Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας η ελληνική κυβέρνηση έλαβε ποικίλα δημοσιονομικά μέτρα, με σκοπό να αντιμετωπισθεί έγκαιρα η ύφεση και να περιοριστούν τα προσωρινά προβλήματα ρευστότητας αναφέρει η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.

«Τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης, που σχετίζονται με την πανδημία, όπως, για παράδειγμα, η κάλυψη των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και η αναβολή των φορολογικών υποχρεώσεων, αν και απαραίτητα, δεν επαρκούν από μόνα τους, για να δώσουν ώθηση στις επενδύσεις», επισημαίνει χαρακτηριστικά και προσθέτει:

«Στην προσπάθεια χρηματοδοτικής στήριξης των επενδύσεων στη χώρα μετά την τρέχουσα κρίση θα συμβάλλουν επίσης τα κεφάλαια από το προτεινόμενο σχέδιο ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής(NextGenerationEU) και οι πόροι από το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027, οι οποίο θα στηρίζονται από τη συγχρηματοδότηση των τραπεζών. Τα κεφάλαια αυτά συνολικά αναμένεται να υποστηρίξουν την ανάκτηση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και των επενδυτικών κινήτρων».

Η σχέση της ταχύτητας ανάκαμψης με τις επενδύσεις

Εκτός όμως από την κεφαλαιακή στήριξη, υπάρχουν διάφοροι προσδιοριστικοί παράγοντες που συμβάλλουν ή αποτρέπουν την προσέλκυση επενδύσεων. Σύμφωνα με την Alpha Bank, από την εμπειρική ανάλυση επιβεβαιώνονται τα ευρήματα της βιβλιογραφίας για την άρρηκτη σχέση της επενδυτικής δραστηριότητας με την οικονομική ανάπτυξη.

«Από τα αποτελέσματα της οικονομετρικής άσκησης προκύπτει ότι παράγοντες όπως η οικονομική μεγέθυνση, η πιστωτική επέκταση και το οικονομικό κλίμα επηρεάζουν θετικά τις επενδύσεις. Στη μετά COVID-19εποχή, εκτιμάται ότι η πιστωτική ανάπτυξη θα υποστηρίζεται από την περαιτέρω μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τον καθαρισμό των τραπεζικών ισολογισμών, αλλά και από τις κρατικές εγγυήσεις», σημειώνεται.

Αντίθετα, παράγοντες όπως η φορολογία του εταιρικού εισοδήματος, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ και τα επιτόκια έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων. «Για τη στήριξη των επενδύσεων απαιτείται μια συνεπής φορολογική πολιτική, αλλά και χαμηλότερη φορολογία του εταιρικού εισοδήματος.

Επιπλέον, το κόστος χρηματοδότησης για το ελληνικό κράτος, τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες καθορίζει τα επιτόκια δανεισμού και ως εκ τούτου αποτελεί σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα για τις επενδύσεις», εξηγεί η τράπεζα και καταλήγει: «Θετικό είναι άλλωστε το γεγονός ότι εν μέσω της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θα συμπεριληφθούν σε ένα πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων που ξεκίνησε από την ΕΚΤ και το Ευρωσύστημα, πραγματοποιώντας αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος έκτακτης ανάγκης για την πανδημία (PEPP).

Η συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο PEPP αναμένεται να αυξήσει την επιχειρηματική εμπιστοσύνη, να συμπιέσει το κόστος δανεισμού για το ελληνικό κράτος, το τραπεζικό σύστημα και τον ιδιωτικό τομέα και έτσι να ενισχύσει την επενδυτική δυναμική».

Ως εκ τούτου, η Alpha Bank εκτιμά πως η πορεία της επενδυτικής δραστηριότητας μετά την πανδημία εξαρτάται από την ενίσχυση των δράσεων και των πολιτικών που στοχεύουν στη στήριξη των ανωτέρω προσδιοριστικών παραγόντων, αλλά και στην αξιολόγηση άλλων, θεσμικών παραγόντων.

Στο πλαίσιο αυτό, θεμελιώδους σημασίας είναι η στήριξη των επενδύσεων να προέλθει και μέσα από μη αμιγώς οικονομικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα η ελαχιστοποίηση της γραφειοκρατίας, αλλά και η μείωση των καθυστερήσεων και του φόρτου των δικαστικών υποθέσεων, δίνοντας έμφαση στην επιβολή των συμβάσεων. Στόχος είναι να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον σταθερότητας και εμπιστοσύνης που προάγει την επιχειρηματικότητα και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και κατ’ επέκταση την επενδυτική δραστηριότητα.