«Η υπερχρέωση της ελληνικής οικονομίας, η συμφωνία για την επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων και ο κίνδυνος μιας ασθενούς και αργοπορημένης αντίδρασης της ΕΕ, μπορούν να μετατρέψουν μια συγκυριακή και ελεγχόμενη μείωση του ΑΕΠ σε μόνιμη και διαρκή ύφεση» επισημαίνει σε μελέτη του το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος.

Σύμφωνα με τη μελέτη, η μείωση στην ελληνική οικονομία θα είναι σημαντική, προσεγγίζοντας τα επίπεδα της ύφεσης του 2011 και 2012. Επιπρόσθετα επισημαίνει ότι «η πλειονότητα των ευεργετικών μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης εξαρτώνται άμεσα από τις αποφάσεις και τις πολιτικές της ΕΕ και όχι από εγχώριες πολιτικές».

Μάλιστα υπερτονίζει ότι η υπερχρέωση της ελληνικής οικονομίας, η συμφωνία για την επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων και ο κίνδυνος μιας ασθενούς και αργοπορημένης αντίδρασης της ΕΕ, μπορούν να μετατρέψουν μια συγκυριακή και ελεγχόμενη μείωση του ΑΕΠ σε μόνιμη και διαρκή ύφεση.

Επίπονη η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς – Πτώση στην κατανάλωση

Αναφορικά με την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς, του Οικονομικό Επιμελητήριο το χαρακτηρίζει ως μία επίπονη διαδιακασία.

«Η ανάκαμψη της επόμενης χρονιάς του 2021 θα εξαρτηθεί από τον τρόπο αντίδρασης κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι δεν θα είναι αυτονόητη η επιστροφή στην ανάπτυξη το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα μετά τη λήξη των περιοριστικών μέτρων» αναφέρει η μελέτη, υπογραμμίζοντας ότι «εκτιμάται ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης θα είναι μια επίμονη διαδικασία».

Χρειάζεται να αναφερθεί ότι η κατανάλωση, η οποία συντελεί με ουσιαστικό τρόπο στη διαμόρφωση του ΑΕΠ δεν θα εκτιναχθεί μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, σημειώνεται στην σχετική μελέτη.

«Οι καταναλωτές θα στραφούν στην αποταμίευση και θα αρχίσουν να μετριάζουν την κατανάλωσή τους φοβούμενοι μια επαναφορά της πανδημίας και μια έκρηξη της ανεργίας μπροστά στην αδυναμία των επιχειρήσεων να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη θα αργήσει να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα» υπογραμμίζει.

Γιατί η ελληνική οικονομία είναι πιο ευάλωτη

Σύμφωνα με τη μελέτη, τέσσερα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που καθιστούν την ελληνική οικονομία την πιο ευάλωτη στην κρίση σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες.

  1. Το σημαντικό ποσοστό των μικρών επιχειρήσεων,
  2. Το μικρό ποσοστό του εργατικού δυναμικού που μπορεί να εργασθεί με Τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων,
  3. Το υψηλό ποσοστό της συνεισφοράς στο ΑΕΠ του τομέα των υπηρεσιών που επηρεάζονται από την κρίση και τέλος,
  4. Τα περιορισμένα δημοσιονομικά μέσα για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία διεθνών οργανισμών (ΟΟΣΑ, ΔΝΤ), που δημοσιεύονται στο περιοδικό The Economist (18/4/2020), οι εργασίες οι οποίες δεν μπορούν να γίνουν ηλεκτρονικά ή από το σπίτι στην ελληνική οικονομία ανέρχονται στο 68% του συνόλου.

Επιπλέον, στη διαμόρφωση της προστιθέμενης αξίας, η συμμετοχή του λιανικού εμπορίου, της εστίασης και της φιλοξενίας, των μεταφορών, του τουρισμού προσεγγίζει το 30% του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη, αξιοσημείωτη είναι επίσης στην ελληνική οικονομία, η σημαντική συμβολή των μικρών επιχειρήσεων στην παραγωγική διαδικασία. Και τέλος, η αδυναμία ενίσχυσης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων λόγω του υφιστάμενου επιπέδου δανεισμού.

Περιορισμένες οι κινήσεις ευελιξίας

Η μελέτη επισημαίνει ότι το ύψος του ελληνικού δημόσιου χρέους κάνει ουσιαστικά αδύνατη την προσφυγή στο δανεισμό για τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών δράσεων και επιπλέον ακόμα και η μικρή επιδείνωση του προφίλ του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, θα αυξήσει το συστημικό ρίσκο της αγοράς πιστώσεων της οικονομίας οδηγώντας τα επιτόκια σε άνοδο.

Μάλιστα, για τους παραπάνω λόγους, η υπερχρέωση (η πτώση του ΑΕΠ θα εκτινάξει το λόγο χρέους προς το ΑΕΠ σε άνω του 210%, σημειώνεται στη μελέτη) και οι συμφωνίες για την επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων, περιορίζουν τους βαθμούς ελευθερίας της Ελληνικής Κυβέρνησης.

«Κόκκινα» δάνεια

Στη μελέτη του το Οικονομικό Επιμελητήριο σημειώνει ότι η επικείμενη ύφεση θα ανακόψει την καθοδική πορεία και θα αποτελέσει την αιτία για τη δημιουργία νέων μη-εξυπηρετούμενων δανείων, κάτι το οποίο θα επιδράσει αρνητικά στα οικονομικά αποτελέσματα των τραπεζών, ενώ χαρακτηρίζει ως αδύναμο κρίκο την εστίαση και τον ξενοδοχειακό κλάδο.

Επικαλούμενη στοιχεία του Σεπτεμβρίου του 2019, σημειώνει ότι το σύνολο των δανείων είναι περίπου 170 δισ. ευρώ και το σύνολο των μη-εξυπηρετούμενων δανείων περίπου 71 δισ. Ευρώ, ενώ το σύνολο των υφιστάμενων δανείων σε «Υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης» είναι περίπου 7,5 δισ. Ευρώ.

Ο κλάδος των ξενοδοχείων και της εστίασης αναμένεται να δεχθεί ισχυρό πλήγμα, σημειώνει, ενώ εκτιμά ότι μια ρεαλιστική εκτίμηση είναι ότι το 40-50% αυτών των δανείων μπορεί να σταματήσουν να αποπληρώνονται σύμφωνα με τις συμβατικές υποχρεώσεις και να αυξήσουν αντίστοιχα το απόθεμα μη-εξυπηρετούμενων δανείων.

Η διάρκεια της κρίσης και ο κίνδυνος μακροχρόνιας ύφεσης

Σε μία προσπάθεια να δώσει ένα χρονοδιάγραμμα για τη διάρκεια της κρίσης, οι μελέτη επισημαίνει ότι δύσκολα μπορεί να γίνει ασφαλής πρόβλεψη.

«Από τις λίγες οικονομικές αναλύσεις που υπάρχουν φαίνεται ότι οι οικονομίες ανακάμπτουν γρηγορότερα μετά τους πολέμους (ένα με δύο έτη) και με αργότερους ρυθμούς μετά τις πανδημίες. Σε οποιαδήποτε περίπτωση η αντιμετώπιση της κρίσης θα χρειαστεί την επανασχεδίαση πολιτικών και τη χρήση μέτρων από τις κυβερνήσεις που χρησιμοποιήθηκαν αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» σημειώνει η μελέτη του Οικονομικού Επιμελητηρίου.

«Η αντιμετώπιση της κρίσης εντός του πλαισίου προηγούμενων δεκαετιών της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η πρόωρη απόσυρση των υποστηρικτικών μέτρων θα έχει ως βέβαιο αποτέλεσμα τη μακροχρόνια ύφεση» τονίζει η μελέτη.

Ποιες λύσεις προκρίνει η μελέτη του Οικονομικού Επιμελητηρίου

Η παρέμβαση του κράτους πρέπει να έχει δύο βασικούς, αλληλένδετους στόχους, με σκοπό να κλείσουν όσο το δυνατόν περισσότερο οι «τρύπες» στους ισολογισμούς των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Οι στόχοι πρέπει να είναι η σταθεροποίηση της εσωτερικής ζήτησης και η χρηματοοικονομική σταθερότητα των επιχειρήσεων και του τραπεζικού κλάδου, σημειώνει στη μελέτη το Οικονομικό Επιμελητήριο.

Για να μετριαστούν οι επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τους υφιστάμενους δημοσιονομικούς περιορισμούς, θα πρέπει να αρθούν οι δεσμεύσεις για υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα το 2021 και το 2022. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι:

Οι ελληνικές τράπεζες δεν θα αντιμετωπίσουν προβλήματα ρευστότητας, αλλά εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες όσον αφορά τους δείκτες φερεγγυότητας.

Τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια θα αυξηθούν και τα οικονομικά αποτελέσματα των τραπεζών θα επιδεινωθούν. Η καθαρή θέση των τραπεζών αποτελείται ως επί το πλείστον από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις. Εάν η χρήση του 2020 κλείσει με ζημιές, όπως αναμένεται, σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία οι τράπεζες θα χρειαστούν αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με αποκλειστική συμμετοχή του Δημοσίου.

Τα μέτρα που έχει εξαγγείλει το ΥΠΟΙΚ αναφορικά με τις κρατικές εγγυήσεις και την επιδότηση δανείων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.

Τα μέτρα που έχει ανακοινώσει η ΕΚΤ αναφορικά με την τραπεζική εποπτεία θα βοηθήσουν τις ελληνικές τράπεζες να απορροφήσουν μέρος των ζημιών τηρώντας παράλληλα τα όρια κεφαλαιακής επάρκειας.

Επανασχεδιασμός ή και αναστολή του σχεδίου «Ηρακλής» εάν επιδεινωθεί σημαντικά η ποιότητα των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων της τιτλοποίησης.

Η λύση που θα πρέπει να προκριθεί είναι η μεταφορά μη-εξυπηρετούμενων δανείων και αντίστοιχων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων εκτός τραπεζικών ισολογισμών σε δημόσιο φορέα διαχείρισης (Natonal Asset Management Agency) και δημιουργία Bad Bank. Χρειάζεται άμεση εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, ταχεία απομείωση των NPEs/NPLs και περαιτέρω αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα.