Μια νέα πραγματικότητα διαμορφώνει για τον κλάδο της ενέργειας η επέλαση της πανδημίας αφού η μείωση της ζήτησης σε συνδυασμό με την πτώση των διεθνών τιμών καυσίμων και την ραγδαία υποχώρηση των δικαιωμάτων ρύπων, ρίχνουν κατακόρυφα την χονδρεμπορική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το διάστημα 30 Μαρτίου έως 5 Απριλίου η μέση Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ), δηλαδή η τιμή με την οποία αμείβονται όσοι παρέχουν ενέργεια στο ηλεκτρικό σύστημα και αντίστοιχα πληρώνουν όσοι ζητούν ηλεκτρική ενέργεια,  διαμορφώθηκε στα 34.36 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Πρόκειται για τιμή που σύμφωνα με το Δελτίο Ενεργειακής Ανάλυσης του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), η ΟΤΣ σημείωσε νέο χαμηλό, αυτή τη φορά 346 εβδομάδων.

Ειδικότερα, η μέση τιμή στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας εμφανίστηκε μειωμένη κατά 18,81%, σε σύγκριση με τη μέση ΟΤΣ της προηγούμενης εβδομάδας.

Οι χαμηλές τιμές στην χονδρεμπορική του ρεύματος,  λειτουργούν ως ένα βαθμό θετικά για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία λειτουργεί με μειωμένο κόστος κάτι που τις επέτρεψε να υιοθετήσει και μια νέα κοινωνική πολιτική λόγω της κρίσης. Ωστόσο η ΔΕΗ αλλά και οι υπόλοιποι προμηθευτές ενέργειας βρίσκονται υπό την απειλή της έλλειψης ρευστότητας στην αγορά και της εκτίναξης των ανείσπρακτων οφειλών στο ενδεχόμενο παράτασης της κρίσης που αυτό συνιστά ένα μεγάλο κίνδυνο τόσο για την ευάλωτη δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού που έχει ακόμη νωπές τις μνήμες από την οικονομική δυσπραγία της προηγούμενης περιόδου όσο και για τους ιδιώτες παρόχους ενέργειας που καλούνται να ισορροπήσουν σε τεντωμένο σχοινί. Μέχρι σήμερα, η εισπραξιμότητα λόγω κορωνοϊού, έχει πέσει, κατά μέσο όρο περίπου 30%.

Η κατάσταση αυτή διαμορφώνει μεγάλη αβεβαιότητα για τον κλάδο, η οποία μεγαλώνει από την δυστοκία της κυβέρνησης να ανακοινώσει τον μηχανισμό εγγυοδοσίας που έχει εξαγγείλει προκειμένου να συνδράμει τις επιχειρήσεις ενέργειας με ρευστότητα στις δύσκολες μέρες που έρχονται.

Σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΕΝΕ, η ζήτηση ηλεκτρισμού την εξεταζόμενη περίοδο, παρουσιάστηκε μειωμένη κατά 7% σε σύγκριση με την αντίστοιχη εβδομάδα του 2019.

Οι μειωμένες τιμές, τόσο των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, όσο και του φυσικού αερίου, είχαν την επίδρασή τους στην ΟΤΣ, η οποία δέχθηκε, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές του Ινστιτούτου, «ισχυρή πίεση και από τις χαμηλές τιμές που επικρατούν στις γειτονικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας».

Αυτό αποτυπώνεται και στις καθαρές εισαγωγές, οι οποίες κάλυψαν τη συγκεκριμένη εβδομάδα το 29% της ζήτησης. Σε κάθε περίπτωση, οι μονάδες φυσικού αερίου φαίνεται ότι διατηρούν την πρωτιά με 34%, ενώ σημαντικό μερίδιο της παραγωγής ρεύματος εξακολουθούν να καλύπτουν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), οι οποίες ακολουθούν με 28%.

Αντιθέτως, οι λιγνίτες της ΔΕΗ κινήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα (6%), ουσιαστικά για να καλύψουν τις τηλεθερμάνσεις στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, οι οποίες μάλιστα αντιμετώπισαν και ιδιαιτέρως ψυχρές ημέρες. Αντιστοίχως χαμηλή ήταν και η συμμετοχή των νερών (3%).