Την ανάγκη να διπλασιαστεί το συνολικό επίπεδο των επενδύσεων στην Ελλάδα, ύστερα από πολλά χρόνια αποεπένδυσης μέσα στην κρίση και αφού την περίοδο 2015-2019 η υπο-υλοποίηση του ΕΣΠΑ κόστισε στη χώρα μας 6,3 δισ. ευρώ μικρότερης μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, αναδεικνύει η τριμηνιαία έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την ελληνική οικονομία.

Παράλληλα, εκτιμά ότι το 2019 έκλεισε με ανάπτυξη 2,1%, ενώ για τη φετινή χρονιά προβλέπει περαιτέρω αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2%-2,5% και νέα υποχώρηση της ανεργίας στο 15,5%. Εφαλτήριο για την ενίσχυση της ανάπτυξης το τρέχον έτος αναμένεται να είναι η σημαντική αναμενόμενη ενίσχυση των επενδύσεων κατά 13%-15%, οι φοροελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις, οι αποκρατικοποιήσεις, η ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,4%), η νέα αύξηση των εξαγωγών (+5,5%-6%) και η πιστωτική επέκταση.

Σύμφωνα με την έκθεση για το 4ο τρίμηνο του 2019, η οποία παρουσιάστηκε σήμερα, το συνολικό επίπεδο των επενδύσεων παραμένει καθηλωμένο περίπου στο μισό από αυτό που θα χρειαζόταν για τη σύγκλιση με τις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης.

Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια η υπέρβαση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα ήταν κυρίως αποτέλεσμα της υποεκτέλεσης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Η πιο εντυπωσιακή, όμως, επισήμανση των αναλυτών του ΙΟΒΕ είναι ότι η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία να πετύχει μεγαλύτερη βραχυπρόθεσμη αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,6 δισ. ευρώ, η οποία μακροπρόθεσμα θα έφθανε τα 6,3 δισ. ευρώ.

Μάλιστα, το ΑΕΠ θα μπορούσε να τονωθεί ακόμη και κατά 15 δισ. ευρώ επιπλέον, εάν η χώρα μας έφθανε σε επιδόσεις την πρωτοπόρο Φινλανδία, που πραγματοποίησε σωρευτικά συγχρηματοδοτούμενες επενδύσεις ύψους 64% επί του συνολικού προϋπολογισμού της περιόδου 2014-2020, ενώ η Κύπρος και η Πορτογαλία έφθασαν το 43% και η Ελλάδα περιορίστηκε μόλις στο 28% (σε απόλυτο αριθμό ήταν 7,4 δισ. ευρώ).

Όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ, τα έτη 2015-2019 η υλοποίηση συγχρηματοδοτούμενων επενδύσεων ήταν κάθε χρόνο 790 εκατ. ευρώ χαμηλότερη σε σύγκριση με χώρες της ευρωζώνης με παρόμοια χαρακτηριστικά (Κύπρος, Πορτογαλία) και 1,88 δισ. ευρώ χαμηλότερη σε σύγκριση με τη Φινλανδία. Ταχύτερη υλοποίηση κάθε χρόνο, με ρυθμούς «νότου» της Ευρωζώνης, θα είχε αποτέλεσμα μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ κατά 500 εκατ. ευρώ βραχυχρόνια (1-4 έτη) και 1,3 δισ. ευρώ σε ορίζοντα 15ετίας.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι αναλυτές του Ιδρύματος υπογραμμίζουν πως «κρίνεται σκόπιμο να δοθεί υψηλή πολιτική προτεραιότητα το προσεχές χρονικό διάστημα στην έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των κεφαλαίων του ΕΣΠΑ 2014-2020, με ρυθμούς αντίστοιχους ή και ταχύτερους από αυτούς που σημειώνουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες» και προσθέτουν: «Η έως τώρα υστέρηση στην υλοποίηση συγχρηματοδοτούμενων επενδύσεων στο πλαίσιο της Ε’ Προγραμματικής Περιόδου, σε σύγκριση με την πλειονότητα των χωρών της ΕΕ, επιτείνει τις επιπτώσεις της πολυετούς περιόδου οικονομικής προσαρμογής 2010-2018, αυξάνοντας την απόσταση της ελληνικής οικονομίας από το μέσο όρο στην Ε.Ε. Η στενότητα κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα, το οποίο βρίσκεται σε πολυετή φάση αναδιάρθρωσης, επαυξάνει την ανάγκη γρήγορης και αποτελεσματικής αξιοποίησης των πόρων από τα διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία της Ε.Ε. στα επόμενα έτη».

Θετικά μηνύματα, αλλά όχι εφησυχασμός

Όπως επισήμανε ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας κατά την παρουσίαση της έκθεσης, «η ελληνική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε ένα πολύ σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας, ώστε να μετατραπεί η τρέχουσα μεγέθυνση σε ισχυρή και μεσοπρόθεσμα διατηρήσιμη ανάπτυξη».

Ωστόσο, έσπευσε να συμπληρώσει ότι «μετά τα επόμενα λίγα χρόνια, όπου αναμένεται βελτίωση, τα θεμελιώδη της οικονομίας δεν την τραβούν μεσοπρόθεσμα από το 2% προς το 3%, αλλά την υποβιβάζουν προς το 1% ετήσιας πραγματικής μεγέθυνσης. Θα είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα χρήσιμο να γίνει κατανοητό πως η πορεία ενδυνάμωσης της οικονομίας δεν έχει τελειώσει, ούτε θα είναι αυτόματη. Θα απαιτηθούν στοχευμένες πολιτικές, όσο και οριζόντιες, ειδικότερα στα συστήματα φορολογίας συντάξεων και εκπαίδευσης. Ο στόχος πρέπει να είναι να αυξηθεί συστηματικά η αμοιβή της εργασίας και της επιχειρηματικότητας στη χώρα».

Ο κ. Βέττας τόνισε επίσης ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστούν δομικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, όπως η ασθενής παραγωγική βάση, το υψηλό εξωτερικό δημόσιο χρέος, ο χαμηλός βαθμός καινοτομίας, η μικρή συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ και η χαμηλή παραγωγικότητα.

Σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΟΒΕ, η καταναλωτική εμπιστοσύνη και το οικονομικό κλίμα ευρύτερα ενισχύονται σε υψηλά επίπεδα, 20ετίας και 12ετίας αντίστοιχα.

Οι παράγοντες βελτίωσης του οικονομικού περιβάλλοντος ήταν:

1. Η εφαρμογή των προεκλογικών εξαγγελιών της κυβέρνησης, που απελευθέρωσε πόρους στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, έδωσε κίνητρα για επενδύσεις, ενίσχυσε την εμπιστοσύνη και εφάρμοσε φοροελαφρύνσεις για επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα, μέτρα εξορθολογισμού των δημοσίων δαπανών και ενίσχυσης των φορολογικών εσόδων. Παράλληλα, ψηφίστηκε νέος Αναπτυξιακός νόμος. Ειδικά για τις πρόσφατες παρεμβάσεις για μείωση φορολογικών συντελεστών και αύξηση συντάξεων, ο κ. Βέττας σημείωσε ότι «χρησιμοποιούν υφιστάμενο δημοσιονομικό χώρο προς όφελος της ενίσχυσης του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας». Εντούτοις, σχολίασε ότι παραμένει η «ακραία υψηλή επιβάρυνση για το σχετικά μικρό ποσοστό του πληθυσμού που πληρώνει φόρους» και ότι με τις φορολογικές και ασφαλιστικές αλλαγές που έγιναν ή προωθούνται ευνοούνται περισσότερο η αυτοαπασχόληση και η μικρή επιχειρηματικότητα σε σύγκριση με την μισθωτή απασχόληση, «εξέλιξη που δεν συντείνει στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και εξωστρέφειάς της οικονομίας».

2. Η υποχώρηση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου σε ιστορικά ελάχιστο επίπεδο, που προσφέρει βιώσιμους όρους δανεισμού από κεφαλαιαγορές για τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις.

3. Η συνεχής πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις.

4. Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης από τον οίκο Fitch, η οποία διευκολύνει την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές και φαίνεται να βάζει σταδιακά τη χώρα σε τροχιά ένταξης στην ποσοτική χαλάρωση (QE), αφού ακολουθήσουν και άλλες αναβαθμίσεις.

Οι σημαντικότερες προκλήσεις

Για να επωφεληθεί η ελληνική οικονομία από το ευνοϊκό κλίμα και τη δυναμική που έχει διαμορφωθεί, θα πρέπει να κερδηθούν 5 σημαντικές προκλήσεις, όπως προκύπτει από την έκθεση. Αυτές είναι:

1. Η εφαρμογή του Αναπτυξιακού νόμου. Χρειάζεται ολοκλήρωση της δευτερεύουσας νομοθεσίας για αποφυγή καθυστερήσεων.

2. Ο νόμος για το ασφαλιστικό σύστημα: Οι βασικές κατευθύνσεις, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, πρέπει να είναι η κεφαλαιοποιητική διάσταση του πρώτου πυλώνα, η διεύρυνση των επιλογών (δεύτερος, τρίτος πυλώνας), ο προσανατολισμός στις κεφαλαιαγορές και η μόχλευση κεφαλαίων.

3. Η υλοποίηση του προγράμματος «Ηρακλής» για τη μείωση των κόκκινων δανείων.

4. Ο νέος πτωχευτικός κώδικας.

5. Η αύξηση της απορροφητικότητας πόρων από τα ταμεία της Ε.Ε.