, «η παγκόσμια παραγωγή πλαστικών έχει διπλασιαστεί από τις αρχές του αιώνα, σε σχεδόν 400 εκατομμύρια μετρικούς τόνους ετησίως το 2021. Ενώ η διάρκεια ζωής των προϊόντων από πλαστικό είναι κατά μέσον όρο περίπου 10 χρόνια, το υλικό τους μπορεί να χρειαστεί έως και 500 χρόνια για να αποσυντεθεί, ανάλογα με τη σύνθεση και την απόρριψή του. Εν τω μεταξύ, μόνο το 9% οδεύει προς την ανακύκλωση – κι αυτό με αμφίβολη αξιοποίηση».

Αφού περιέγραψε το πρόβλημα, ο δρ Λιάπης προτείνει λύση: «Μια λύση που λίγο έχει διερευνηθεί είναι η παραγωγή ανανεώσιμων ναυτιλιακών καυσίμων από πυρόλυση πλαστικών και ελαστικών. Η πυρόλυση πλαστικών, μια διαδικασία που διασπά το πλαστικό σε χρήσιμα προϊόντα με θερμότητα και απουσία οξυγόνου προσφέρει μια συναρπαστική διέξοδο. Ουσιαστικά πρόκειται για μια διαδικασία αντίστροφη με την παραγωγή των πλαστικών και ως ένα βαθμό παρόμοια με τη φυσική διαδικασία που μετέτρεψε βιομάζα σε αργό πετρέλαιο στα έγκατα της Γης πριν από εκατομμύρια χρόνια. Υποβάλλοντας το πλαστικό σε υψηλές θερμοκρασίες, αποσυντίθεται στο λεγόμενο πυρολυτικό έλαιο, σε ποσοστό έως 80%, σε αέριο καύσιμο που καταναλώνεται στην παραγωγική διαδικασία και σε μικρό ποσοστό στερεού ανθρακούχου υπολείμματος. Το πυρολυτικό έλαιο μπορεί εύκολα να διυλιστεί σε ναυτιλιακό καύσιμο. Τα πλεονεκτήματα της πυρόλυσης πλαστικών αποβλήτων για την παραγωγή καυσίμων πλοίων είναι διττά. Πρώτον, η διαδικασία αντιμετωπίζει το πρόβλημα των αποβλήτων, μετατρέποντας τα μη ανακυκλώσιμα πλαστικά σε πολύτιμους πόρους. Δεύτερον, το προκύπτον λάδι πυρόλυσης έχει πολύ χαμηλότερο αποτύπωμα άνθρακα σε σύγκριση με τα συμβατικά καύσιμα πλοίων, καθώς προέρχεται από ανακυκλωμένο άνθρακα και όχι από νέα ορυκτά καύσιμα. Επιπλέον, δεν περιέχει καθόλου θείο, έχει δε προδιαγραφές που το προσομοιάζουν με ένα εξαιρετικής ποιότητας μαζούτ, το κατεξοχήν σημερινό ναυτιλιακό καύσιμο».

Για τη, δε, πυρόλυση ελαστικών αναφέρει: «Από την άλλη μεριά, κάθε χρόνο εκατομμύρια φθαρμένα ελαστικά απορρίπτονται παγκοσμίως, θέτοντας μια σημαντική περιβαλλοντική πρόκληση. Ωστόσο, η πυρόλυση ελαστικών προσφέρει μια καινοτόμο λύση για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Υποβάλλοντας τα ελαστικά σε υψηλές θερμοκρασίες με απουσία οξυγόνου μπορούν να ληφθούν πολύτιμα υποπροϊόντα όπως πυρολυτικό έλαιο, αέριο καύσιμο και στερεός υπολειμματικός άνθρακας. Το πυρολυτικό έλαιο που προέρχεται από ελαστικά, παρόμοιο με το αντίστοιχο από πλαστικό, μπορεί να διυλιστεί σε ναυτιλιακό καύσιμο. Αυτή η διαδικασία προσφέρει μια αξιοσημείωτη ευκαιρία για τη μετατροπή των απορριμμάτων ελαστικών σε πολύτιμη πηγή ενέργειας, μειώνοντας σημαντικά τις εκπομπές άνθρακα που σχετίζονται με τα συμβατικά ναυτιλιακά καύσιμα. Επιπλέον, το στερεό ανθρακούχο προϊόν που λαμβάνεται από την πυρόλυση ελαστικών μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές. Βέβαια, το πυρολυτικό έλαιο από ελαστικά περιέχει σημαντικό ποσοστό θείου, μπορεί επομένως να χρησιμοποιηθεί μόνο από πλοία εξοπλισμένα με πλυντρίδες (scrubber).

Ετσι, η χρήση πυρολυτικού ελαίου από πλαστικά ή ελαστικά ως καύσιμο πλοίων με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα:

1) Μειώνει σημαντικά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, συμβάλλοντας στις παγκόσμιες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.

2) Συμβάλλει στην αντιμετώπιση των πιεστικών ζητημάτων των πλαστικών αποβλήτων και των απορριμμάτων ελαστικών, μετατρέποντάς τα σε πολύτιμους πόρους.

3) Προσφέρει μια ευκαιρία μετάβασης της ναυτιλιακής βιομηχανίας προς ένα πιο βιώσιμο μέλλον χωρίς τροποποιήσεις και επενδύσεις τόσο στα υπάρχοντα πλοία όσο και στις αντίστοιχες χερσαίες υποδομές τροφοδοσίας».

Ωστόσο, όπως τονίζει ο δρ Λιάπης, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις όσον αφορά στην κλιμάκωση της παραγωγής καυσίμων από την πυρόλυση πλαστικών και ελαστικών: «Η διασφάλιση συνεπούς και αξιόπιστου εφοδιασμού πρώτων υλών αποβλήτων, η ανάπτυξη αποδοτικών τεχνολογιών πυρόλυσης και οι διαδικασίες διύλισης για την τήρηση των προτύπων καυσίμων πλοίων συγκαταλέγονται στις βασικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Η συνεργασία μεταξύ της ναυτιλιακής βιομηχανίας, των κυβερνήσεων και των παραγωγών καυσίμων είναι ζωτικής σημασίας για τη διευκόλυνση της έρευνας, των επενδύσεων και της υποστήριξης πολιτικής σε αυτόν τον τομέα».

Ο ίδιος καταλήγει: «Συνοψίζοντας, η πυρόλυση πλαστικών και ελαστικών προσφέρει έναν πολλά υποσχόμενο δρόμο για την ανάπτυξη ενός εξαιρετικού ναυτιλιακού καυσίμου με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα, φέρνοντας επανάσταση στη ναυτιλιακή βιομηχανία και καταπολεμώντας την κλιματική αλλαγή. Μετατρέποντας τα πλαστικά απόβλητα και τα απόβλητα ελαστικών σε πολύτιμους πόρους, οι τεχνολογίες αυτές όχι μόνο αντιμετωπίζουν τις περιβαλλοντικές προκλήσεις, αλλά συμβάλλουν επίσης στη μετάβαση προς μια κυκλική οικονομία. Ενώ υπάρχουν προκλήσεις όσον αφορά την κλιμάκωση της παραγωγής, οι συνεργατικές προσπάθειες και οι εξελίξεις στις τεχνολογίες πυρόλυσης μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά σε ένα βιώσιμο και ανθρακικά ουδέτερο μέλλον για τη ναυτιλία».

Ο δρ. Λιάπης, αφού εργάστηκε για περισσότερα από 29 χρόνια σε υψηλόβαθμες διευθυντικές θέσεις στον πετρελαϊκό τομέα και τη ναυτιλία, προχώρησε στην ίδρυση της ActaNonVerba, μιας εταιρείας ενεργειακών και επιχειρηματικών συμβούλων. Είναι πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Ναυτικής Τεχνολογίας και μέλος του Δ.Σ. της Ενωσης Εφοπλιστών Ναυτιλίας Μικρών Αποστάσεων (ΕΕΝΜΑ). Είναι μηχανολόγος μηχανικός ΕΜΠ στο επάγγελμα και διδάκτωρ της Σχολής Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ, όπου διδάσκει Ενεργειακές Πολιτικές, Ναυτιλιακά Logistics, Σύγχρονα Ναυτιλιακά Θέματα και Στρατηγική Διοίκηση.

Διαβάστε ακόμη:

Στροφή στον χρυσό μετά τον πόλεμο στο Ισραήλ – Ανακάμπτει από το χαμηλό 7μηνου

Πετρέλαιο: Σοκ στην αγορά από τις επιθέσεις της Χαμάς στο Ισραήλ – Τι προβλέπουν τώρα οι αναλυτές

Χρυσές λίρες: Σε χαμηλό οκταετίας οι πωλήσεις – Γιατί οι Έλληνες πάτησαν φρένο στις συναλλαγές (πίνακας)

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφθείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ