του Νίκου Φιλιππίδη

Ηχηρό καμπανάκι για το περιεχόμενο της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής που εστιάζει σε πρόσκαιρα μέτρα ενίσχυσης της κατανάλωσης, αντί μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις και την εξωστρεφή παραγωγή, χτυπά η έκρηξη του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου στο πρώτο τρίμηνο που μετά το 2015 άρχισε με αλματώδεις ρυθμούς να ανακάμπτει.

Το 2009, όταν η Ελλάδα ήταν στο κατώφλι του μνημονίου, είχε να αντιμετωπίσει, εκτός από το υψηλό χρέος, τα διπλά ελλείμματα. Το ένα -το δημοσιονομικό- μετά από μεγάλη προσπάθεια και κυρίως μέσω της υπερφορολόγησης έχει καταφέρει να το ελέγξει. Το άλλο όμως, το εμπορικό, αρχίζει να ξεφεύγει και πάλι ως αποτέλεσμα της μεταρρυθμιστικής χαλάρωσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί να μην κινείται στα επίπεδα του 15% του ΑΕΠ που είχε φτάσει πριν από μια δεκαετία, εσχάτως όμως εμφανίζεται να διευρύνεται εκ νέου με ρυθμούς επιταχυνόμενους σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία, που είχαν πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά το πρώτο διάστημα εξόδου τους από τα μνημόνια.

Μάλιστα σύμφωνα με τα στοιχεία τριμήνου που δημοσιοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος, το έλλειμμα εκτιμάται ότι θα κλείσει στα επίπεδα του 2012, στο 4%-5% του ΑΕΠ, δηλαδή στα επίπεδα άνω των 7 δισ. ευρώ, έναντι των 5,3 δισ. που έκλεισε το 2018 και των 3,2 δισ. που είχε φτάσει το 2017. Είχε προηγηθεί ο σχεδόν μηδενισμός του το 2014 και το 2015, ως επιστέγασμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που είχαν γίνει στα πρώτα χρόνια των προγραμμάτων. Το πλέον ανησυχητικό για το μέλλον είναι ότι, καθώς θα κλείνει το παραγωγικό κενό και η ανάκαμψη θα επιταχύνεται, μπορεί να διευρυνθεί περαιτέρω.

Την ανησυχητική πορεία του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε και το ΔΝΤ σε πρόσφατη έκθεσή του. Εκτίμησε ότι θα ανέλθει στο 2,7% του ΑΕΠ φέτος και στο 2,6% το 2020, όταν τον Οκτώβριο τοποθετούσε το φετινό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών μόλις στο 0,4% του ΑΕΠ.
Ανάλογη προειδοποίηση είχε απευθύνει και το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, χαρακτηρίζοντας ανησυχητική την αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 2,9% του ΑΕΠ, που είναι το υψηλότερο ποσοστό από το 2012.

Το τρίμηνο

Αύξηση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο σε επίπεδα-ρεκόρ της τελευταίας τετραετίας, που οφείλεται όχι μόνο στην άνοδο των διεθνών τιμών των καυσίμων αλλά και στη μεγάλη αύξηση των εισαγωγών ξένων προϊόντων που εκτοπίζουν τα αντίστοιχα ελληνικά, αποκάλυψαν τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος που δόθηκαν αυτή την εβδομάδα στη δημοσιότητα και καταγράφουν νέα συνεχιζόμενη διεύρυνση των εισαγωγών εμπορευμάτων σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από την αύξηση των εξαγωγών της χώρας. Παράλληλα, δείχνουν με δραματικό τρόπο το μεγάλο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που έχει ως αποτέλεσμα ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του εθνικού εισοδήματος που ενισχύεται από τα επιδόματα και τις προεκλογικές παροχές να κατευθύνεται σε εισαγωγές.

Το α’ τρίμηνο του 2019 το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας διευρύνθηκε σημαντικά συνεχίζοντας την έντονα αυξητική τάση που καταγράφηκε το 2018. Το έλλειμμα ανήλθε σε 3,7 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 420 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018.

Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: το πρώτο τρίμηνο σημειώθηκε νέα σημαντική αύξηση των εισαγόμενων προϊόντων, παρά το γεγονός ότι ταυτόχρονα σημειώθηκε και αύξηση των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων. Η αξία των εισαγωγών (πλην καυσίμων και πλοίων) σημείωσε αύξηση κατά 6% και έφτασε τα 10,02 δισ. ευρώ έναντι 9,4 δισ. το αντίστοιχο διάστημα του 2018 και 8,8 δισ. του 2017. Οι εξαγωγές προϊόντων διευρύνθηκαν επίσης, όχι όμως σε βαθμό που να καλύψουν την αύξηση των εισαγωγών. Παρουσίασαν αύξηση κατά 4,3% και έφτασαν τα 5,5 δισ. ευρώ, έναντι 5,3 δισ. το πρώτο τρίμηνο του 2018 και 4,7 δισ. του 2017.

Την κατάσταση σώζει για ακόμα μία φορά το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών, το οποίο παρουσίασε άνοδο χάρη στη βελτίωση πρωτίστως στη ναυτιλία, ενώ με εντυπωσιακή αύξηση 37,2% τρέχουν στο τρίμηνο οι εισπράξεις από τον τουρισμό, εξέλιξη που σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις δεν πρόκειται να συνεχιστεί για το σύνολο της τουριστικής περιόδου, όπου υπάρχει εκτίμηση στην καλύτερη περίοδο για οριακή άνοδο.

Σε αποσύνθεση

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης αποσύνθεσης όπου βρίσκονται κλάδοι που κατέγραψαν σημαντικά ποσοστά αύξησης των εξαγωγών τους, με αντίστοιχη μείωση των εισαγωγών στα χρόνια των μνημονίων, είναι ο κλάδος των οπωροκηπευτικών.

emporiko_elleima.jpg

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που έχουν επεξεργαστεί από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων-Λαχανικών και Χυμών, Incofruit-Hellas, στο πρώτο τρίμηνο του έτους οι εισαγωγές λαχανικών κατέγραψαν αύξηση κατά 58,9% σε όγκο και 74,4% σε αξία. Ο συνολικός όγκος των λαχανικών ανήλθε σε 163.546 τόνους, ενώ η αξία τους άγγιξε τα 102 εκατ. ευρώ. Οπως δείχνουν τα στοιχεία, τη μερίδα του λέοντος των εισαγωγών κατέγραψε η πατάτα καθώς εισήχθησαν 103.539 τόνοι (+55,1% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2018) συνολικής αξίας 50,46 εκατ. ευρώ (+129,5% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2018), ενώ και η ντομάτα παρουσίασε αύξηση κατά 114% στον όγκο (1.053 τόνοι το α’ τρίμηνο του 2019 έναντι 492 τόνων το 2018) και 78,5% σε αξία (1,25 εκατ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2019 έναντι 701.690 ευρώ). Ανοδικά και μάλιστα με αστρονομικό ρυθμό κινήθηκαν και οι εισαγωγές κρεμμυδιών, οι οποίες έφτασαν τους 20.047 τόνους (+ 775,7%) και σε αξία τα 7,85 εκατ. ευρώ (+ 1.085,8%).

Στα φρούτα η αύξηση είναι ηπιότερη και εκδηλώθηκε πιο έντονα στα μήλα (72%), όπου εισήχθησαν 5.020 τόνοι, στα αβοκάντο (40,5%) και στον ανανά (7,1%).