Ιδιαίτερα προνόμια, απαλλαγές και ελαφρύνσεις, προσφέρει στις επιχειρήσεις το υπουργείο Οικονομικών, για να επιλέξουν την μετάβαση στην ηλεκτρονική τιμολόγηση.

Στο άρθρο 48 στο σχέδιο νόμου «Πλαίσιο χορήγησης μικροχρηματοδοτήσεων» το οποίο ψηφίστηκε, ορίζονται τα εξής:

1. Εφόσον επιλεγεί η χρήση των «Υπηρεσιών Παρόχου Ηλεκτρονικής Έκδοσης Στοιχείων» για την έκδοση, διαβίβαση και λήψη παραστατικών πώλησης  (ηλεκτρονική τιµολόγηση µέσω Παρόχου), η επιλογή αυτή δηλώνεται ηλεκτρονικά στη Φορολογική Διοίκηση και αποτελεί τον µόνο τρόπο έκδοσης, διαβίβασης και αρχειοθέτησης των παραστατικών πώλησης της οντότητας για το σύνολο της ασκούµενης δραστηριότητάς της.

2. Η επιλογή και η δήλωση της ηλεκτρονικής τιµολόγησης µέσω Παρόχου αποκλείει την έκδοση τιµολογίων σε έντυπη µορφή για όσο χρονικό διάστηµα ισχύει.

3. Για τις οντότητες που επιλέγουν την ηλεκτρονική τιµολόγηση µέσω Παρόχου και υπό την προϋπόθεση ότι την εφαρµόζουν αποκλειστικά για την έκδοση των παραστατικών πωλήσεων κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους ή των φορολογικών ετών για τα οποία έχει γίνει η επιλογή αυτή, προβλέπονται κατά περίπτωση τα εξής:

α) Η προθεσμία Παραγραφής, εντός της οποίας η Φορολογική Διοίκηση µπορεί να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιµώµενου ή διορθωτικού προσδιορισµού φόρου, περιορίζεται κατά δύο (2) έτη, δηλαδή μειώνεται από τα 5 έτη στα 3 έτη.

β) Η δαπάνη για την αρχική προµήθεια τεχνικού εξοπλισµού και λογισµικού που απαιτείται για την εφαρµογή της ηλεκτρονικής τιµολόγησης, αποσβένεται για σκοπούς του παρόντος Κώδικα πλήρως στο έτος πραγµατοποίησής της, προσαυξηµένη κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%).

γ) Η δαπάνη για την παραγωγή, διαβίβαση και ηλεκτρονική αρχειοθέτηση ηλεκτρονικών τιµολογίων για το 1ο έτος έκδοσης των παραστατικών πώλησης µέσω ηλεκτρονικής τιµολόγησης που αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα από επιχειρηµατική δραστηριότητα, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 100%.

δ)  η διορία ικανοποίησης για αιτήµατα επιστροφής φόρου, τα οποία αφορούν το φορολογικό έτος ή τα φορολογικά έτη, για τα οποία οι εκδότες επιλέγουν και εφαρµόζουν αποκλειστικά την ηλεκτρονική τιµολόγηση, περιορίζεται σε σαράντα πέντε (45) ηµέρες.

4. Επιχειρήσεις και επιτηδευματίες που επιλέγουν την ηλεκτρονική τιµολόγηση µέσω Παρόχου ως τρόπο έκδοσης, διαβίβασης και αρχειοθέτησης των παραστατικών πωλήσεών τους, δεν απαιτείται να προβούν σε ξεχωριστή δήλωση ως προς τη λήψη, καθώς θεωρείται ότι έχουν επιλέξει ταυτόχρονα τη χρήση της ηλεκτρονικής τιµολόγησης µέσω Παρόχου, ως αποδεκτό τρόπο λήψης των παραστατικών πώλησης.

5. Όσοι επιλέγουν τη χρήση ηλεκτρονικής τιµολόγησης µέσω οποιουδήποτε Παρόχου µόνο κατά το µέρος που αποδέχονται τα σχετικά παραστατικά, η προθεσµία εντός της οποίας η Φορολογική Διοίκηση µπορεί να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιµώµενου ή διορθωτικού προσδιορισµού φόρου για το έτος ή τα έτη που επιλέγουν και εφαρµόζουν αποκλειστικά την ηλεκτρονική τιµολόγηση,  περιορίζεται κατά ένα (1) έτος, από τα 56 στα 4 έτη.

6.   Τα κίνητρα παρέχονται στις οντότητες που θα επιλέξουν την ηλεκτρονική τιµολόγηση µέσω Παρόχου για τα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουάριου 2020 και µετά και χορηγούνται από το πρώτο έτος, στο οποίο εφαρµόζεται η ηλεκτρονική τιµολόγηση, µέχρι και το φορολογικό έτος 2022.

Τα κίνητρα παρέχονται από φέτος για το φορολογικό έτος 2020, εφόσον σωρευτικά:

α) η σχετική επιλογή δηλωθεί εντός δύο (2) µηνών από την έναρξη ισχύος της υποχρέωσης διαβίβασης των παραστατικών στην ψηφιακή πλατφόρµα myDATA της Φορολογικής Διοίκησης,

β) η ηλεκτρονική τιµολόγηση εφαρµόζεται ως αποκλειστικός τρόπος έκδοσης και λήψης των παραστατικών πωλήσεων ή ως αποδεκτός τρόπος λήψης, για ολόκληρο το διάστηµα από την ηµεροµηνία υποβολής δήλωσης

γ) τα δεδοµένα των παραστατικών που έχουν εκδοθεί ή ληφθεί µε διαφορετικό τρόπο ως την έναρξη της ηλεκτρονικής τιμολόγησης,  διαβιβάζονται στη Φορολογική Διοίκηση εντός συγκεκριμένων προθεσµιών που θα ορίζονται στην νοµοθεσία και

δ) η οντότητα δεν ανακαλέσει τη δήλωση επιλογής τιµολόγησης εντός του εποµένου φορολογικού έτους. Σε περίπτωση ανάκλησης της δήλωσης, τα ευεργετήµατα αίρονται, αρχής γενοµένης από το φορολογικό έτος υποβολής της δήλωσης ανάκλησης και εφεξής.

Επιπλέον τα ευεργετήµατα αυτά δεν χορηγούνται ούτε αίρονται, εφόσον διαπιστώνεται, κατόπιν οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισµού φόρου, ότι η οντότητα κατά το έτος χορήγησης του ευεργετήµατος ή οποτεδήποτε κατά τα προηγούµενα πέντε (5) έτη πριν από αυτό, έχει διαπράξει βαριά φορολογική παράβαση.