Μέσω διαλόγου με όλους τους φορείς του κλάδου θα επιχειρήσει η κυβέρνηση να σβήσει τις φωτιές που  ανάβει στην αγορά το έλλειμμα των 287,6 εκ. ευρώ στον λογαριασμό πληρωμών των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ.

Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κωστής Χατζηδάκης αναμένεται να ξεκινήσει διαδοχικές συναντήσεις με τους επενδυτές του κλάδου από σήμερα, για μια κοινά αποδεκτή λύση και με στόχο η κυβερνητική πολιτική να μην στείλει λάθος μηνύματα στην αγορά και να μην λειτουργήσει αποτρεπτικά στον επενδυτικό σχεδιασμό μεγάλων ξένων αλλά και ελληνικών ομίλων. Ήδη, οι αντιδράσεις είναι μεγάλες και οι εταιρείες επιστρατεύουν όλα τα μέσα που διαθέτουν προκειμένου να ασκηθούν πιέσεις ώστε οι παρεμβάσεις στην αγορά να είναι λελογισμένες.

Τις τελευταίες μέρες πολυεθνικές εταιρείες όπως η  Ιταλική ENEL, οι Γαλλικές EREN και EDF και η Ισπανική Iberdrola αλλά και ο Σύνδεσμος Ηλεκτροπαραγωγών από ΑΠΕ (ΕΣΗΑΠΕ), με μέλη του μεταξύ άλλων την Τέρνα Ενεργειακή, την Ρόκας –Iberdrola, την Protergia, την Gamesa Ενεργειακή κ.ά. οργανώνουν άμυνες, με στόχο να περιοριστούν οι κραδασμοί για τα έργα που ήδη λειτουργούν και να μην ανακοπεί το μεγάλο κύμα επενδύσεων που έχει κινητοποιήσει στην χώρα μας ο κυβερνητικός σχεδιασμός για απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα και στροφή στην πράσινη ανάπτυξη.

Όπως αναφέρει στέλεχος μεγάλης ευρωπαϊκής εταιρείας, θα ήταν καταστροφική η επιβάρυνση του κλάδου με τη μορφή της έκτακτης εισφοράς σε μια περίοδο που η χώρα έχει γίνει επενδυτικός προορισμός. Κάτι τέτοιο κινδυνεύει να παγώσει όπως αναφέρει, τα σχέδια των μετόχων και να μετακινήσει  πολύτιμους πόρους σε άλλες αγορές.

Οι παραγωγοί των ΑΠΕ υποστηρίζουν ότι υπάρχουν λύσεις πάνω στο τραπέζι που μπορούν με ρεαλισμό να καλύψουν τα ελλείμματα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να μετριαστούν και οι οικονομικές επιπτώσεις για τις εταιρείες.

Στις λύσεις αυτές είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, από το οποίο το ΥΠΕΝ εκτιμάται ότι μπορεί να αντλήσει περίπου 100 εκατομμύρια χωρίς όμως η εξίσωση αυτή να είναι εύκολη. Ταυτόχρονα, στο τραπέζι πέφτει η ανακατανομή των πόρων του Πράσινου Ταμείου με αύξηση των εσόδων από τις δημοπρασίες των δικαιωμάτων CO2 και μια τρίτη λύση που εξετάζεται είναι η αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ στη μέση τάση. Πρόκειται για μία επιλογή, η οποία έχει προβλεφθεί από την περσινή απόφαση αναθεώρησης του τέλους που πληρώνουν οι καταναλωτές για τις ΑΠΕ όταν αποφασίστηκαν οι αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ με μείωση του ΕΤΜΕΑΡ στα νοικοκυριά. Όμως δεν εφαρμόστηκε και τώρα βγαίνει από το συρτάρι καθώς μπορεί να αποφέρει πρόσθετους πόρους 100 εκ. ευρώ.

Ο υπουργός σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής, υποστήριξε δεν θα ληφθούν μέτρα που θα θέσουν σε κίνδυνο, τις δανειακές υποχρεώσεις των επενδυτών, όπως επίσης ότι δεν θα  υπάρξουν οριζόντιες ρυθμίσεις και αποφάσεις χωρίς διάλογο.

«Θα βρούμε μια λύση για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες του κορωνοϊού, αλλά θα πρέπει να δούμε και μεσομακροπρόθεσμες λύσεις για το ΕΤΜΕΑΡ και τον ΕΛΑΠΕ. Το πιο σημαντικό θέμα, όμως, είναι το κόστος ενέργειας, γι’ αυτό και θα εφαρμόσουμε το target model από την 1η Νοεμβρίου» τόνισε ο κ. Χατζηδάκης.

Με την κυβερνητική γραμμή για πλήρη απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και κατάργηση των επιδοτήσεων στις ΑΠΕ, συντάσσεται η ΔΕΗ αλλά και η βιομηχανία.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο επικεφαλής της ΔΕΗ κ. Γιώργος Στάσσης δήλωσε ότι πρέπει να καταργηθούν οι επιδοτήσεις για τα νέα έργα. «Ο καταναλωτής δεν χρειάζεται να επιβαρύνεται με επιπλέον κόστος για να χρηματοδοτούνται νέες επενδύσεις φωτοβολταϊκών και αιολικών, οι οποίες είναι απολύτως ανταγωνιστικές» ανέφερε το στέλεχος της Επιχείρησης.

Η ΕΒΙΚΕΝ (Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας) υποστηρίζει ότι θα πρέπει να υπάρξει εξορθολογισμός του κόστους των ΑΠΕ, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο διττός στόχος της διασφάλισης των εσόδων και της διατήρησης της ισορροπίας του ΕΛΑΠΕ.

Σε πρόσφατη μάλιστα επιστολή προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και την ΡΑΕ, προτείνει να επανεξεταστεί το ενδεχόμενο αύξησης του ΕΤΜΕΑΡ, άρα και της επιβάρυνσης των καταναλωτών καθότι υπάρχει περιθώριο μείωσης των τιμολογίων στη χαμηλή τάση λόγω της μειωμένης συμμετοχής του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα αλλά και λόγω των τιμών του φυσικού αερίου και της μειωμένης Οριακής Τιμής Συστήματος.