Συνεχίστηκε στην Ολοµέλεια του Συµβουλίου της Επικρατείας η «μάχη» µεταξύ ∆ηµοσίου και εν ενεργεία δηµοσίων υπαλλήλων για τα κοµµένα δώρα.

Το ΣΤ’ Τµήµα του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου έχει ήδη κρίνει αντισυνταγµατική την περικοπή των επιδοµάτων και των δώρων και στην χθεσινή συζήτηση οι δημόσιοι υπάλληλοι μέσω των δικηγόρων τους (δικαστικοί υπάλληλοι) ζήτησαν από την Ολοµέλεια µια ηθική δικαίωση.

Η κατάργηση των δώρων έγινε επειδή το ήθελε η Μέρκελ , ανέφεραν οι δικηγόροι, κάτι που δεν έγινε ούτε επί Γερμανικής κατοχής, ούτε επί επταετίας. Το θέμα της περικοπής δεν είναι οικονομικό θέμα όπως θέλει να προβάλλουν οι εκπρόσωποι του Δημοσίου, αλλά καθαρά νομικό, προσέθεσαν οι δικηγόροι των υπαλλήλων.

Για την κάλυψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι εύκολη η λύση των περικοπών των δώρων, σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών οι οποίες συνεχώς πλήττονται και μαστίζονται από την κρίση, όμως έτσι με το την τακτική αυτή παραβιάζονται βασικές συνταγματικές αρχές, όπως είναι της ισότητας και της αναλογικότητας) κάτι εξάλλου που έχει αναφερθεί στις αποφάσεις του ΣΤ΄ Τμήματος, προσέθεσαν οι δικηγόροι των δημοσίων υπαλλήλων.

Το ΣΤ΄ Τμήμα έχει κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των δώρων των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων, υπαλλήλων ΟΤΑ, ΝΠΔΔ και ΜΠΙΔ, κ.λπ. και λόγω της αντισυνταγματικότητας παρέπεμψε προς οριστική κρίση το όλο ζήτημα στην Ολομέλεια του ΣτΕ.

Σύμφωνα με το σκεπτικό των αποφάσεων του ΣΤ΄ Τμήματος (2626-2635/2018) οι επίμαχες περικοπές που έγιναν με το νόμο 4093/2012 από 1.1.2013, αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

Τι απαντά το ∆ηµόσιο

Κατά την ακροαματική συζήτηση η Κωνσταντίνα Φιλοπούλου ανέγνωσε τις παραπεμπτικές αποφάσεις που έχουν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των δώρων, χωρίς να εκφράσει κάποια θέση επί της υπόθεσης ως εισηγήτρια, καθώς δεν επιτρέπεται μετά την εδώ και χρόνια αλλαγή του κανονισμού λειτουργίας του ΣτΕ.
Οι συνήγοροι του Δημοσίου (ΝΣΚ) Νικόλαος Δασκαλαντωνάκης και Βασιλική Πανταζή επισήμαναν ότι η Κυβέρνηση έχει δικαίωμα περικοπής των επιδομάτων, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι «έχασαν τον 13ο και 14ο μισθό για να διατηρήσουν τον 12ο μισθό».

Ακόμη, δεν παρέλειψαν οι δικηγόροι του Δημοσίου να κάνουν σύγκριση μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, επισημαίνοντας ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν σταθερή εργασία, ενώ οι ιδιωτικοί υπάλληλοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα μεγάλης ανεργίας, δεν πληρώνονται από τους εργοδότες τους και ο μισθός τους είναι 580 ευρών, δηλαδή κατά 1/3 χαμηλότερος από αυτό των δημοσίων υπαλλήλων.

Επίσης, προσέθεσαν οι εκπρόσωποι του Δημοσίου ότι πολύ μεγάλος αριθμός εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα έχει φύγει στο εξωτερικό για να βρει εργασία, ενώ οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν αλλάζουν χώρα.

Σε περίπτωση που δοθούν αναδρομικά τα επιδόματα στους δημοσίους υπαλλήλους διαταράσσεται η δημοσιονομική ισορροπία και θα αυξηθεί η φορολογία όλων των πολιτών, καθώς δεν θα υπάρχει δημοσιονομικό πλεόνασμα και δεν θα είναι βιώσιμο το χρέος, ανέφεραν οι εκπρόσωποι του ΝΣΚ και προσέθεσαν ότι η περικοπή των επιδομάτων δεν θίγει την αξιοπρεπή διαβίωση των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά ούτε τους θέτει σε αρνητική οικονομική κατάσταση.

Μάλιστα οι δύο συνήγοροι του Δημοσίου ζήτησαν από το δικαστήριο να απορριφθούν οι παρεμβάσεις, υπέρ των αποφάσεων του ΣΤ΄ Τμήματος, της ΑΔΕΔΥ και άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων από το χώρο των νοσοκομείων, των διδασκάλων, κ.λπ.

«Καµπανάκι» της Α∆Ε∆Υ

Εµµεσο καµπανάκι προς τους εν ενεργεία δηµοσίους υπαλλήλους να κατοχυρώσουν τα αναδροµικά τους κρούει η Α∆Ε∆Υ. Το τριτοβάθµιο συνδικάτο έκανε χθες νοµική παρέµβαση στη συνεδρίαση της Ολοµέλειας του ΣτΕ, αφού το θέµα αφορά το σύνολο των δηµοσίων υπαλλήλων. Μετά τη συνεδρίαση η Α∆Ε∆Υ εξέδωσε ανακοίνωση, εκτιµώντας ότι ο χρόνος δηµοσίευσης της κοµβικής απόφασης µπορεί να αποδειχθεί συντοµότερος από το σύνηθες, που είναι τέσσερις µε έξι µήνες. ∆εδοµένης της ταχύτητας µε την οποία προσδιορίστηκε η δίκη στην Ολοµέλεια, το συνδικάτο εκτιµά πως η δηµοσίευση της απόφασης θα πρέπει να αναµένεται «εντός των πλαισίων που η νοµική γνωµοδότηση της Α∆Ε∆Υ προσδιόρισε».

Υπενθυµίζεται πως το συνδικάτο έχει αποστείλει στις 42 οµοσπονδίες-µέλη του τη γνωµοδότηση της νοµικής της συµβούλου, που καταλήγει πως «η πλήρης δικαστική κατοχύρωση για τη διεκδίκηση καταργηθέντων επιδοµάτων εορτών και αδείας συνίσταται στην άσκηση αγωγής µέχρι τον χρόνο δηµοσίευσης της απόφασης της Ολοµέλειας».

Η ίδια γνωµοδότηση συνιστά την άσκηση αγωγών µέχρι τις 15 Μαρτίου ή το αργότερο µέχρι τα τέλη Μαρτίου. Στόχος είναι οι δηµόσιοι υπάλληλοι να κατοχυρωθούν απέναντι σε µια ενδεχόµενη κρίση της Ολοµέλειας που µπορεί να αποκλείει από τα αναδροµικά όσους δεν έχουν ασκήσει ένδικα µέσα µέχρι την ηµεροµηνία δηµοσίευσης της απόφασης.

Ανησυχία από τους δανειστές

οι δανειστές κατά την πρόσφατη επίσκεψή τους στην Αθήνα βομβάρδισαν με ερωτήσεις την υπουργό Εργασίας κ. Εφη Αχτσιόγλου για το πλάνο χειρισμών της κυβέρνησης, ποιες άλλες δικαστικές αποφάσεις αναμένονται, τι αφορούν και πόσο κοστίζουν τα αναδρομικά που από τον Ιούνιο του 2015 και επί 3,5 χρόνια αποτελούν μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα που καμιά κυβέρνηση δε θέλει να μείνει στα δικά της χέρια.

Οι δανειστές συζήτησαν μάλιστα και το ενδεχόμενο λήψης πρόσθετων μέτρων αν «σκάσει» η δημοσιονομική βόμβα της επιστροφής των αναδρομικών στους συνταξιούχους ώστε να μην υπάρξει εκτροχιασμός που θα θέσει σε κίνδυνο την υποχρέωση της χώρας για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ. Η ίδια η υπουργός έχει εκτιμήσει ότι το κόστος της καταβολής των αναδρομικών φτάνει τα 4,5 δισ. ευρώ ετησίως ,ποσό αστρονομικό που προκαλεί ανησυχία στους θεσμούς.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των δανειστών το κόστος των αναδρομικών θα ανέλθει στο δυσθεώρητο ποσό των 18 δισ. ευρώ ( σύμφωνα με άλλους ειδικούς το κόστος φθάνει τα 25 δισ), στην περίπτωση που κριθεί ότι πρέπει να επιστραφούν αναδρομικά από το 2012 έως και το τέλος του 2018. Αν και το κόστος, βάσει των μέχρι σήμερα δικαστικών εξελίξεων, ενδέχεται να είναι σημαντικά χαμηλότερο, παραμένει απόλυτα απαγορευτικό για αυτήν αλλά και για όποια επόμενη κυβέρνηση.
Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας πάντως (Αχτσιόγλου, Πετρόπουλος) υποστηρίζει ότι μεγαλύτερες πιθανότητες να δικαιωθούν έχουν οι αγωγές που αφορούν το χρονικό διάστημα από το 2012 έως την πρώτη απόφαση του ΣτΕ (Ιούνιος 2015). Εάν κριθεί ότι οι επιστροφές αφορούν το διάστημα από την πρώτη απόφαση του ΣτΕ (Ιούνιος 2015) έως και το τέλος του 2018, το κόστος φθάνει στα 17 δισ. ευρώ. Εάν η περίοδος επιστροφών αφορά το διάστημα από την απόφαση του ΣτΕ έως την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου (Μάιος 2016) τότε το κόστος εκτιμάται στα 4 δισ. ευρώ .