Του Κωστή Πλάντζου

Να βγάλει «τρελούς» τους θεσμούς που ανησυχούν για δημοσιονομικό εκτροχιασμό και να βρει «ενόχους» από τώρα για τυχόν επιστροφή σε μέτρα λιτότητας  και στα Μνημόνια, επιχειρεί ξανά όπως το 2015 η κυβέρνηση.

Από τη στιγμή που ξεκίνησε το ράλι των προεκλογικών παροχών πριν ένα μήνα, το Μαξίμου κατασκευάζει συνεχώς ένα καλοστημένο άλλοθι το οποίο θα επικαλεστεί, για την περίπτωση που τα μέτρα που υπόσχεται δεν εφαρμοστούν –και ασχέτως εάν επανεκλεγεί στις 7 Ιουλίου ο ΣΥΡΙΖΑ ή όχι.

Από το Ζάππειο ήδη ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας συνόδευσε τις εξαγγελίες του με προειδοποιήσεις ότι τα μέτρα δεν θα εφαρμοστούν αν εκλεγεί «ο βαθιά ανθέλληνας Βέμπερ» στις Βρυξέλες και «ο φίλος του» Κυριάκος Μητσοτάκης στην Ελλάδα. Και ο κύριος Τσακαλώτος στη συνέχεια, αφού καταλόγισε στην Κομισιόν πως «κάνει λάθος» όταν υπολογίζει απώλειες -αντί για κέρδη- κρατικών εσόδων από τις ρυθμίσεις και τις παροχές, ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών «έκοψε» (σαν  …φοιτητή) τον επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ.

Και εχθες πάλι ο κύριος Δημήτρης Τζανακόπουλος πρόβαλε την άποψη πως «τα μέτρα αυτά που εφαρμόζει η κυβέρνηση δεν επηρεάζουν κατά κανένα τρόπο την δημοσιονομική πορεία της χώρας και δεν παραβιάζουν τους ευρωπαϊκούς κανόνες». Κατηγόρησε δε και όσους εκφράζουν την άποψη πως «ο ΣΥΡΙΖΑ διαταράσσει την δημοσιονομική πορεία της χώρας» ότι «πρόκειται για ένα προμελετημένο και προκατασκευασμένο άλλοθι».

«Λεφτά υπάρχουν»… ξανά

Κατά την άποψη του υπουργείου Οικονομικών, «κάνει λάθος η Κομισιόν» για τις παροχές, ενώ απολύτως σωστή είναι μόνον η κοστολόγηση που έκανε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Παραβλέπει ότι οι προειδοποιήσεις έρχονται όχι από τον κ. Βέμπερ που κατηγορεί προκαταβολικά πριν καν εκλεγεί, αλλά ακόμα και από τον απερχόμενο –και πάντα φιλικά διακείμενο προς την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ- Επίτροπο Πιέρ Μοσκοβισί, και μάλιστα προεκλογικά!

Και στην περίπτωση αυτή πάντως, εφόσον δικαιωθεί και αποδειχθούν «όλα τέλεια» με όλες τις παροχές για τον κρατικό προϋπολογισμό, η Κυβέρνηση ίσως ελπίζει πως … έκανε λάθος το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους που στην έκθεσή του για την ακύρωση της μείωσης του αφορολογήτου και των αντιμέτρων του 2020, υπολογίζει σε μισό δισ. ευρώ το συνολικό κόστος για το δημόσιο από την κατάργηση «των άρθρων 10, 11, 12, 13» του ν.4172/2017!

Και αυτό γιατί η έκθεση του ΓΛΚ υπολογίζει τις απώλειες εσόδων για το δημόσιο Ταμείο σε περίπου 1,920 δισ. ευρώ το 2020, ενώ τα οφέλη του από την κατάργηση των φοροαπαλλαγών σε μόλις 1,454 δισ. ευρώ.

Σε απλά μαθηματικά, ανοίγει έτσι αυτομάτως μια νέα «τρύπα» 466 εκατ. ευρώ στον Κρατικό Προϋπολογισμό το 2020, από την ακύρωση αυτή και μόνον. Ακόμα χειρότερα ίσως, η κυβέρνηση επικαλείται πως ένα μέρος των αντίμετρων έχει ήδη εφαρμοστεί από φέτος. Αλλά αυτό σημαίνει και ότι η καθαρή εξοικονόμηση από την ακύρωση των φοροαπαλλαγών του 2020 είναι ακόμα μικρότερη –και άρα ακόμα μεγαλύτερη η «τρύπα»- από τα 466 εκατ. ευρώ που καταγράφει το ΓΛΚ.

Ξέχασαν το ΔΝΤ;

Και ενώ η κυβέρνηση δηλώνει ότι αισθάνεται ασφαλής και πως έχει υπολογίσει σωστά τα πάντα σε ό,τι κάνει, υποστηρίζει και ότι θα «κλείσει την τρύπα» που άνοιξε με νέες παροχές μετά τις εκλογές!

Ενώ κατάργησε -με μόλις δέκα λέξεις-  «τα άρθρα 10,11,12 και 13 του ν.4472/2017» (δηλαδή τα ψηφισμένα μέτρα για μείωση από 1.1.2020 στο αφορολόγητο, μείωση φόρου στο 20%, έκπτωση 70-140 ευρώ στον ΕΝΦΙΑ, απαλλαγή από Εισφορά Αλληλεγγύης όσων βγάζουν κάτω από 30.000 ευρώ) επιμένει ότι έχει τα περιθώρια και «λεφτά υπάρχουν» για να επαναφέρει το 2020 τις φοροελαφρύνσεις που τώρα έκοψε (ή σχεδόν αυτές) εφόσον φυσικά επανεκλεγεί.

iatajjj.png

 
Ωστόσο η κυβέρνηση «ξέχασε» μία λέξη –ή έναν αριθμό – όταν ακύρωνε τα μέτρα: παρέλειψε να καταργήσει και το «άρθρο 15» του ίδιου νόμου (4472/2017), το οποίο προβλέπει ότι το ΔΝΤ μπορεί να ζητήσει την εφαρμογή της μείωσης του αφορολογήτου και μάλιστα άμεσα πριν τελειώσει το 2020 κιόλας, δηλαδή και αναδρομικά για τα φετινά εισοδήματα που αποκτήθηκαν ήδη!
 
Σύμφωνα με το άρθρο 15 που δεν καταργήθηκε, αν το ΔΝΤ σε συνεννόηση με την ΕΕ διαπιστώσουν κίνδυνο δημοσιονομικής απόκλισης (όπως ήδη διαμηνύουν) και κρίνουν ότι «η εµπροσθοβαρής εφαρµογή του άρθρου 10 είναι αναγκαία προκειµένου να επιτευχθεί ο συµφωνηµένος δηµοσιονοµικός στόχος πρωτογενούς ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης ύψους 3,5% για το οικονοµικό έτος 2019 κατά τρόπο ευνοϊκό για την ανάπτυξη, οι διατάξεις του άρθρου 10 εφαρµόζονται για εισοδήµατα που αποκτώνται από την 1.1.2019 και εφεξής». 
  
Μια εύκολη «ανάγνωση» του νόμου 4472 και των αλλαγών που επέφερε η κυβέρνηση πριν διαλυθεί η Βουλή, είναι προφανώς ότι αφού καταργήθηκε «το άρθρο 10» που προβλέπει την μείωση του αφορολογήτου, δεν θα το βρουν εκεί η Κομισιόν και το ΔΝΤ για να το επαναφέρουν.
 
Η μηχανιστική αυτή ερμηνεία, δεν δικαιολογεί όμως γιατί η κυβέρνηση απέφυγε να διαγράψει και το άρθρο 15, εφόσον θεωρεί ότι στερείται ουσίας πια.
 
Αν και φαντάζει τυπικό ως ζήτημα, ουσιαστικά καταλείπει στην ελληνική νομοθεσία μια μνημειώδη για τα πολιτικά ήθη νομική διάταξη που νομιμοποίησε το ΔΝΤ να μπορεί να επιβάλει μέτρα –και μάλιστα «με υπουργική απόφαση» χωρίς καν νέο νόμο ή την «εντολή» του Eurogroup, βάσει της «προεκτίμησης» των ξένων ελεγκτών.
 
Το ζήτημα είναι ίσως νομικό ή νομοτεχνικό, είναι όμως και ουσιαστικό. Γιατί ο νόμος 4472 που ψηφίστηκε πριν δύο ακριβώς χρόνια, είναι μέρος της συμφωνίας για το χρέος και μεταμνημονιακή δέσμευση της χώρας, όπως υποστήριξε χθές η Εκπρόσωπος της Κομισιόν.  Και δεν στηρίζεται μόνον στην ανάγκη επίτευξης δμοσιονομικού πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ  -που αμφισβητείται ήδη από τους τεχνοκράτες των θεσμών- αλλά και για διαρθρωτικούς λόγους.
 
Σε αντίθεση μάλιστα με την μη περικοπή των συντάξεων από 1.1.2019 όπου η Κομισιόν υποστήριξε την ελληνική θέση πως δεν είναι αναγκαία δημοσιονομικά, η Εκπρόσωπος της Κομισιόν τόνισε εχθές ότι το «πακέτο» των αλλαγών που ακυρώθηκαν σχεδιάστηκε σαν διαρθρωτικό μέτρο στήριξης της Ανάπτυξης της χώρας, και όχι για να διασφαλιστούν τα πλεονάσματα.
 
Η συνέχεια αναμένεται να δοθεί στο Eurogroup της ερχόμενης Πέμπτης 13 Ιουλίου και τότε θα φανεί αν ο κύριος Τσακαλώτος θα τύχει στήριξης από τους Ευρωπαίους ομολόγους του ή θα βρεθεί περίπου στη θέση «αποδιοπομπαίου τράγου» όπως είχε βρεθεί και ο προκάτοχός του, Γιάνης Βαρουφάκης, στο τελευταίο Eurogroup που μετείχε στην καριέρα του ως υπουργός Οικονομικών της χώρας μας.