Καθημερινά τετ α τετ με τους συμβούλους της κυβέρνησης – τη γαλλική Lazard και την Axia Ventures – έχουν στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), τα οποία έχουν αναλάβει την παρουσίαση του σχεδίου για τη δημιουργία bad bank.

Πηγές με γνώση των επίμαχων διαβουλεύσεων επισημαίνουν στο ΝΜ πως τα δύο μέρη έχουν πλέον εισέλθει στον «πυρήνα» της πρότασης, αναλύοντας τις λεπτομέρειες που έχουν να κάνουν τόσο με τη χρηματοδότηση του όλου εγχειρήματος όσο και με την τιμολόγηση των «κόκκινων» δανείων, τα οποία θα μεταβιβαστούν στην Bad Bank και αναμένεται να «αγγίξουν» τα 40 με 45 δισ. ευρώ.

«Στην Ευρώπη έχει ανοίξει μία συζήτηση για τη δημιουργία ενός δικτύου εθνικών εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (AMC), με τη μεν, χρηματοδότηση να διασφαλίζεται από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό και τη δε, τιμολόγηση να είναι εναρμονισμένη για όλα τα κράτη – μέλη», σχολιάζουν οι παραπάνω πηγές, υπογραμμίζοντας πως το ελληνικό σχέδιο θα μπορούσε κάλλιστα να τεθεί υπό αυτή την «ομπρέλα».

Το θέμα ανέπτυξε σε άρθρο του στους Financial Times ο επικεφαλής του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Aντρέα Ενρία. «Ένα ευρωπαϊκό δίκτυο εθνικών εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, εάν έχει σχεδιαστεί κατάλληλα, θα μπορούσε να υποστηρίξει μία συμμετρική ανάκαμψη των οικονομιών μας. Εάν η χρηματοδότηση παρέχεται ή διασφαλίζεται από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό, κάθε εθνική εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ανεξάρτητα από την τοποθεσία της, θα επωφεληθεί από την πιστοληπτική ικανότητα της ΕΕ και θα μπορεί να έχει πρόσβαση σε αγορές με καλύτερους όρους», τόνιζε χαρακτηριστικά και συνέχιζε:

«Ωστόσο, οι κοινοί οικονομικοί πόροι, με όλα τα συνοδευτικά οφέλη τους, απαιτούν, επίσης, κατάλληλα τυποποιημένες και επαληθευμένες μεθοδολογίες και δεδομένα αποτίμησης για τον καθορισμό της τιμής μεταφοράς των περιουσιακών στοιχείων».

Σε αντίθεση, πάντως, με το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα που επανεκτίμησε σε χαμηλότερα επίπεδα το ύψος των κορωνοδανείων, ο Enria θεωρεί πως σε ένα ισχυρό, αλλά εύλογο σενάριο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) στις τράπεζες της ζώνης του ευρώ θα μπορούσαν να φθάσουν το 1,4 τρισ. ευρώ, δηλαδή, πολύ πάνω από τα επίπεδα της κρίσης του 2009.

Το σχέδιο της ΤτΕ, πάντως, πέρα από τον… βραχνά των «κόκκινων» δανείων ευελπιστεί να αντιμετωπίσει και το ζήτημα του αναβαλλόμενου φόρου. Αυτός τον περασμένο Μάρτιο αντιπροσώπευε το 54% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων, ενώ μέχρι τοπ τέλος του τρέχοντος έτους, χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%.

Οι τράπεζες, δηλαδή, θα «σβήνουν» φορολογική απαίτηση αντίστοιχη της ετήσιας προμήθειας για την κρατική εγγύηση.

Όσον αφορά στην εγγραφή της ζημιάς από τη μεταβίβαση των «κόκκινων» δανείων, οι τράπεζες θα έχουν την δυνατότητα να την «μοιράσουν» σε δύο, τρεις, πέντε ή και παραπάνω χρήσεις, ενώ, ταυτόχρονα, θα αξιοποιούνται στο έπακρο οι δομές των servicers.

Αυτό πρακτικά σημαίνει πως, εάν μεταβιβαστούν στην Asset Management Company (AMC), τα «κόκκινα» δάνεια, για παράδειγμα, της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία έχει κλείσει συμφωνία με την Intrum, τότε η τελευταία θα είναι εκείνη, που θα αναλάβει τη διαχείριση και στην περίπτωση της Bad Bank.