Μπορεί οι Γερμανοί να έχουν βάλει σήμερα στο μάτι τη ναυτιλία μας, όμως οι Ελληνες εφοπλιστές ήταν από τους πρώτους που άρχισαν να ναυπηγούν τα πλοία τους σε γερμανικές γιάρδες μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.  Την ίδια ώρα που συμπατριώτες μας μετανάστες δούλευαν στα γερμανικά ναυπηγεία, ενώ γερμανικά πληρώματα έβρισκαν δουλειά στα βαπόρια μας

του Μηνά Τσαμόπουλου

Με το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα η ελληνικών συμφερόντων ναυτιλία βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα της Ε.Ε. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού μάλιστα ασχολήθηκε με το κατά πόσο το φορολογικό καθεστώς μέσα στο οποίο λειτουργεί η ελληνική ναυτιλία πλήττει τον ανταγωνισμό στο πλαίσιο της Ε.Ε.

Μια ελληνική ναυτιλία η οποία, σημειωτέον, ελέγχει το 50% του ευρωπαϊκού στόλου. Σε αυτή την ενέργεια πρωτοστάτησε η Γερμανία. Νωπές είναι μάλιστα ακόμη οι μνήμες από την κόντρα του προέδρου της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) Θεόδωρου Βενιάμη με τον τότε υπουργό Οικονομικών και νυν πρόεδρο του Γερμανικού Κοινοβουλίου Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Στις αρχές του Ιουνίου του 2017 ο κ. Βενιάμης δήλωνε: «Απορία δημιούργησε στην ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα η αδικαιολόγητη πρόσφατη επίθεση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών κατά της χώρας μας με αιχμή του δόρατος τον ελληνικό εφοπλισμό». Από τότε, πάντως, οι τόνοι έπεσαν.

Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων πλοιοκτητών και της γερμανικής ναυτιλίας και ναυπηγοεπισκευής πάνε πίσω στον χρόνο. Ηταν αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν οι Ελληνες άρχισαν να κάνουν παραγγελίες για ναυπηγήσεις πλοίων σε γερμανικές γιάρδες.

onasis.jpg

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης με τον υπουργό Οικονομικών της Δυτικής Γερμανίας Λούντβιχ Ερχαρντ, στη διάρκεια εκδηλώσεων για την καθέλκυση του δεξαμενόπλοιου «Olympic Cloud», το 1953

«Η αποφασιστική στήριξη της επανεκκίνησης ιστορικών γερμανικών ναυπηγικών μονάδων μέσω αθρόων παραγγελιών Ελλήνων εφοπλιστών για την κατασκευή δεξαμενοπλοίων συνέβαλε στην ταχεία ανασυγκρότηση του γερμανικού ναυπηγοεπισκευαστικού κλάδου. Παράλληλα, δόθηκε η δυνατότητα δυναμικής ανάπτυξης της βιομηχανίας κατασκευής ναυτικών μηχανών και ναυτιλιακού εξοπλισμού γενικότερα, καθώς και του κλάδου της χαλυβουργίας, τομέων πάνω στους οποίους βασίστηκε σε σημαντικό βαθμό το μεταπολεμικό γερμανικό οικονομικό θαύμα», επισημαίνει ο ιστορικός Γιώργος Φουστάνος στο «business stories» και προσθέτει:

«Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η έγκαιρη ανάκαμψη του γερμανικού ναυπηγοεπισκευαστικού κλάδου, λίγο πριν η Ιαπωνία αποκτήσει την παγκόσμια πρωτοπορία στον χώρο, βοήθησε να αποτραπεί η συρρίκνωση μιας ακόμα κραταιάς δύναμης του ευρωπαϊκού χώρου, την ίδια εποχή που η αντίστοιχη βρετανική είχε αρχίσει να γνωρίζει την παρακμή μετά από κυριαρχία δεκαετιών. Οι πρώτοι που βοήθησαν με μεγάλες παραγγελίες είναι οι Ελληνες. Στα ναυπηγεία που βοηθήσαμε να ανασυγκροτηθούν βρήκαν δουλειά οι μετανάστες μας. Και όσο οι Γερμανοί αναγκαζόντουσαν να ταξιδεύουν σε ξένα καράβια οι Ελληνες απασχολούσαν γερμανικά πληρώματα μέχρι το 1958. Αυτά δεν τα έχουν συνειδητοποιήσει πάρα πολύ. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης απασχολούσε στα φαλαινοθηρικά του μέχρι το 1956 σχεδόν 500 Γερμανούς ναυτικούς. Πολλές οικογένειες στη Γερμανία ζούσαν από τα εμβάσματα του Ωνάση, του Νιάρχου και άλλων εφοπλιστών. Είναι πολύ σημαντικό η ελληνική διπλωματία να μάθει την ιστορία των ανθρώπων που έχουν δράσει εκτός Ελλάδας και συνεχίζουν να είναι οι καλύτεροι πρεσβευτές. Μπορούν να πουν και να υποστηρίξουν πολλές θέσεις για να βρουν το δίκιο μας. Δεν ανέχομαι να ακούω ότι είμαστε τεμπέληδες. Δεν μπορεί για μια ναυτιλία που εξυπηρετεί το παγκόσμιο εμπόριο και βγαίνει πολύ δυνατή μετά από κρίσεις χωρίς τα δεκανίκια του κράτους να μου λένε ότι δεν είναι το πιο σπουδαίο πράγμα που έχει κάνει η Ελλάδα και να μην το δείχνουμε προς τα μέσα και στα προς τα έξω. Πρέπει να δείχνουμε γιατί είμαστε μεγάλη, παγκοσμίως, ναυτιλία», συνεχίζει.

onasis2.jpg

Γιώργος Φουστάνος

Ο κ. Φουστάνος, από τους σημαντικότερους ιστορικούς της ναυτιλίας, ιδρυτής και ιδιοκτήτης του διαδικτυακού μουσείου Greek Shipping Miracle έγραψε ένα σημαντικό βιβλίο για το θέμα με τίτλο «Η Θάλασσα ενώνει – η ναυπηγική δραστηριότητα Ελλήνων στη μεταπολεμική Γερμανία».

onasis3.jpg

Ο Κώστας Μ. Λεμός λίγο πριν από την καθέλκυση του δεξαμενόπλοιου «Chrysanthy M. Lemos», το 1971

«Είναι μια ευγενική και πολιτισμένη απάντηση σε όλα αυτά για τα οποία μας έχουν κατηγορήσει οι Γερμανοί. Η θάλασσα ενώνει. Οχι να λέμε ότι η ναυτιλία είναι πυλώνας χωρίς να ξέρουμε γιατί είναι πυλώνας της Ελλάδος», υπογραμμίζει και στη συνέχεια ξετυλίγει το κουβάρι της Ιστορίας:

«Αυτό που έχει βιώσει ο Ελληνας στο αέναο ταξίδι του στην παγκόσμια Ιστορία είναι ότι η θάλασσα έχει το χάρισμα να ενώνει τους λαούς. Ισως αυτό χαρακτηριστεί ουτοπικό σε μια εποχή όπως η σημερινή, όπου η ένταση που επικρατεί σε παγκόσμιο επίπεδο ρίχνει βαριά τη σκιά της σε όλη την ανθρωπότητα. Κι όμως, είναι γεγονός αναντίρρητο ότι η θάλασσα έχει τη δύναμη να ενώσει ακόμα και εχθρούς. Οι Ελληνες έχουν να αφηγηθούν πολλά παραδείγματα γύρω από αυτή την πραγματικότητα. Από τα πλέον χαρακτηριστικά είναι οι στενές σχέσεις συνεργασίας που αναπτύχθηκαν λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ των Ελλήνων εφοπλιστών και των ναυπηγείων της Δυτικής Γερμανίας. Το γεγονός ότι πριν από λίγα χρόνια η Ελλάδα είχε απολέσει, στη διάρκεια του καταστροφικού πολέμου, τα 3/4 σχεδόν του εμπορικού της στόλου από πυρά κυρίως γερμανικών υποβρυχίων, αλλά και από την επί τετραετία υποδούλωσή της στις δυνάμεις του Αξονα, δεν αποτέλεσε τροχοπέδη στην καλλιέργεια επιχειρηματικών σχέσεων, σχέσεων που στην πορεία υπήρξαν εξαιρετικά επωφελείς και για τις δύο πλευρές.

Οντας υποχρεωμένοι να ξεκινήσουν από το μηδέν την ανασυγκρότηση του στόλου τους από τα διεθνή ναυτιλιακά κέντρα της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα βίωνε τον εμφύλιο σπαραγμό, Ελληνες εφοπλιστές με πρωτοστάτη τον Αριστοτέλη Ωνάση ανέπτυξαν τολμηρές πρωτοβουλίες για την κατασκευή σημαντικού αριθμού δεξαμενοπλοίων στα ναυπηγεία της Δυτικής Γερμανίας, τα οποία επίσης είχαν υποστεί τεράστιες ζημιές από τους βομβαρδισμούς των συμμαχικών δυνάμεων.

onasis4.jpg

Ο Σπύρος Α. Λαιμός με τον γιο του Νικόλα μπροστά από το ναυπηγούμενο φορτηγό τους «Kyrakatingo» το 1956, στο Μπρεμερχάφεν

Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία είχε υποχρεωθεί να παραδώσει το σύνολο του στόλου της στους νικητές μετά την ήττα της και στους δύο παγκοσμίους πολέμους, μένοντας χωρίς ποντοπόρο εμπορικό στόλο. Ακόμα χειρότερα, είχε απαγορευτεί στους Γερμανούς από τις συμμαχικές δυνάμεις να αναπτύξουν οποιαδήποτε ναυτιλιακή δραστηριότητα εκτός από αυτήν που αφορούσε την εξυπηρέτηση των εσωτερικών αναγκών του κράτους. Οι περιορισμοί εκτείνονταν και στην απαγόρευση ναυπήγησης ποντοπόρων πλοίων, με αποτέλεσμα τον ουσιαστικό ακρωτηριασμό ενός κλάδου της γερμανικής οικονομίας ο οποίος προπολεμικά είχε καταξιώσει τη χώρα ως το δεύτερο σημαντικό κέντρο ναυπηγικής δραστηριότητας στον κόσμο.

Οι εξελίξεις αυτές είχαν φέρει σε εξαιρετικά δυσχερή θέση τη -διηρημένη πλέον σε δύο μέρη- Γερμανία, προκαλώντας μεγάλη ανεργία στον άλλοτε κραταιό ναυτιλιακό της κλάδο, αλλά και δραματική συρρίκνωση σε μια σειρά από άλλους τομείς της οικονομίας. Ακόμα και μετά την άρση της απαγόρευσης, πέντε χρόνια μετά τη λήξη του Πολέμου, η γερμανική ναυτιλία χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να ανασυγκροτηθεί, παρά την εργατικότητα και τις μεγάλες προσπάθειες των συντελεστών της. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μέχρι και το 1958 ελληνόκτητα νεότευκτα πλοία που κατασκευάζονταν ακόμα και σε χώρες εκτός Γερμανίας απέπλεαν για το παρθενικό τους ταξίδι με αμιγώς γερμανικό πλήρωμα υπό Γερμανό πλοίαρχο.

Παρά την πρωτοκαθεδρία των Ιαπώνων στον παγκόσμιο ναυπηγικό στίβο που σηματοδότησε, μεταξύ άλλων, και τη σχεδόν ολοκληρωτική στροφή των Ελλήνων εφοπλιστών σε ναυπηγήσεις στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, αρκετοί από αυτούς παρέμειναν πιστοί στη γερμανική ναυπηγική βιομηχανία και μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Επιπρόσθετα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δραστηριότητα κατασκευής ελληνόκτητων ποντοπόρων φορτηγών πλοίων και σε ναυπηγεία της Ανατολικής Γερμανίας, η οποία ξεκίνησε το 1971, την εποχή δηλαδή που οι σχέσεις του ελληνικού κράτους με το ανατολικό μπλοκ και τον κομμουνισμό γενικότερα βρίσκονταν στο χειρότερο σημείο τους».
Οπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Ελληνας ιστορικός, το 1953 στο βομβαρδισμένο Αμβούργο ναυπηγείται το μεγαλύτερο σε όλο τον κόσμο δεξαμενόπλοιο χωρητικότητας 46.000 τόνων. Σχεδόν 100.000 άνθρωποι παρακολούθησαν την καθέλκυση του δεξαμενόπλοιου «Tina Onαssi». Ο Αριστοτέλης Ωνάσης ναυπήγησε 20 δεξαμενόπλοια από το 1953-1955.
«Ακόμα και τα Superfast του Περικλή Παναγόπουλου κράτησαν ορισμένα γερμανικά ναυπηγεία στη ζωή, τους έδωσαν παράταση μέχρι να κλείσουν οριστικά», επισημαίνει ο Γιώργος Φουστάνος και παραθέτει παραδείγματα: «Αυτά τα κρουαζιερόπλοια, 3.000-3.500 επιβατών που έρχονται στον Πειραιά κατασκευάστηκαν σε 4 ναυπηγεία της Ευρώπης: Financantieri, Chantiers de l’Atlantique, Kvaernermasa και Meyerwerf. Στα τελευταία, το 1985, ο όμιλος Ευγενίδη ναυπήγησε το “Homeric”, το μεγαλύτερο κρουαζιερόπλοιο που είχε κατασκευαστεί μέχρι τότε στα ναυπηγεία Meyerwerf. Ακολούθησε με ένα κρουαζιερόπλοιο ο Περικλής Παναγόπουλος και πέντε παραγγελίες τα αδέλφια Γιάννης και Μιχάλης Χανδρής με τη Celebrity Cruises. Επτά πλοία αξίας σχεδόν 2 δισ. δολαρίων. Των Χανδρήδων η επένδυση έφτασε το 1,5 δισ.».

onasis5.jpg

Ο Σταύρος Λιβανός  και ο γιος του Γιώργος κατά τη διάρκεια δοκιμών του φορτηγού «Hadjitsakos» το 1956

Στη συνέχεια ο κ. Φουστάνος επισημαίνει:

«Μάθανε πολλά από τους Ελληνες. Υπήρχαν και από άλλους παραγγελίες αλλά όχι τόσες πολλές όσες των Ελλήνων. Οι Γερμανοί άρχισαν να αποκτούν τεχνογνωσία για μεγάλα δεξαμενόπλοια προτού αρχίσει να αναπτύσσεται η ιαπωνική ναυπηγική βιομηχανία. Από τότε ενισχύθηκε η παραγωγή μηχανών και η χαλυβουργία τους. Ολη αυτή η δουλειά που έγινε τότε δεν μπορεί να αγνοείται και να μην την ξέρει κανείς ούτε στην Ελλάδα. Αναρωτιέμαι αν έχουν κάνει οι Γερμανοί τέτοιες επενδύσεις στην Ελλάδα. Χωρίς επιδοτήσεις πήγαν και έχτισαν εκεί βαπόρια οι συμπτριώτες μας».

Κλείνοντας, υπογραμμίζει: «Στη θάλασσα είμαστε όλοι αδέλφια. Σε μια πολύ ταραγμένη εποχή, παγκοσμίως, πρέπει να βρούμε τρόπους συνεργασίας μεταξύ των λαών. Αν μεταφέρουμε στη στεριά ήθη και έθιμα της θάλασσας, θα ζήσουμε σε έναν δημιουργικό – ειρηνικό κόσμο μέσα από συνεργασίες».