του Μάριου Ροζάκου

Αναπόφευκτη χαρακτηρίζει την επανεξέταση των παροχών της σημερινής κυβέρνησης ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Νίκος Βέττας, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο για να διατηρηθούν στο σύνολό τους και «οι περισσότερες δεν εμπίπτουν σε κάποια συνεπή οικονομική λογική».

Μιλώντας στο «business stories» ο κ. Βέττας εκτιμά ότι θεσμοί και αγορές θα τηρήσουν στάση αναμονής σε πρώτη φάση, λόγω των εθνικών εκλογών, αλλά θα παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις και θα περιμένουν «αξιόπιστες και αποτελεσματικές παρεμβάσεις».

-Η επόμενη κυβέρνηση θα βρεθεί με το καλημέρα αντιμέτωπη με μια μεγάλη δημοσιονομική τρύπα. Η τρίτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας εκτιμά ότι οι πρόσφατες παροχές και οι ρυθμίσεις των 120 δόσεων θα έχουν δημοσιονομικό κόστος 1-1,5 δισ. ευρώ επιπλέον φέτος σε σχέση με τους υπολογισμούς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο λογαριασμός αυξάνεται κατά 200-300 εκατ. ευρώ για το 2020. Επιπλέον, η κατάργηση του αφορολογήτου και των αντίμετρων προκαλεί απώλεια εσόδων ύψους 466 εκατ. ευρώ την προσεχή χρονιά, σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν οι βόμβες αυτές; Εκτιμάτε ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα ζητήσουν πρόσθετα μέτρα;

Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο για να διατηρηθούν όλα αυτά τα μέτρα τα επόμενα χρόνια, άρα αναπόφευκτα θα πρέπει να επανεξεταστούν τουλάχιστον κάποια από αυτά.

Επίσης, είναι αμφίβολο αν και για τη φετινή χρονιά υπάρχει επαρκής δημοσιονομικός χώρος, αλλά αυτό θα φανεί τους επόμενους μήνες.

Οι παροχές που ανακοινώθηκαν το τελευταίο διάστημα, με λίγες εξαιρέσεις, δεν εμπίπτουν σε κάποια συνετή οικονομική λογική και δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν. Αρχικά, μειώνουν την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, και με αυτή την έννοια καθιστούν ακόμη και μια μελλοντική διαπραγμάτευση δημοσιονομικών στόχων δυσχερέστερη. Μειώνουν, ταυτόχρονα, και τους βαθμούς ελευθερίας για δημοσιονομικές παρεμβάσεις στο επόμενο διάστημα, καθώς δημιουργούν κενά, όπως περιγράψατε.

Ειδικότερα, η μη μείωση του αφορολογήτου συμπαρασύρει προς την ακύρωση σειρά παρεμβάσεων που θα ήταν σημαντικές τόσο για την ανάπτυξη όσο και για τα πιο αδύναμα νοικοκυριά. Στο επόμενο διάστημα τόσο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί όσο και οι αγορές κεφαλαίου θα αξιολογήσουν τις παρεμβάσεις πολιτικής με ιδιαίτερη προσοχή, γι’ αυτό και αυτές θα πρέπει να είναι αξιόπιστες και αποτελεσματικές. Στον τρέχοντα χρόνο και άμεσα μετεκλογικά, πάντως, δεν αναμένεται άμεση παρέμβαση, αλλά στάση αναμονής.

-Ποια άλλα μεγάλα προβλήματα θα κληθεί να αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση στην οικονομία;

Το βάθος και τα χαρακτηριστικά της κρίσης της οικονομίας μας ήταν τέτοια που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί πραγματική δημοσιονομική σταθεροποίηση χωρίς ταυτόχρονη σταδιακή βελτίωση στην ανταγωνιστικότητα και ενίσχυση των αναπτυξιακών προοπτικών. Η δημοσιονομική σταθεροποίηση επιτεύχθηκε, αλλά με χαρακτηριστικά που αντιστρατεύονται τις προοπτικές ανάπτυξης. Από εδώ και εμπρός δεν θα έχουμε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης αν δεν υπάρξει κατά προτεραιότητα εξορθολογισμός του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, καθώς και των προτεραιοτήτων στις δημόσιες δαπάνες. Αυτές, βέβαια, είναι αναγκαίες συνθήκες, αλλά όχι επαρκείς. Χωρίς βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος και ενίσχυση της προστασίας των πραγματικά αδύναμων νοικοκυριών, μια οικονομία με τόσο υψηλό χρέος και χαμηλή ανταγωνιστικότητα όσο η δική μας δεν θα μπορέσει να εξισορροπήσει.

-Οι επενδυτές φαίνεται να τρέφουν σημαντικές προσδοκίες από την επόμενη κυβέρνηση. Τι χρειάζεται για να μην απογοητευτούν;

Οι προσδοκίες είναι υψηλές, όπως φαίνεται και από την πρόσφατη ισχυρή αντίδραση στα ομόλογα και τις μετοχές. Οι πρώτες κινήσεις μετεκλογικά μπορούν να ενισχύσουν ή να εξασθενήσουν αυτές τις προσδοκίες, ανάλογα με το αν θα σηματοδοτήσουν αποφασιστικότητα για αναπτυξιακές τομές.

Τα προβλήματα που έχει η ελληνική οικονομία είναι βαθιά και θα χρειαστεί συνέπεια στην οικονομική πολιτική. Στη δεκαετία της κρίσης και μέσα από τρία προγράμματα, η ελληνική οικονομία απέφυγε μια πλήρη κατάρρευση και διόρθωσε τα κύρια ελλείμματά της. Ωστόσο, η ευκαιρία να αλλάξει στην ουσία της, να αποκτήσει ισχυρά καινοτόμα και εξωστρεφή χαρακτηριστικά, χάθηκε. Χρειάζεται πλέον αποφασιστική ενίσχυση της εργασίας και των επενδύσεων και άνοιγμα της οικονομίας με κατάργηση διοικητικών εμποδίων και υπερβολικών ρυθμίσεων.

-Εχετε προειδοποιήσει ότι χωρίς συνολική αλλαγή των φορολογικών συντελεστών και αξιοποίηση των ηλεκτρονικών πληρωμών θα καταστεί αναπόφευκτη η μείωση του αφορολογήτου στο μέλλον. Τι πρέπει να γίνει σε φορολογικό πεδίο;

Αν και το σύνολο των φορολογικών εσόδων αυξήθηκε, η δομή της φορολογίας είναι στρεβλή και οδηγεί πολλούς, τόσο εργαζομένους όσο και επιχειρηματίες, στην παραοικονομία ή στο εξωτερικό. Η φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση όσων εργάζονται και δηλώνουν νόμιμα εισοδήματα μεσαίου ύψους είναι υπέρμετρη και η ελάφρυνσή τους θα πρέπει να αποτελέσει απόλυτη προτεραιότητα. Ο επιμερισμός του φορολογικού βάρους σε υπερβολικά λίγους εργαζομένους πρέπει να εξισορροπηθεί το συντομότερο.

Καθώς δεν υπάρχει περιθώριο για μείωση των συνολικών εσόδων, αλλά πρωτίστως απαιτείται αλλαγή στη σύνθεσή τους, η χρήση του εργαλείου των ηλεκτρικών πληρωμών μπορεί να είναι κρίσιμης σημασίας. Η κεντρική ιδέα πρέπει να είναι πώς το απαλλασσόμενο από φόρο εισόδημα θα λειτουργεί ως μοχλός για την ανάδειξη και φορολόγηση άλλων εισοδημάτων ή την είσπραξη άλλων φόρων, και κυρίως του ΦΠΑ, που αλλιώς θα διέφευγαν συστηματικά. Αλλες χώρες όπου τα σχετικά κίνητρα είναι πιο ισχυρά έχουν επιτύχει υψηλά έσοδα με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.

-Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την ανάπτυξη του α’ τριμήνου ήταν απογοητευτικά. Υπάρχει κίνδυνος η φετινή ανάπτυξη να είναι μικρότερη από το περσινό 1,9%;

Στο ΙΟΒΕ είχαμε από καιρό εκτιμήσει ότι οι ρυθμοί μεγέθυνσης φέτος θα ήταν αρκετά χαμηλότεροι από αυτούς που προέβλεπε η επίσημη οικονομική πολιτική. Το ίδιο, δυστυχώς, συνέβη και τα περασμένα δύο χρόνια. Στο τρέχον έτος εκτιμώ ότι θα κινηθούμε στην περιοχή του 2%.

Το ζήτημα κεντρικής σημασίας είναι ότι, λόγω της χαμηλής συμμετοχής του πληθυσμού στην εργασία, του δυσμενούς δημογραφικού, των ασθενών επενδύσεων, που είναι μόλις στο μισό από ανταγωνιστικές μας χώρες, και της αδύναμης συνολικής παραγωγικότητας, η οικονομία μας είναι δρομολογημένη σταδιακά να υποχωρεί πιο κάτω και από τον σημερινό ρυθμό της, μόλις προς το 1% ετησίως.