Στις 22 Σεπτεμβρίου 1964, ακριβώς 55 χρόνια πριν σαν σήμερα, ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου δηλώνει την πρόθεσή του να ενοποιήσει το ΙΚΑ με άλλα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, γεγονός που προκαλεί τη σφοδρή αντίδραση των τραπεζοϋπαλλήλων και των εργαζομένων σε δημόσιους φορείς.

Από τότε, κάθε φορά που εξαγγέλλεται μια μεταρρύθμιση στο χώρο αυτό, οι αντιδράσεις είναι μεγάλες, με αποτέλεσμα είτε οι μεταρρυθμίσεις να μένουν στη μέση, ή να ματαιώνονται. Το περίφημο «πολιτικό κόστος» πάντοτε ήταν υπέρτερη αξία από τη διάσωση και την εξυγίανση του συστήματος της ελληνικής κοινωνικής ασφάλισης.

Από την εποχή του «Γέρου της Δημοκρατίας» μέχρι σήμερα, η κοινωνική ασφάλιση πέρασε πολλά στάδια.

Το 1967 συγχωνεύτηκαν στο ΙΚΑ, δέκα ταμεία κύριας ασφάλισης, αλλά η συνέχεια δεν ήταν η αναμενόμενη. Η κάθε ομάδα εργαζομένων, διαμόρφωνε και το δικό της Ταμείο, ειδικά στο χώρο της επικουρικής ασφάλισης. Η πολιτική τάξη, διαχρονικά ευνοούσε αυτή την πρακτική, αφού είχε ως συνέπεια τη δημιουργία νέων Διοικητικών Συμβουλίων, νέων προέδρων, νέων διοικητών, νέων κρίκων στη μεγάλη αλυσίδα του πελατειακού κράτους.

Μεγάλος σύμμαχος της πολιτικής ελίτ που ενθάρρυνε την πολυδιάσπαση των ταμείων υπήρξε και το συνδικαλιστικό κίνημα, καθώς οι εξελίξεις αυτές του πρόσθεταν αναγνώριση και μεγαλύτερη εκπροσώπηση.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό το πλαίσιο, δημιουργήθηκε έως και… Ταμείο Συνδικαλιστών!

Ενδεικτικοί είναι οι αριθμοί: Το 1957 στην Ελλάδα υπήρχαν 157 φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης. Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1997, είχαν φτάσει τους 325!

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πρόσθετοι κόμποι στον Γόρδιο Δεσμό της Κοινωνικής Ασφάλισης συνιστά διαχρονικά η πολυνομία που εξυπηρετούσε ιδιοτελείς συγκυριακούς σκοπούς, κι αυτά ενώ στα λόγια η πολιτική, η έρευνα στον χώρο αυτό, ο συνδικαλισμός δεν κατάφεραν να παρουσιάσουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, που να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη του συστήματος.

Οι συνεχείς αυξήσεις παροχών χωρίς αντίστοιχες αναλογιστικές μελέτες, με επιτόκια 4 και 5% κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, την εποχή δηλαδή που ο πληθωρισμός έφτανε και το 20% στην Ελλάδα, η ανεξέλεγκτη εισφοροδιαφυγή, οι κατά κανόνα ακατάλληλες διοικήσεις, η ένταξη στο ΙΚΑ και το ΕΤΕΑΜ όσων Ταμείων χρεοκοπούσαν κι ένα σωρό άλλες παθογένειες, υπονόμευσαν στρατηγικά τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος.

Σε αυτά προστέθηκαν παρόμοιες πρακτικές στο χώρο της επικουρικής ασφάλισης, αλλά και στις εφάπαξ εισφορές.

Τολμηρές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες όπως η εκείνη του Τάσου Γιαννίτση «πνίγηκαν» στο χείμαρρο των αντιδράσεων του συνδικαλιστικού μικρόκοσμου της Ασφάλισης και της άνευ ορίων σύγκρουσης στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος, αλλά και στο εσωτερικό των μεγάλων κομμάτων.

Κάπως έτσι, φτάσαμε στην κρίση. Οι κύριες συντάξεις άρχισαν να μειώνονται και κάποιες «ψαλιδίστηκαν» σε ποσοστό άνω του 50%, κόπηκαν πολλές παροχές, όχι πάντα δικαιολογημένα, ενώ οι καθυστερήσεις στην έκδοση των συντάξεων κόντεψαν να φτάσουν τα όρια του ελληνικού πολιτικού κύκλου, δηλαδή είχαν «ορίζοντα τετραετίας» (η διαδοχική έφτανε τα 3,5 χρόνια).

Η σημερινή κυβέρνηση έχει μιλήσει ήδη πριν τις εκλογές για το δικό της μοντέλο ασφάλισης, τους γνωστούς “τρεις πυλώνες”. Η πολιτική αυτή έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται, ωστόσο έχει δυο πολύ ισχυρούς “αντιπάλους”. Πρώτον, την αντίληψη που έχει εμπεδωθεί στην ελληνική κοινωνία για τη χρησιμότητα του αναδιανεμητικού συστήματος και συνακόλουθα το “στιγματισμό” του κεφαλαιοποιητικού, και δεύτερον την έλλειψη εμπιστοσύνης από την κοινωνία, ως αποτέλεσμα της επί δεκαετίες καταστροφικής για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης πολιτικής, που ήταν ο κανόνας και που την οδήγησε στο δικό της «Γολγοθά», τον οποίο ανεβαίνει μισόν αιώνα τώρα, από τότε που οι συνδικαλιστές εναντιώθηκαν στον Γεώργιο Παπανδρέου, στις 22 Σεπτεμβρίου 1964, σαν σήμερα, μέχρι σήμερα…