Να απενοχοποιήσει τα μετρητά, η κατοχή και χρήση των οποίων δαιμονομοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας σαν συνώνυμο της φοροδιαφυγής, έρχεται και επισήμως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Με γνωμοδότησή της (την οποία υπογράφει η άρτι ορισθείσα Διοικητής, Κριστίν Λαγκάρντ) η ΕΚΤ εκφράζει την αντίθεσή της στον συνεχή περιορισμό και στην δια νόμου απαγόρευση χρήσης των χαρτονομισμάτων, όπως επεβλήθησαν το 2016 –αλλά συνεχίζονται και με διατάξεις του νέου φορολογικού νομοσχεδίου.

Και αντί να τα μειώσει, η πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ (και νυν της ΕΚΤ) καλεί την κυβέρνηση να αυξήσει τα όρια συναλλαγών με μετρητά. Ή τουλάχιστον να επιτρέψει κάποια μεγαλύτερη ευελιξία στη χρήση τους.

 

Όπως διαφαίνεται, η μείωση –σε βαθμό κατάργησης- των μετρητών ήταν αποκλειστικά ελληνική πατέντα, στα χρόνια του Μνημονίου. Η ΕΚΤ καυτηριάζει, εξ αρχής, την στάση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που το 2016 επέβαλε απαγορεύσεις χρήσεως μετρητών, με την απειλή φόρων και προστίμων, στο όνομα της καταπολέμησης τη φοροδιαφυγής αλλά χωρίς να προηγηθεί καμία γνωμοδότηση.

Τονίζει ότι «το υφιστάμενο όριο πληρωμών σε μετρητά 500 ευρώ για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και τα νέα φορολογικά κίνητρα που αποθαρρύνουν τις εταιρείες να ξοδεύουν μετρητά που υπερβαίνουν τα 300 ευρώ, είναι δυσανάλογα σε σχέση με τις δυνητικά δυσμενείς επιπτώσεις τους στο σύστημα πληρωμών σε μετρητά». Θυμίζει ότι ισχύουν ήδη όρια ελέγχου και πρόληψης στις συναλλαγές με μετρητά (αν πχ ξεπερνούν τα 10.000 ευρώ) αλλά κάθε περαιτέρω περιορισμός στο όνομα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής πρέπει να τεκμηριώνεται και να δικαιολογείται, στη βάση ότι ωφελεί χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στις συναλλαγές.

Κατόπιν τούτων, αλλά και των αρνητικών σχολίων που συγκέντρωσε το μέτρο (άρθρο 13) στην δημόσια διαβούλευση που προηγήθηκε, το υπουργείο Οικονομικών το απέσυρε και δεν θα μειωθεί περαιτέρω το όριο μετρητών από 500 σε 300 ευρώ.

Νόμιμα τα «χρήματα στο χέρι»

Η ΕΚΤ τοποθετείται συνολικά και γνωμοδοτεί, ακόμα και για την επιβολή ελαχίστου ορίου δαπανών 30% στις συναλλαγές. 

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ θεωρεί ότι το υφιστάμενο όριο πληρωμών σε μετρητά 500 ευρώ για τις συναλλαγές μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων και τα νέα φορολογικά μέτρα που αποθαρρύνουν τις πληρωμές επιχειρήσεων σε μετρητά που υπερβαίνουν τα 300 ευρώ, είναι δυσανάλογα σε σχέση με τις δυνητικά δυσμενείς επιπτώσεις στο σύστημα πληρωμών σε μετρητά.

Σε περίπτωση που ο νομοθέτης επιθυμεί να διατηρήσει τους περιορισμούς πληρωμών σε μετρητά, θα πρέπει να επιλεγούν υψηλότερα όρια και να προβλεφθεί κάποια ευελιξία στο νόμο. Οι συναλλαγές σε μετρητά που υπερβαίνουν τα καθορισμένα όρια θα πρέπει να επιτρέπονται, εφόσον τα μέρη είναι σε θέση να εξασφαλίσουν ότι η πληρωμή είναι ανιχνεύσιμη προσδιορίζοντας το ποσό, τον λόγο της συναλλαγής και τα εμπλεκόμενα μέρη.

Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές καλούνται να αξιολογήσουν κατά πόσον οι εναπομείναντες περιορισμοί όσον αφορά τις πληρωμές σε μετρητά είναι αναλογικοί και συμβατοί με το καθεστώς νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα των μέτρων αυτών δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.

Άλλη λογική

Μεγαλύτερη σημασία έχουν ενδεχομένως όμως, οι λόγοι και η λογική για την οποία η ΕΚΤ αποδομεί και απορρίπτει την μεθόδευση (αλλά και την νοοτροπία) να καθορίζει «δια νόμου» το Κράτος στους πολίτες, το είδος και τον τρόπο χρήσης των χρημάτων τους.

Σε 6 σελίδες και απαντώντας σε “χρόνο ρεκόρ” στο ερώτημα του Υπουργείου Οικονομικών (καθώς η ΕΚΤ παρέλαβε την αίτηση του ΥΠΟΙΚ στις 19 Νοεμβρίου και εξέδωσε την γνωμοδότηση στις 20 Νοεμβρίου!) η Κριστίν Λαγκάρντ βάζει την υπογραφή της σε ένα πολύ αναλυτικό σκεπτικό που ανατρέπει επικαλείται την Ευρωπαϊκή Συνθήκη και αναδεικνύει τα εξής στοιχεία:

1. Το σχέδιο νόμου βασίζεται σε υφιστάμενα ήδη νομοθετικά μέτρα που εγκρίθηκαν το 2016 και τα οποία προωθούν την διάδοση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής στην Ελλάδα. Ωστόσο οι ελληνικές αρχές δεν διαβουλεύθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 4 και το άρθρο 282 παράγραφο 5 της Συνθήκης, σχετικά με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου περί φόρου εισοδήματος που εγκρίθηκαν το 2016, προκειμένου να προωθηθεί η ευρύτερη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής στην Ελλάδα.

2. Τα τραπεζογραμμάτια ευρώ που εκδίδει η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ είναι τα μόνα τραπεζογραμμάτια που έχουν το καθεστώς νόμιμου χρήματος εντός της ζώνης του ευρώ.
3. Η σύσταση 2010/191/ ΕΕ της Επιτροπής (εφεξής «σύσταση της Επιτροπής») αναφέρει ότι η αποδοχή πληρωμών σε μετρητά πρέπει να αποτελεί τον κανόνα, αλλά αναγνωρίζει ότι τα μετρητά μπορούν να απορριφθούν για λόγους που σχετίζονται με την αρχή της καλής πίστης χωρίς αυτό να συνιστά παραβίαση του καθεστώτος νόμιμου χρήματος.

4. Η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι οι στόχοι των διατάξεων για (i) καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και (ii) διεύρυνση της φορολογικής βάσης, διατηρώντας το δημοσιονομικό ισοζύγιο μετά και τις μειώσεις στον φόρο εισοδήματος νομικών και φυσικών προσώπων μπορούν, γενικά, να συνιστούν «λόγους δημοσίου συμφέρoντος» που να δικαιολογούν την αποθάρρυνση μέσω της φορολόγησης στη χρήση των πληρωμών σε μετρητά.

5. Ωστόσο, οποιοσδήποτε τέτοιος περιορισμός πρέπει να συμμορφώνεται με το καθεστώς νόμιμου χρήματος που είναι τα τραπεζογραμμάτια ευρώ όπως προβλέπεται στα άρθρα 128 παράγραφος 1 και 282 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

6. Επομένως, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι οι προτεινόμενοι περιορισμοί πληρωμής σε μετρητά που επηρεάζουν το καθεστώς νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ, θα ήταν αποτελεσματικοί όσον αφορά την επίτευξη των δημόσιων στόχων που είναι θεμιτό να επιδιώκονται με τους περιορισμούς. Ως εκ τούτου, πρέπει να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τέτοιοι περιορισμοί είναι πιθανόν επιτύχουν τον δηλωμένο δημόσιο σκοπό της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.

7. Οι άμεσοι ή έμμεσοι περιορισμοί των πληρωμών σε μετρητά πρέπει επίσης να είναι ανάλογοι με τους στόχους και δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη τέτοιων στόχων. Ιδίως υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι τα μέτρα που περιλαμβάνονται στα σχέδια τροποποίησης επηρεάζουν τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται από την φορολογούμενους που είναι φυσικά πρόσωπα και ότι βασίζονται σε ήδη υφιστάμενα νομοθετικά μέτρα που εγκρίθηκε το 2016 και επιβάλλει άμεσους περιορισμούς στα μετρητά, απαγορεύοντας όλες τις πληρωμές σε μετρητά που υπερβαίνουν 500 ευρώ για τις συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων.

8. Οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση των προτεινόμενων περιορισμών πρέπει να σταθμιστούν προσεκτικά έναντι των αναμενόμενων δημόσιων οφελών. Κατά την εξέταση αν ο περιορισμός είναι ανάλογος, οι δυσμενείς συνέπειες του εν λόγω περιορισμού θα πρέπει πάντοτε να εξετάζονται, καθώς και κατά πόσον θα μπορούσαν να υιοθετηθούν εναλλακτικά μέτρα τα οποία θα πληρούσαν το σχετικό στόχο και έχουν λιγότερο δυσμενείς επιπτώσεις.

9. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ικανότητα πληρωμής σε μετρητά παραμένει ιδιαίτερα σημαντική για ορισμένες κοινωνικές ομάδες οι οποίες, για διάφορους θεμιτούς λόγους, προτιμούν να χρησιμοποιούν μετρητά αντί για άλλα μέσα πληρωμών.

10. Τα μετρητά γενικά εκτιμώνται επίσης ως μέσο πληρωμών, επειδή είναι, ως νόμιμο χρήμα, ευρέως αποδεκτά, γρήγορα και διευκολύνουν τον έλεγχο των δαπανών του πληρωτή. Επιπλέον, αποτελούν μέσο πληρωμής που επιτρέπει στους πολίτες να ρυθμίζουν άμεσα μια συναλλαγή και είναι η μόνη μέθοδος διακανονισμού σε χρήματα και ονομαστική αξία κεντρικής τράπεζας, η οποία δεν έχει τη νόμιμη δυνατότητα επιβολής τέλους για τη χρήση της.

11. Επίσης, οι πληρωμές σε μετρητά δεν απαιτούν λειτουργική τεχνική υποδομή και σχετικές επενδύσεις και είναι πάντα διαθέσιμες. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περίπτωση διακοπής των ηλεκτρονικών πληρωμών. Επιπλέον, οι πληρωμές σε μετρητά διευκολύνουν την ένταξη ολόκληρου του πληθυσμού στην οικονομία, επιτρέποντάς του να διευθετήσει κάθε είδους χρηματοπιστωτική συναλλαγή με αυτόν τον τρόπο.

Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές καλούνται να αξιολογήσουν κατά πόσον οι εναπομείναντες περιορισμοί όσον αφορά τις πληρωμές σε μετρητά είναι αναλογικοί και συμβατοί με το καθεστώς νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα των μέτρων αυτών δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου καταπολέμησης της φοροδιαφυγής».

Δείτε ΕΔΩ την εισήγηση της ΕΚΤ