Με τους εκπροσώπους των θεσμών συναντήθηκε σήμερα Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019 στην Αθήνα, η διοίκηση του ΣΒΒΕ.

Αντικείμενο της συζήτησης αποτέλεσε η κατάθεση των θέσεων και των προτάσεων του ΣΒΒΕ για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά το 2019.

Στο πλαίσιο της συνάντησης ο Πρόεδρος του ΣΒΒΕ έθεσε ως κεντρικό ζητούμενο από τη συνάντηση τη θεσμοθέτηση του κατάλληλου μίγματος πολιτικών για την υλοποίηση παραγωγικών επενδύσεων και την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων. Τα ειδικότερα μέτρα που προτείνει ο ΣΒΒΕ προς την κατεύθυνση αυτή είναι:

1. Η μείωση της υπερφορολόγησης, που έχει οδηγήσει σε κλείσιμο ή/και σε υπολειτουργία πλήθος επιχειρήσεων,

2. Η ενίσχυση της αγοράς «Σύνθετων Εταιρικών Ομολόγων» για την ευκολότερη πρόσβαση σε ρευστότητα πλήθους υγιών μεταποιητικών επιχειρήσεων,

3. Η υπερεπείγουσα επίλυση του θέματος των κόκκινων δανείων, για την αξιοποίηση της σχολάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας επιχειρήσεων που σήμερα υπολειτουργούν,

4. Η έμπρακτη ενθάρρυνση της καινοτομίας με τη δυνατότητα για τις επιχειρήσεις να έχουν έκπτωση σε δαπάνες έρευνας και καινοτομίας που θα φτάνουν έως και το 55% της μικτής μισθοδοσίας τους, και,

5. Τη θεσμοθέτηση ειδικών φορολογικών κινήτρων για τις αποσβέσεις παγίων, για την ενθάρρυνση των παραγωγικών επενδύσεων.

Ειδικότερα, ο κ. Σαββάκης, εξ’ αρχής τόνισε ότι οι προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας μετά την έξοδο από τα μνημόνια είναι δυο:

1. η υλοποίηση παραγωγικών επενδύσεων, και,

2. η γενικότερη ανάπτυξη σε όλους τους τομείς της οικονομίας.

Ο Πρόεδρος του ΣΒΒΕ υπογράμμισε ότι το 2019 είναι έτος πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, κατά τη διάρκεια του οποίου είναι βέβαιο ότι θα ενταθεί η παροχολογία, τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από την αξιωματική αντιπολίτευση.

Το κλίμα αυτό οδηγεί σίγουρα σε στασιμότητα τη λειτουργία του κράτους και εντείνει την αβεβαιότητα στο πεδίο της υλοποίησης επενδύσεων και της δημιουργίας θέσεων εργασίας.

Από τη μελέτη των μακροοικονομικών στοιχείων για την ελληνική οικονομία, είναι φανερό ότι πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, αφού το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αντί να μειωθεί έχει αυξηθεί κατά πολλά δις.€.

Παράλληλα:

• Η ανεργία βρίσκεται στο 20%,

• Η αποταμίευση, που είναι και ο κινητήρας για τη λειτουργία των τραπεζών, της οικονομίας συνολικά, αλλά ειδικά των επενδύσεων, παραμένει αρνητική,

• Το δημογραφικό πρόβλημα είναι η νάρκη στα θεμέλια του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού μας συστήματος, και,

• Το τραπεζικό σύστημα ουσιαστικά είναι ανύπαρκτο.

Ο κ. Σαββάκης τόνισε ότι το τραπεζικό σύστημα δεν εκπληρώνει τη βασική του αποστολή που είναι η χρηματοδότηση της οικονομίας συνολικά, και των επιχειρήσεων ειδικότερα.

Με τις τράπεζες να έχουν χάσει το 97% της αξίας τους από το 2015, και τα κόκκινα δάνεια να μην διευθετούνται, η αβέβαιη επόμενη μέρα για τις τράπεζες, συνιστά αντίστοιχου μεγέθους αβεβαιότητα για τις εγχώριες επιχειρήσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να επανέλθει σε ρυθμούς ανάπτυξης αν εξακολουθήσει να είναι αποκομμένη από τις πηγές χρηματοδότησής της, είτε αυτές βρίσκονται στο εσωτερικό (τράπεζες) είτε εκτός Ελλάδος (διεθνείς κεφαλαιαγορές).

Επιπλέον των παραπάνω, η παράλογη, και εκτός κάθε πραγματικότητας υπερφορολόγηση, το μόνο που κατάφερε την τελευταία δεκαετία είναι να οδηγήσει σε κλείσιμο πλήθος επιχειρήσεων και να ενισχύσει την παράτυπη εργασία και τον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των ελεύθερων επιχειρηματιών και επιχειρήσεων.

Άρα, η χώρα μας δεν έχει εξέλθει από την κρίση.

Το αντίθετο μάλιστα: επειδή ακριβώς μπαίνει στη φάση που θα πρέπει με παραγωγικές επενδύσεις και διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα να ανακάμψει, απαιτούνται αποφάσεις για μεταρρυθμίσεις και για τη θεσμοθέτηση κατάλληλων πολιτικών, που θα σηματοδοτούν μια πορεία αξιοπιστίας, και οι οποίες θα αποδεικνύουν και προς τους ξένους και προς τους εγχώριους επενδυτές ότι η Ελλάδα μπαίνει σε τροχιά ανάκαμψης.

Θα πρέπει να δοθεί κατά προτεραιότητα έμφαση στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των μεσαίων και των μικρών επιχειρήσεων, αφού το συγκεκριμένο είδος των επιχειρήσεων βρίσκεται διαχρονικά σε δυσμενή θέση, με όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας.

Αντίθετα, οι μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας μας έχουν ανταποκριθεί στρατηγικά στην οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα να είναι επαρκώς διεθνοποιημένες και να αναβαθμίζουν διαρκώς τη δυνατότητα τους για την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Κατά τον ΣΒΒΕ για να γίνει πράξη το κεντρικό ζητούμενο που είναι η ταχύτατη υλοποίηση παραγωγικών επενδύσεων, αποτελεί αδήριτη ανάγκη η μείωση της φορολογίας και η κατάργηση πλήθους επιβαρύνσεων που απομυζούν τη ρευστότητα από τις εγχώριες επιχειρήσεις, άρα αφαιρούν από αυτές την επιχειρηματική τους ικανότητα και τις προοπτικές ανάπτυξής τους.

Παράλληλα, οι ασφαλιστικές και οι εργοδοτικές εισφορές μαζί με το κόστος ενέργειας, απομειώνουν την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων επιχειρήσεων, και ειδικά των μεταποιητικών επιχειρήσεων, με άμεσο αποτέλεσμα τη μειωμένη δυνατότητα από αυτές να ανοίξουν νέες αγορές, λόγω ακριβώς των υψηλότερων τιμών των ελληνικών προϊόντων σε σχέση με τα ανταγωνιστικά τους.

Στο πλαίσιο αυτό, κατά τον ΣΒΒΕ, η επανεκκίνηση της υλοποίησης των παραγωγικών επενδύσεων προτείνουμε να γίνει με ειδικότερα μέτρα, όπως:

1. Την ενίσχυση της αγοράς των «Σύνθετων Εταιρικών Ομολόγων» μέσα και από τις απαιτούμενες φοροελαφρύνσεις που θα δώσουν τη δυνατότητα σε μεμονωμένες υγιείς επιχειρήσεις ή/και σε κλάδους επιχειρήσεων να έχουν πρόσβαση σε ρευστότητα και να πάψουν να εξαρτώνται από το εύθραυστο εγχώριο τραπεζικό σύστημα.

2. Επειδή ακριβώς το εγχώριο τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να μην χρηματοδοτεί την ελληνική οικονομία, αφού αδυνατεί να αντλήσει κεφάλαια σε ανεκτό κόστος, προτείνουμε την υπερεπείγουσα επίλυση του θέματος των κόκκινων δανείων, ώστε να αξιοποιηθεί η σχολάζουσα παραγωγική δυναμικότητα των επιχειρήσεων που σήμερα υπολειτουργούν καθώς και να εξεταστεί η ισχυροποίηση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών ούτως ώστε ο τραπεζικός τομέας να λειτουργήσει με βελτιωμένο τρόπο, να υπάρξει ευχερέστερη πρόσβαση των επιχειρήσεων σε κεφάλαια χρηματοδότησης της λειτουργίας τους, και να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στο τραπεζικό σύστημα.

3. Την έκπτωση δαπανών έρευνας και ανάπτυξης για την ενθάρρυνση της καινοτομίας και την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Στο πλαίσιο αυτό προτείνουμε το ανώτατο ποσοστό των εκπιπτόμενων δαπανών για Έρευνα και Τεχνολογία να ανέρχεται έως και στο 55% της μικτής μισθοδοσίας της επιχείρησης.

4. Τη θεσμοθέτηση φορολογικών κινήτρων αποσβέσεων παγίων

Οι παρακάτω προτάσεις αφορούν σε μία σειρά κινήτρων μέσω των φορολογικών αποσβέσεων των παγίων και έχουν στόχο να βοηθήσουν στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις επενδύοντας σε νέο παραγωγικό εξοπλισμό θα γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικές στο διεθνές περιβάλλον και θα αναπτυχθούν ευκολότερα.

Α. Μέθοδος Φθίνουσας Απόσβεσης: προτείνεται η επαναφορά της μεθόδου της φθίνουσας απόσβεσης για τον εξοπλισμό των παραγωγικών επιχειρήσεων (Μηχανήματα).

Β. Υιοθέτηση νέων συντελεστών και επαναφορά του μέτρου του ανώτερου και κατώτερου συντελεστή: προτείνεται η υιοθέτηση νέων συντελεστών αυξημένων σε ποσοστό τουλάχιστον 50% σε σχέση με τους υπάρχοντες, οι οποίοι θα οριστούν ως ανώτεροι συντελεστές απόσβεσης και σε συνδυασμό με τους υπάρχοντες η επιχείρηση θα μπορεί να επιλέξει τον συντελεστή που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες της.

Γ. Περαιτέρω εφαρμογή της μεθόδου των υπεραποσβέσεων: η μέθοδος των υπεραποσβέσεων χρησιμοποιείται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Προκειμένου να ενισχυθεί η προσπάθεια εκσυγχρονισμού των επιχειρήσεων προτείνεται να επεκταθεί το μέτρο και στις επενδύσεις που αφορούν εξοπλισμό πληροφορικής καθώς και στον μηχανολογικό εξοπλισμό των μεταποιητικών επιχειρήσεων.

Δ. Μέθοδος της αντικατάστασης: το πρόβλημα που παρουσιάζεται σε μία επιχείρηση που επιθυμεί να αντικαταστήσει πάγιο εξοπλισμό της με εξοπλισμό νεότερης τεχνολογίας αφορά στο επιπλέον κόστος που προκύπτει για την πληρωμή φόρων εξαιτίας της φορολόγησης του αποτελέσματος που προκύπτει από την πώληση του παλαιού εξοπλισμού. Δηλαδή, η πώληση του παλαιού μηχανήματος αντιμετωπίζεται ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα.

Με την μέθοδο της αντικατάστασης προτείνεται το κέρδος που προκύπτει από την πώληση του παλαιού μηχανήματος να μειώνει την αξία του νέου και οι αποσβέσεις να υπολογίζονται στην νέα μειωμένη αξία.