Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δημοσίευσε σήμερα την ενοποιημένη χρηματοπιστωτική ανακοίνωση που εκδίδει κάθε μήνα, όπως επιβάλλουν οι συνθήκες και το καταστατικό της. Σε αυτή δημοσιεύονται οι αγορές ομολόγων και οι άλλες χρηματοπιστωτικές πράξεις που κάνει η νομισματική αρχή του ευρώ.

Το ενδιαφέρον εστιάζει στο προσωρινό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για τον κορωνοϊό, το PEPP (Pandemic Emergency Purchase programme) το οποίο ξεκίνησε το Μάρτιο και στο οποίο συμπεριελήφθη και η Ελλάδα. Οι αγορές ευρωπαικών κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, κρατούν τις τιμές τους ψηλά και τις αποδόσεις τους χαμηλά, απορροφώντας τις κινήσεις πανικού επενδυτών που μπορεί να ξεφορτωθούν κάποια ευρωπαίκά ομόλογα, κυρίως της περιφέρειας.

Ο συνολικός – αρχικά ανακοινωθείς – «κουμπαράς» του προγράμματος αγορών ομολόγων PEPP είναι 750 δισεκατομμύρια.

Τον Απρίλιο η ΕΚΤ αγόρασε ομόλογα αξίας 118.810.000.000 ευρώ.

Τον Μάϊο η ΕΚΤ αγόρασε άλλα €115.855.000.000.

Απολογισμός του πρώτου διμήνου του PEPP

Συνολικά δηλαδή τους δυο πρώτους μήνες της λειτουργίας του το PEPP έχει αγοράσει ομόλογα συνολικής αξίας 234,7 δισεκ. ευρώ. Με αυτό το ρυθμό αγορών, ο συνολικός προϋπολογισμός του PEPP θα έχει εξαντληθεί ως τον Οκτώβριο. Για αυτό το λόγο οι περισσότεροι αναλυτές προεξοφλούν ότι η κυρία Λαγκάρντ και το ΔΣ της ΕΚΤ θα ανακοινώσουν την Πέμπτη, μετά τη συνεδρίαση για τη νομισματική πολιτική, επέκταση του προγράμματος. Άλλωστε τόσο οι Λαγκάρντ όσο και άλλοι επιτελείς της ΕΚΤ έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι το πρόγραμμα θα αυξηθεί για όσο κριθεί απαραίτητο, και πάντως σίγουρα θα καλύψει τις πυροσβεστικές ανάγκες του «πανδημικού» 2020.

Πάντως οι αγορές των 235 δισ. ευρώ βοήθησαν ώστε οι αποδόσεις της περιφέρειας (ενδεικτικό κόστος δανεισμού για τα κράτη) να υποχωρήσουν μετά το άλμα που είχαν κάνει στο αρχικό σοκ της αρχής της πανδημίας στην Ευρώπη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΕΚΤ με τα διάφορα προγράμματα της, απορρόφησε το σύνολο των νέων εκδόσεων ιταλικού χρέους το τελευταίο δίμηνο (€51 δισ., με το μεγαλύτερο βάρος να το σηκώνει το PEPP με αγορές €37,3 δισ.). Αντίστοιχα η απόδοση του δεκαετούς ιταλικού ομολόγου υποχώρησε από σχεδόν 2,4% στις αρχές Μαρτίου στο 1,5% σήμερα

Η στήριξη στην Ελλάδα

Η παρέμβαση της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα μείωσε τις αποδόσεις τους: Στο δεκαετές υποχώρησε από σχεδόν 4% σε 1,48% σήμερα. Το ενδεικτικό κόστος δανεισμού στη δεκαετία δηλαδή υποδιπλασιάστηκε. Αυτή ήταν η θετική επίδραση της απόφασης της ΕΚΤ να συμπεριλάβει για πρώτη φορά και την Ελλάδα σε πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, το QE κορωνοϊού (PEPP).

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε σήμερα η ΕΚΤ αγόρασε ομόλογα του ελληνικού δημοίου αξίας 4,7 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει σχεδόν το 10% των ελληνικών κρατικών ομολόγων που είναι σήμερα σε κυκλοφορία.   

 

Αναλογική βοήθεια στην Ελλάδα – λίγο παραπάνω στην Ιταλία

Η ΕΚΤ «μοιράζει» τις αγορές στα προγράμματα ομολόγων, ανάλογα με τη συμμετοχή της κεντρικής τράπεζαας κάθε χώρας στο Ευρωσύστημα.

Η συμμετοχή της ΤτΕ είναι στο 2%. Το ποσό των αγορών ελληνικών ομολόγων (€4,7 δισ) έναντι των συνολικών (€234 δισ.) είναι επίσης 2%. Πράγμα που σημαίνει ότι η ΕΚΤ βοήθησε αναλογικά την Ελλάδα, αγόρασε δηλαδή όσα ομόλογα προβλέπει η αναλογία της χώρας στο Ευρωσύστημα

Στην περίπτωση της Ιταλίας η ΕΚΤ χρειάστηκε να σπρώξει λίγο περισσότερο. Το ποσό που δαπανήθηκε για αγορά Ιταλικών ομολόγων αντιπροσωπεύει σχεδόν το 15,9% των αγορών ομολόγων στα πλαίσια του PEPP. Όμως το ποσοστό της Τράπεζας της Ιταλίας στο ευρωσύστημα είναι 13,8. Δηλαδή η ΕΚΤ αγόρασε στο πλαίσιο του PEPP 5 δισεκατομμύρια επιπλεόν ιταλικών ομολόγων (λίγο παραπάνω από τη βοήθεια που έδωσε στην Ελλάδα!).

Το Πρόγραμμα PEPP βέβαια διαθέτει την ευελιξία για να μπορεί να επέμβει σε συγκεκριμένες αγορές ομολόγων χωρίς να παρακολουθεί αυστηρά μήνα τον μήνα τη στάθμιση της κάθε χώρας στο Ευρωσύστημα. Ωστόσο η τελευταία παρατήρηση μπορεί να θεωρηθεί θετική για την Ελλάδα με την έννοια ότι μέχρι στιγμής δεν απαιτεί περισσότερα πυρομαχικά από όσα της αναλογούν, ενώ το κόστος δανεισμού στη δεκαετία όπως διαμορφώνεται από τις αγορές και το σπρεντ σε σχέση με το γερμανικό δεκαετές, είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο ιταλικό.