Σαφή προτίμηση στις επενδύσεις σε διαμερίσματα που φαίνεται ότι κερδίζουν έδαφος σε σύγκριση με άλλες κατηγορίες ακινήτων, όπως τα γραφεία ή τα καταστήματα, δείχνουν οι υποψήφιοι αγοραστές στο real estate με την Ελλάδα να ακολουθεί την αντίστοιχη ευρωπαϊκή τάση όπως διαμορφώνεται λόγω Covid -19.

«Οι επενδύσεις σε διαμερίσματα προς ενοικίαση έχουν ξεπεράσει ακόμη και τις επενδύσεις γραφείων σε ορισμένες αγορές», επισημαίνει η κ. Έρη Μητσοστεργίου Διευθύντρια Ευρωπαϊκής Έρευνας της γνωστής εταιρείας συμβούλων Savills και πρόεδρος του Οργανισμού ULI (Urban Land Institute) Greece & Cyprus. «Για πολλά χρόνια, ο ορισμός των βασικών επενδύσεων, των λεγόμενων επενδύσεων «κορμού» στην αγορά ακινήτων της Ευρώπης αναφερόταν σε επενδύσεις χαμηλού κινδύνου, κυρίως υψηλής ποιότητας κτίρια γραφείων, στα οικονομικά κέντρα της Ευρώπης. Σε αυτές της αγορές στρέφονταν οι επενδυτές σε περιόδους αβεβαιότητας όπως αυτή που τώρα διανύουμε.

Ωστόσο, εν μέσω της παγκόσμιας πανδημίας, τα δεδομένα αλλάζουν. Η υιοθέτηση της τεχνολογίας και της αυτοματοποίησης εντατικοποιούνται και οι ανάγκες σε φυσικούς χώρους επαναπροσδιορίζονται.

Υπό αυτό το πρίσμα οι επενδυτές αναζητούν ασφαλή επενδυτικά προϊόντα που προσφέρουν σταθερά και μακροχρόνια εισοδήματα. Η συλλογή ενοικίων μετά την εμφάνιση του Covid19, μειώθηκε κατά μέσο όρο στην Ευρώπη, περίπου στο 80% του προ-κρίσης επιπέδου στα γραφεία, κάτω από το 50% στα καταστήματα, ενώ παρέμεινε σταθερά πάνω από το 90% στις κατοικίες».

Σύμφωνα με την κ. Μιτσοστεργίου, η κατοικία είχε ήδη αρχίσει να προσελκύει αυξανόμενο επενδυτικό ενδιαφέρον προ κρίσης, λόγω των ισχυρών θεμελιωδών μεγεθών της αγοράς; όπως η αύξηση της αστικοποίησης, η έλλειψη προσφοράς οικονομικής κατοικίας και η αύξηση της ζήτησης για ενοικίαση σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας. «Παράλληλα με το γεγονός ότι η στέγαση είναι βασική ανάγκη, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι επενδύσεις σε διαμερίσματα προς ενοικίαση έχουν ξεπεράσει ακόμη και τις επενδύσεις γραφείων σε ορισμένες αγορές φέτος, καθώς σταδιακά θεωρούνται επενδυτικά προϊόντα «κορμού»».

Όπως αναφέρει η ίδια, τα πρόσφατα επενδυτικά σχέδια για την ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας οικιστικών συγκροτημάτων στην Αθήνα, υποδηλώνουν ότι ανάλογες είναι οι τάσεις και στην ελληνική αγορά.

Μεταξύ αυτών, πέραν φυσικά της μεγάλης οικιστικής παρέμβασης στην έκταση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού (ήδη μάλιστα η Lamda Development έχει απευθύνει από τις αρχές του φθινοπώρου πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος σε όσους θα ήθελαν να αγοράσουν ενδεχομένως κατοικία στο Ελληνικό) είναι και η έτερη, μεγάλη επένδυση που προωθεί το δίδυμο των Hines- Henderson Park στη Βούλα στο ακίνητο πρώην ιδιοκτησίας του Μουσείου Μπενάκη με στόχο τη δημιουργία 400 πολυτελών κατοικιών.

«Η εμπιστοσύνη στον τομέα της κατοικίας βασίζεται κυρίως στη χαμηλή προσφορά καλής ποιότητας οικιστικού αποθέματος, λόγω της μειωμένης κατασκευαστικής δραστηριότητας που επακολούθησε την προηγούμενη οικονομική κρίση. Στη μετά Covid19 εποχή τα νοικοκυριά, θα αναζητήσουν ακόμη πιο συνειδητά οικίες που θα τους προσφέρουν καλή ποιότητα ζωής, ευέλικτους χώρους, προστασία από κινδύνους και υποστηρικτικές υπηρεσίες», αναφέρει η κ. Μιτσοστεργίου. «Πανευρωπαϊκά, παρά τις μειωμένες προσδοκίες για θεαματική αύξηση των ενοικίων τα επόμενα 1-2 χρόνια, οι επενδύσεις στον τομέα της κατοικίας αποβλέπουν σε σταθερές, μακροπρόθεσμες εισοδηματικές ροές– αρκεί το είδος του οικιστικού προϊόντος να προσαρμόζεται στα τοπικά χαρακτηριστικά της ζήτησης, σε κάθε χώρα, πόλη, γειτονιά».

Ενδεικτικά με βάση τα στοιχεία της Savills στο β’ τρίμηνο του 2020, σε βασικές ευρωπαϊκές αγορές, όσον αφορά τις επενδύσεις σε διαμερίσματα και το ποσοστό επί των συνολικών επενδύσεων σε ακίνητα κατά τη διάρκεια αυτής περιόδου (που σημαδεύτηκε και από το lockdown στην πλειονότητα των χωρών) στην Ολλανδία, το ήμισυ αφορούσε κατοικίες, στην Ισπανία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν στο 45%, στη Σουηδία στο 43%, στη Νορβηγία στο 36%. Ακολουθούν η Γαλλία όπου το 33% επί του συνόλου των επενδύσεων αφορούσε διαμερίσματα, η Φινλανδία με 31%, η Γερμανία με 24% και η Ιρλανδία με ένα 15%.