Με προεδρικό διάταγμα και όχι απλή υπουργική απόφαση θα επιβάλλονται από αρχές του 2021 οι αυξήσεις στα ισόβια συμβόλαια υγείας, στα οποία δεν προβλέπεται σταθερή αναπροσαρμογή, με δικαιούχους περίπου 200.000 ασφαλισμένους.

Πιο αναλυτικά, κατόπιν των σχετικών αντιδράσεων ο υπουργός Ανάπτυξης, κ. Άδωνης Γεωργιάδης, κατέθεσε δύο νομοτεχνικές βελτιώσεις για το άρθρο 268 του νομοσχεδίου «Ρύθμιση Οφειλών και Παροχή Δεύτερης Ευκαιρίας»:

  • Η πρώτη αφορούσε στην παράγραφο 4, στην οποία προστέθηκε πως «η αναπροσαρμογή ισχύει και για μακροχρόνιες συμβάσεις ασφάλισης υγείας που έχουν καταρτισθεί μέχρι την έναρξη ισχύς του παρόντος, με εξαίρεση συμβάσεις, στις οποίες είτε δεν προβλέπεται αναπροσαρμογή ασφαλίστρων είτε προβλέπεται σταθερή αναπροσαρμογή ασφαλίστρων».

Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη που εκπόνησε τον περασμένο Νοέμβριο το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), ισόβια συμβόλαια έχουν 371.000 ασφαλισμένοι (στοιχεία 2018). Με βάση εκτιμήσεις παραγόντων της ασφαλιστικής αγοράς, αυτοί που έχουν συμβόλαια με «κλειδωμένες» αναπροσαρμογές είναι λιγότεροι από τους μισούς. Άρα, η διάταξη του ΥΠΑΝ απευθύνεται σε περίπου 200.000 ασφαλισμένους.

  • Η δεύτερη αφορούσε στη δυνατότητα του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων να ορίζει το ύψος της αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων. Με την αλλαγή που κατέθεσε ο αρμόδιος υπουργός πλέον η απόφαση θα λαμβάνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του υπουργείου.

Η μεγάλη… έξοδος από τα ισόβια συμβόλαια υγείας

«Μαχαίρι» στα ισόβια συμβόλαια υγείας έβαλαν την οκταετία 2011 – 2018 περίπου 340.000 ασφαλισμένοι, χάνοντας την ασφαλισιμότητά τους και δη, σε δύσκολες οικονομικές εποχές.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη μελέτη του ΙΟΒΕ, τέτοιου τύπου συμβόλαια είχαν το 2011 περισσότεροι από 710.000 καταναλωτές. Τον αμέσως επόμενο χρόνο ο αριθμός τους μειώθηκε στους 654.000, ενώ τη διετία 2013 – 2014 έκοψαν το συμβόλαιό τους συνολικά 118.000. Περίπου 487.000 Έλληνες είχαν το 2015 ισόβια προγράμματα υγείας, για να μειωθούν σε 444.000 το 2016, 404.000 το 2017 και, τέλος, 371.000 το 2018. «Ο βασικότερος λόγος που οδήγησε μεγάλη μερίδα ασφαλισμένων στην ακύρωση των επίμαχων προγραμμάτων ήταν το υπέρογκο κόστος τους, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση», σχολιάζουν στο ΝΜ στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς, χωρίς, ωστόσο, να υποβαθμίζουν και τον ρόλο των ετησίως ανανεούμενων συμβολαίων που λάνσαραν οι εταιρίες, ειδικά τα τελευταία χρόνια.

Σε κάθε περίπτωση, με την κίνηση αυτή οι ασφαλισμένοι:
Χάνουν την ασφαλισιμότητά τους: Όταν αγοράζεται ένα νοσοκομειακό πρόγραμμα υπάρχουν κάποιες αναμονές κάλυψης για συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως σε περίπτωση που χρειαστεί να γίνει μία επέμβαση τους πρώτους έξι, επτά ή οκτώ μήνες δεν θα υπάρχει κάλυψη. Εάν, λοιπόν, «κοπεί» το συμβόλαιο, το… κοντέρ μηδενίζεται και, έτσι, οι χρονικές αναμονές υπολογίζονται από την αρχή. Αξίζει να αναφερθεί πως αυτό ισχύει, τόσο στα ισόβια, όσο και στα ετήσια προγράμματα, με τις επίμαχες αναμονές να εξαιρούνται της ανανέωσης κάθε χρόνο.

«Ρισκάρουν» να μείνουν ανασφάλιστοι: Εάν έχουν ιατρικό ιστορικό, βρίσκονται, για παράδειγμα, εν μέσω θεραπειών, ενδέχεται στο μέλλον να κάνουν χειρουργείο, διαγνωσθούν με κάποια ασθένεια κ.ο.κ., τότε, εάν «κόψουν» το συμβόλαιο ρισκάρουν να μείνουν ανασφάλιστοι. Κι αυτό γιατί, οι εταιρείες είτε θα αρνηθούν να τους παρέχουν ασφάλιση είτε θα τους βάλουν εξαίρεση είτε, τέλος, θα θέσουν πολύ μεγάλες χρονικές αναμονές.