Μπορεί η Ελλάδα να βγήκε από τα μνημόνια, όμως τα ελληνικά νοικοκυριά συνεχίζουν να βιώνουν μια σκληρή καθημερινότητα, με σημαντικές στερήσεις ακόμα και στα αναγκαία αγαθά διαβίωσης.

Τα δεδομένα των επίσημων δεικτών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το 2019 (περίοδος μετά τα μνημόνια και πριν τον κορωνοϊό) είναι σοκαριστικά και ταυτόχρονα αποκαλυπτικά για τις κοινωνικές πληγές που έχουν προκαλέσει η κρίση και οι πολιτικές σκληρής λιτότητας:

Μόνο 2 στα 10 νοικοκυριά έχουν ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, 4 στους 10 Ελληνες -με περιορισμένα εισοδήματα- δεν μπορούν να φάνε κρέας κάθε δεύτερη ημέρα, ενώ 7 στους 10 δηλώνουν οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσουν έκτακτες δαπάνες ύψους 380 ευρώ. Το ίδιο ποσοστό νοικοκυριών (7 στα 10) δεν μπορεί να πληρώσει το τραπεζικό δάνειο που έχει πάρει.

Για να γίνει ακόμα πιο κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος, θα πρέπει να εξηγήσουμε τον διαχωρισμό που κάνει η ΕΛΣΤΑΤ σε φτωχά και μη φτωχά νοικοκυριά. Ως βάση λαμβάνεται το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών, που, σύμφωνα με την Αρχή, ανέρχεται σε 1.921 ευρώ. Η έρευνα που διεξήχθη από την ΕΛΣΤΑΤ έδειξε ότι στη μεταμνημονική εποχή του κορωνοϊού τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.640 ευρώ για να τα βγάλουν πέρα κάθε μήνα, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται τουλάχιστον 1.982 ευρώ!

Τα στοιχεία

Με βάση τα στοιχεία της Ερευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2019 της ΕΛΣΤΑΤ, o πληθυσμός που τότε βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανερχόταν σε 30% (3.161.900 άτομα) του πληθυσμού της χώρας. Δηλαδή, προτού ακόμη ξεσπάσει η κρίση του κορωνοϊού σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας ήταν αντιμέτωπο με την υλική στέρηση και την εισοδηματική φτώχεια. Η πανδημία ήρθε να επιβαρύνει πρόσθετα αυτό το κομμάτι του πληθυσμού, το οποίο έχει υποφέρει τα μέγιστα την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η σκιά της λιτότητας και των μνημονίων παραμένει βαριά για τον μέσο Ελληνα, αφού:

■ Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιοί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,7% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 45,7% για τον φτωχό πληθυσμό.

■ Το 37,7% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται τη διατροφή που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 6,1%.

■ Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα ανέρχεται σε 17,9%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 34,1% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 14,3%.

■ Το 73% των φτωχών νοικοκυριών και το 42,2% των μη φτωχών δηλώνουν οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσουν έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 380 ευρώ.

■ Το 45,4% των νοικοκυριών που έχουν πάρει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.

■ Το 19,2% των φτωχών νοικοκυριών, το 6,5% των μη φτωχών νοικοκυριών και το 9,7% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν ένα τουλάχιστον Ι.Χ. επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 6,3% των φτωχών νοικοκυριών, το 1,7% των μη φτωχών και το 2,5% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τον χρειάζονται, λόγω οικονομικής αδυναμίας.

■ Το 17,3% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συναντιέται (στο σπίτι ή κάπου αλλού) με φίλους ή συγγενείς για γεύμα ή ποτό τουλάχιστον μία φορά τον μήνα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 38,3% και 13%.

■ Το 32,1% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμός, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 55,9% και 27,2%.

■ Το 58,6% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτοί του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου κ.λπ. Το 64,8% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.

■ Το 40,5% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού. Το ποσοστό εκτιμάται στο 68% για τον φτωχό πληθυσμό και στο 34,9% για τον μη φτωχό πληθυσμό.

■ Το 5,4% του πληθυσμού δεν διαθέτει σύνδεση στο Διαδίκτυο για οικιακή χρήση λόγω έλλειψης οικονομικής δυνατότητας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 15,3% και 3,3%.

■ Περιβαλλοντικά προβλήματα από παρακείμενη βιομηχανία ή προβλήματα από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 20,3% των νοικοκυριών, ενώ το 16% αναφέρει ως πρόβλημα τους βανδαλισμούς και την εγκληματικότητα στην περιοχή του.

Σύγκριση συνθηκών

Το κόστος από τη λαίλαπα των μνημονίων αποτυπώνεται και μέσα από τη σύγκριση των συνθηκών διαβίωσης στην Ελλάδα με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ενώ το 2008, όταν ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση, το 11,2% των Ελλήνων είχε ελλείψεις σε βασικά αγαθά, το 2015 το ποσοστό αυτό εκτινάχθηκε στο 22,2% και το 2019 διαμορφώθηκε στο 15,9%. Επίσης, το 2019 η Ελλάδα ήταν η δεύτερη φτωχότερη χώρα-μέλος της Ε.Ε. μετά τη Βουλγαρία (19,8%). Τη χώρα μας ακολουθεί η Ρουμανία με ποσοστό 14,5%. Με τη διαφορά, όμως, ότι ενώ το ποσοστό φτώχειας των πρώην κομμουνιστικών βαλκανικών κρατών έχει μειωθεί σημαντικά -σχεδόν στο μισό- το αντίστοιχο στην Ελλάδα παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Τα χαμηλότερα ποσοστά φτώχειας και στερήσεων καταγράφονται στη Νορβηγία με 2%, στην Ολλανδία και τη Φινλανδία με 2,4%, καθώς και στην Αυστρία και τη Δανία με 2,6%.