Παράθυρο στην κυβέρνηση και ειδικά στον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα για να χαράξει οικονομική πολιτική χωρίς «μνημονιακούς περιορισμούς», τόσο το 2021 και ενδεχομένως και το 2022, ανοίγουν οι θεσμοί της Ε.Ε.

Κορυφαίοι κυβερνητικοί παράγοντες εκτιμούν πως οι δανειστές θα επεκτείνουν χρονικά τη δημοσιονομική ευελιξία που έχει φέτος η ελληνική κυβέρνηση. Καθοριστικός παράγοντας θα είναι η εξέλιξη του κοινοτικού ΑΕΠ και η αλληλεπίδρασή του με την πανδημία του κορωνοϊού, αλλά σε κάθε περίπτωση θα ισχύσει για την Ελλάδα ό,τι αποφασιστεί και για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Στο υπουργείο Οικονομικών, με τα τωρινά δεδομένα, εκτιμούν πως το 2021 δεν μπορεί να επανέλθει ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Οπως, μάλιστα, εκτιμούν αρμόδιοι παράγοντες, οι δημοσιονομικοί κανόνες δεν θα ισχύουν μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση στην Ευρώπη. Πότε αναμένεται αυτό; Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις που έγιναν στο τελευταίο Eurogroup, οι δημοσιονομικοί στόχοι θα επανέλθουν όταν το ΑΕΠ στην Ευρώπη φτάσει στο επίπεδο του 2019. Αυτό, όμως, δεν εκτιμάται να γίνει το 2021 και πιθανόν ούτε το 2022! Αλλωστε η υγειονομική κρίση δεν φαίνεται να λήγει γρήγορα, με την Κομισιόν να υπολογίζει πλέον και δυσμενή σενάρια για ύφεση 11% φέτος σε κοινοτικό επίπεδο.

Στην Ελλάδα τώρα όλοι οι δείκτες συνηγορούν ότι η βουτιά φέτος στο ΑΕΠ θα κυμανθεί μεταξύ 8% και 9%, γεγονός που σημαίνει ότι τουλάχιστον 16-17 δισ. ευρώ πλούτου που έχει παραχθεί θα γίνουν σκόνη λόγω του κορωνοϊού. Αυτό συνεπάγεται ότι σε τρέχουσες τιμές το ΑΕΠ θα κατρακυλήσει στα 171 με 172 δισ. ευρώ από τα επίπεδα των 188 δισ. ευρώ που ήταν το τελευταίο τρίμηνο του 2019. Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις της Τραπέζης της Ελλάδος, η ανάκαμψη θα είναι ιδιαίτερα ισχνή. Το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 5,7% το 2021 και 4,5% το 2022. Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία θα φτάσει να βρίσκεται στο επίπεδο του 2019… περί τα τέλη του 2022!

Κοινοτικές πηγές διαμηνύουν ότι η δημοσιονομική στήριξη προς τη χώρα μας θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Παραπέμπουν και στην Εκθεση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, που αποτελεί εδώ και λίγα χρόνια τον επίσημο σύμβουλο της Κομισιόν για τα θέματα της δημοσιονομικής πολιτικής. Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο συστήνει να μην αποσυρθούν πρόωρα τα δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν, όπως η ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής, αλλά να εφαρμοστούν και το 2021, δεδομένου ότι η ανάκαμψη που εκτιμάται ότι θα καταγραφεί το επόμενο έτος δεν είναι αρκετή για να καλύψει το κενό που δημιούργησε και πιθανόν να δημιουργήσει περαιτέρω η πανδημία.

Σχετικά με την ενεργοποίηση της λεγόμενης γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής ύφεσης, το Συμβούλιο κρίνει ότι ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Οσον αφορά το χρονοδιάγραμμα επανόδου στους δημοσιονομικούς κανόνες, το Συμβούλιο τονίζει ότι θα πρέπει να γίνουν σχετικές ανακοινώσεις, το αργότερο, την άνοιξη του 2021. Αυτό σημαίνει ότι οι προϋπολογισμοί του 2021 θα καταρτιστούν από τις εθνικές κυβερνήσεις με τη ρήτρα διαφυγής σε ισχύ, ενώ η επάνοδος στους δημοσιονομικούς κανόνες θα γίνει, το νωρίτερο, για τους προϋπολογισμούς του 2022.

Σε κάθε περίπτωση, τον ερχόμενο Σεπτέμβριο (οπότε και θα γίνει το πρώτο ταμείο για τη ζημία που άφησε ο κορωνοϊός στην οικονομία) θα ξεκαθαρίσει το τοπίο για το κατά πόσο η κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει σε φοροελαφρύνσεις το 2021, αλλά και για το αν θα τεθούν συγκεκριμένοι στόχοι για την Ελλάδα. Οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο μόνο για ειδικούς κανόνες αλλά αρκετά ανεκτικούς. Οπως εκτιμά κυβερνητικό στέλεχος, «βασικό συστατικό στοιχείο θα είναι η ίση αντιμετώπιση της χώρας μας με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται υπό ενισχυμένη εποπτεία».

Παράλληλα θα πρέπει να προετοιμαστεί και το προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2021, το οποίο θα κατατεθεί στην Κομισιόν τον Οκτώβριο. Στόχος είναι να κατατεθεί στη Βουλή ένας Προϋπολογισμός που θα προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα μεταξύ 1% και 1,5%, ώστε να σηματοδοτεί την επιστροφή στην κανονικότητα και να στέλνει και το μήνυμα για επαρκή δημοσιονομικό χώρο, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών που έχουν συμπεριληφθεί στο 4ετές πρόγραμμα της σημερινής κυβέρνησης

Παρότι η φετινή χρονιά θα κλείσει με μεγάλο πρωτογενές έλλειμμα της τάξεως του 3% του ΑΕΠ -ενδεχομένως και μεγαλύτερο (αν μεσούσης της τουριστικής περιόδου κριθεί ότι θα χρειαστούν επιπρόσθετα μέτρα στήριξης), η επιστροφή στα πλεονάσματα θεωρείται εφικτή. Πρώτον, διότι από τον Προϋπολογισμό του 2021 θα απουσιάσουν πολλά μέτρα εφάπαξ χαρακτήρα που επιβάρυναν τη φετινή δημοσιονομική εικόνα -μέτρα κυρίως στο σκέλος των δημοσίων δαπανών- και, δεύτερον, διότι ήδη έχει ληφθεί μέριμνα ώστε να υπάρξουν έκτακτες τονωτικές ενέσεις στο σκέλος των εσόδων κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους.

Και μπορεί στο υπουργείο Οικονομικών να θεωρούν πιθανή τη διατήρηση της δημοσιονομικής ευελιξίας, όμως οι πολιτικές αποφάσεις σε επίπεδο Ε.Ε. θα ληφθούν μετά τον Σεπτέμβριο (θεωρητικά κατά τη χάραξη του νέου Προϋπολογισμού).

Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η ενισχυμένη εποπτεία διαρκεί μέχρι τα μέσα του 2022, η δυσμενής αυτή υγειονομική εξέλιξη αλλάζει και τα δημοσιονομικά δεδομένα για τη χώρα, χωρίς βεβαίως να λύνει το πρόβλημα.
Η Ελλάδα θα πρέπει να διαπραγματευτεί για το ύψος των πλεονασμάτων στη συνέχεια. Διότι η συμφωνία του 2018 προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022, με σταδιακή απομείωσή του στη συνέχεια στο 3% το 2023, στο 2,5% το 2024 και στο 2,2% του ΑΕΠ από το 2025 και μετά.