Του Αργύρη Παπαστάθη

«Η αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι η σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η ελληνική οικονομία» τονίζει στην έκθεσή του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Γιάννης Στουρνάρας θέτοντας στο επίκεντρο το θέμα που απασχολεί εδώ και καιρό και τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας.

Υπενθυμίζεται ότι συνέντευξη που παραχώρησε στο «Πρώτο Θέμα» ο Επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί επισήμανε ότι το ζήτημα αντιμετωπίζεται «ως κάτι πολύ σοβαρό κατά τον σχεδιασμό του προγράμματος υποστήριξης της σταθερότητας. Διάφορα εργαλεία, όπως ο εξωδικαστικός μηχανισμός, η ενθάρρυνση και η ανάπτυξη μιας δευτερογενούς αγοράς δανείων, η διεύρυνση της αξιοποίησης των ενεχύρων ή η διευκόλυνση των διαδικασιών εξυγίανσης -για να αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα- έχουν τεθεί σε εφαρμογή για την υποστήριξη των προσπαθειών που κάνουν οι τράπεζες για να διαχειριστούν παλαιά περιουσιακά στοιχεία ή για να μετατρέψουν άλλα σε εξυπηρετούμενα δάνεια. Παρά ταύτα η επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν θα γίνει εν μια νυκτί – είναι μακρά διαδικασία. Αυτός είναι ο λόγος όμως για τον οποίο οι ελληνικές αρχές πρέπει να παραμείνουν σταθερά προσηλωμένες σε αυτή την αλληλουχία πολιτικών και να επιταχύνουν την εφαρμογή τους».

Ακολούθησε την Τετάρτη η εκπρόσωπος του ΔΝΤ στο κουαρτέτο Ντέλια Βελκουλέσκου η οποία μιλώντας στο συνέδριο του Economist στο Λαγονήσι τόνισε ότι το τραπεζικό σύστημα πρέπει να κινηθεί επιθετικά για την αντιμετώπιση του προβλήματος. «Το να περιμένουν οι τράπεζες να λυθεί από μόνο του το πρόβλημα των κόκκινων δανείων απλά δεν αποτελεί επιλογή» τόνισε η εκπρόσωπος του ΔΝΤ.

Βεβαίως η συνολική εικόνα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ανησυχητική καθώς όπως τονίζει ο κ. Στουρνάρας «το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε πορεία σταθεροποίησης».

Παρουσιάζεται μάλιστα «μικρή υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων». Η αλήθεια είναι ότι η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων του συνόλου των τραπεζών εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις, καθώς υπήρξαν σχετικά δείγματα βελτίωσης μετά το α΄ τρίμηνο του 2016. Στο τέλος Δεκεμβρίου 2016 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανήλθε, σε επίπεδο τραπεζών, σε περίπου 106 δισεκ. ευρώ (2015: 108 δισεκ. ευρώ).

Επιπλέον, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 καταγράφηκε περαιτέρω υποχώρηση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, κυρίως λόγω διαγραφών δανείων (ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο), τα οποία διαμορφώθηκαν σε 105,1 δισεκ. ευρώ ή 45,2% των συνολικών ανοιγμάτων.

Ανά κατηγορία δανείων, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε σε 42,2% για τα στεγαστικά δάνεια, 45% για τα επιχειρηματικά και 54,2% για τα καταναλωτικά δάνεια. Ειδικά για τα επιχειρηματικά δάνεια, όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάλυση, την καλύτερη εικόνα εμφανίζουν τα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (25,9%) και τη χειρότερη τα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες (68,3%) και τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (60,7%).

Συμπερασματικά όμως το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών παραμένει πολύ υψηλό και εξακολουθεί να δρα, μέσω ποικίλων διαύλων, ανασχετικά για την πιστοδοτική τους δραστηριότητα.

Όπως τονίζει στην έκθεσή του ο κ. Στουρνάρας «στο αμέσως προσεχές διάστημα πρέπει οι τράπεζες από την πλευρά τους να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες οφείλουν να εντοπίσουν τις επιχειρήσεις με προοπτικές βιωσιμότητας και να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν έμπρακτα επενδύσεις σε καινοτόμες δραστηριότητες και στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας, ιδίως με εξαγωγικό προσανατολισμό, αξιοποιώντας τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας. Για τις περιπτώσεις αυτές, οι τράπεζες θα πρέπει να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμες λύσεις, επιβραβεύοντας έτσι την υπεύθυνη επιχειρηματικότητα. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να γίνουν αυστηρές με τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, καθώς και να προωθήσουν οριστικές λύσεις για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις οι οποίες διατηρούνται τεχνητά στη ζωή».