(Τελευταία ενημέρωση: 00:34)

Την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας στο ΒΒ, δυο βαθμίδες κάτω από την επενδυτική, διατήρησε ο οίκος Fitch, με το outlook να παραμένει θετικό.

Όπως σημειώνει ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης, η Ελλάδα έχει κατά κεφαλήν εισόδημα που υπερβαίνει κατά πολύ την κλίμακα ΒΒ και ΒΒΒ.

Οι βαθμολογίες σε ότι αφορά τη διακυβέρνηση και τους δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης είναι από τους υψηλότερους σε αυτή την κλίμακα. Αυτά τα πλεονεκτήματα, όμως, έρχονται αντιμέτωπα με τα πολύ υψηλά, αν και μειούμενα, επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) και με πολύ μεγάλα αποθέματα δημόσιου και εξωτερικού χρέους.

Οι θετικές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την αναμενόμενη συνέχιση της μείωσης του χρέους του δημόσιου τομέα, στο πλαίσιο χαμηλού κόστους δανεισμού, και ενός επιπέδου ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, παρά την επιδείνωση των προοπτικών στην ευρωζώνη τους τελευταίους μήνες.

Το χρέος

Οι προβλέψεις της Fitch για τα δημόσια οικονομικά υποδηλώνουν σταθερή πτώση του λόγου του δημόσιου χρέους/ΑΕΠ μέχρι το 2024. Ο οίκος αναμένει ότι ο λόγος χρέους θα μειωθεί στο 175,4% έως το τέλος του 2022, κάτω από το προ πανδημίας επίπεδό του και κάτω από το 193,3 % στο τέλος του 2021.

Στη συνέχεια, ο δείκτης χρέους θα μειωθεί στο 174,4%, πριν φτάσει στο 170,4% στο τέλος του 2024, καθώς το ισοζύγιο του πρωτογενούς προϋπολογισμού θα επανέλθει σε πλεόνασμα. Ο δείκτης χρέους το 2024 εξακολουθεί να προβλέπεται να είναι μεταξύ των υψηλότερων με αξιολόγηση και πάνω BB.

Όπως επισημαίνει ο Οίκος, υπάρχουν ελαφρυντικοί παράγοντες που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Το απόθεμα ρευστότητας της Ελλάδας είναι σημαντικό (προβλέπεται ότι θα είναι κοντά στο 17% του ΑΕΠ στο τέλος του έτους).

Τα κόστη εξυπηρέτησης παραμένουν χαμηλά και ο σχεδιασμός των δόσεων είναι διαχειρίσιμος. Οι προτεινόμενες αλλαγές από τη Eurostat θα οδηγήσουν τις εγγυήσεις προς τις τράπεζες μέσω του Ηρακλή να συμπεριληφθούν στο χρέος γενικής κυβέρνησης. Αυτό θα αυξήσει το ύψος του χρέους κατά 13,8 δισ. ευρώ (8,8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ για το 2022).

Οι ομολογιακές αποδόσεις έχουν ενισχυθεί το τελευταίο τρίμηνο, με το 10ετές μόλις κάτω από το 5% στα τέλη Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, ο δείκτης τόκων προς έσοδα θα αυξηθεί μόνο σταδιακά προς το 6% περίπου το 2024. Η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους είναι μεταξύ των μεγαλύτερων, στα 19 χρόνια περίπου. Επιπλέον, τα επιτόκια είναι σταθερά, περιορίζοντας την επίπτωση των αυξήσεων επιτοκίων.

Κυβερνητική στήριξη, έλλειμμα, προϋπολογισμός

Το καθαρό κόστος για τον φετινό προϋπολογισμό από τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης για τον μετριασμό του αντίκτυπου της ενεργειακής κρίσης ανέρχεται σε περίπου 4,5 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου στο  2,2% του προβλεπόμενου ΑΕΠ.

Το συνολικό ποσό της κυβερνητικής στήριξης είναι περίπου τέσσερις φορές υψηλότερο, αλλά αντισταθμίζεται από έναν μηχανισμό επιστροφής (clawback) που αφορά τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας. Η ενίσχυση των εσόδων και η άρση των μέτρων στήριξης για την πανδημία του κορονοϊού σημαίνουν ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί φέτος στο 4,5% του ΑΕΠ από 7,4% το 2021.

Το σχέδιο προϋπολογισμού του 2023 προβλέπει μέτρα διακριτικής ευχέρειας με κόστος που εκτιμάται από την κυβέρνηση στα 3,2 δισ. ευρώ (περίπου 1,5% του προβλεπόμενου ΑΕΠ). Το ασθενέστερο μακροοικονομικό περιβάλλον και τα νέα μέτρα που αυξάνουν το έλλειμμα έκαναν τον αμερικανικό Οίκο να αναθεωρήσει προς τα πάνω την πρόβλεψή του για το έλλειμμα του 2023 σε 3,5% του ΑΕΠ, από 2,4% τον Ιούλιο. Με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 2024, το έλλειμμα θα μειωθεί στο 2,3%.

Οι εκτιμήσεις του οίκου για τα δημόσια οικονομικά υποδηλώνουν ότι το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο θα είναι ελλειμματικό φέτος και το επόμενο έτος (-2,2% και -0,9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα) και στη συνέχεια θα επιστρέψει σε ένα μικρό πλεόνασμα το 2024. Ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης προβλέπει επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023. Οι πιο απαισιόδοξες μακροοικονομικές προοπτικές του οίκου είναι ο κύριος παράγοντας αυτής της διαφοράς. Ένας βασικός κίνδυνος για τα δημόσια οικονομικά είναι ότι οι υψηλότερες του αναμενομένου τιμές ενέργειας θα έχουν και περαιτέρω αυξήσεις των επιδοτήσεων, ιδίως ενόψει των βουλευτικών εκλογών που θα διεξαχθούν έως τον Ιούλιο του 2023.

Μακροοικονομική ανθεκτικότητα και η αναμενόμενη επιβράδυνση

Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,4% το α’ εξάμηνο σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους. Οι μακροοικονομικές προοπτικές επιδεινώθηκαν απότομα τους τελευταίους μήνες, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να επιδεινώνει την άνοδο των τιμών της ενέργειας και να επηρεάζει την εμπιστοσύνη, και τον υψηλό πληθωρισμό να πλήττει τα πραγματικά εισοδήματα και τη δυναμική της κατανάλωσης.

Ο οίκος αναμένει πλέον πλήρη ή σχεδόν πλήρη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου από αγωγούς προς την Ευρώπη. Παρά την επιβράδυνση της δραστηριότητας το β’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ φέτος αναμένεται να είναι στο 5,5%.

Η οικονομική δραστηριότητα θα παραμείνει στάσιμη κατά το α’ εξάμηνο του επόμενου έτους, πριν αναπτυχθεί κατά το β’ εξάμηνο. Ο οίκος σημειώνει ακόμη ότι αναμένεται αρνητικός ρυθμός του ΑΕΠ το 2023 (-0,2%). Η ανάκαμψη αναμένεται να παγιωθεί περισσότερο το 2024, με σταθερή ανάπτυξη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, που συνεπάγεται ετήσια αύξηση 1,8%.

Πράγα: Οικονομία, ενεργειακή κρίση και «μαχαίρια» στην άτυπη Σύνοδο Κορυφής

Πώς θα «γλιτώσουν» οι ιδιοκτήτες ακινήτων από τον πονοκέφαλο του Ε9

Nτεμπούτο το 2023 για το πρώτο One & Only Kea Island στην Τζιά – Αλλάζει το μετοχικό σχήμα (pics)