Του Μάριου Ροζάκου

Το υψηλό επενδυτικό ρίσκο, η αδυναμία των εγχώριων τραπεζών να δανειοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η χαμηλή παραγωγικότητα αλλά και η αρνητική εικόνα που επικρατεί για τη χώρα στο εξωτερικό είναι μερικοί από τους κυριότερους λόγους που καθιστούν την Ελλάδα ουραγό σε ανταγωνιστικότητα στα μάτια της παγκόσμιας επιχειρηματικής κοινότητας. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων της Παγκόσμιας Επετηρίδας Ανταγωνιστικότητας (WCY) του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάπτυξης του Μάνατζμεντ (IMD), σύμφωνα με την οποία η χώρα μας κατατάσσεται τη διετία 2017-2018 στην 57η θέση μεταξύ 63 κρατών του κόσμου, μόνο λίγες θέσεις ψηλότερα από χώρες όπως η Κολομβία, η Μογγολία και η Βενεζουέλα.

Από την αρχή της κρίσης, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας επιδεινώθηκε ραγδαία: από την 46η θέση στην έρευνα του 2010, υποχώρησε 10 θέσεις χαμηλότερα την επόμενη χρονιά και στην 57η θέση την τελευταία διετία. Αύριο, Τρίτη το IMD θα παρουσιάσει τη φετινή έκθεσή του, από την οποία θα φανεί εάν η κατάσταση βελτιώθηκε ή όχι το 2018.

Η ετήσια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας της κορυφαίας ελβετικής σχολής διοίκησης επιχειρήσεων IMD θεωρείται από τους διεθνείς επενδυτές ως ένα από τα πλέον αξιόπιστα εργαλεία για να επιλέξουν πού θα αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους. Βασίζεται κατά τα 2/3 σε ένα ευρύ φάσμα στατιστικών και κατά το 1/3 σε έρευνα γνώμης για το πώς αντιλαμβάνονται την ανταγωνιστικότητα 6.200 ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων στις 63 χώρες που συμπεριλαμβάνονται στη μελέτη.

Η τελική κατάταξη των χωρών προκύπτει από τη βαθμολογία τους σε περισσότερους από 230 δείκτες, οι οποίοι συγκεντρώνονται σε τέσσερις μεγάλες ομάδες παραγόντων/κριτηρίων:

1. Οικονομική Αποδοτικότητα: Στην έκθεση του 2018, που αποτυπώνει την κατάσταση του 2017, η Ελλάδα κατετάγη 61η. Στην ίδια θέση βρισκόταν και στην έρευνα του 2017, ενώ το 2016 και το 2015 ήταν 58η. Από τους υποπαράγοντες που συνδιαμορφώνουν το κριτήριο αυτό, η Ελλάδα έχει πολύ καλές επιδόσεις στις τουριστικές εισπράξεις (7η θέση), στον πληθωρισμό (13η), στα ενοίκια των γραφείων (14η) και στον δείκτη κόστους ζωής (17η). Στον αντίποδα, βρίσκεται στον πάτο της κατάταξης σε ανεργία (62η), επενδύσεις (62η), πραγματική ανάπτυξη (58η) κ.ά.

2. Κυβερνητική Αποτελεσματικότητα: Και εδώ η χώρα μας ήταν 61η στην περυσινή έρευνα, χωρίς μεταβολή σε σχέση με το 2017 και ενώ στις έρευνες του 2016 και του 2015 ήταν 58η. Παρά τα περίφημα υπερπλεονάσματα, στην έρευνα του 2018 η Ελλάδα κατετάγη 61η στη δημοσιονομική πολιτική και τελευταία (63η) στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, καθώς στο ερώτημα εάν η φοροδιαφυγή αποτελεί απειλή για την οικονομία τα ανώτατα στελέχη απάντησαν ότι δυστυχώς είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχουμε. Πολύ χαμηλή είναι η κατάταξη και στη νομοθεσία για τις επιχειρήσεις (49η). Η κυβέρνηση κάθε άλλο παρά δικαιούται να πανηγυρίζει για το επίπεδο κοινωνικής συνοχής (38η θέση). Αντιθέτως, ικανοποίηση εκφράζεται για το ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού (14η θέση) και τα περιορισμένα δασμολογικά εμπόδια (15η).

3. Επιχειρηματική Αποτελεσματικότητα: Η Ελλάδα ήταν 59η στην περυσινή έκθεση (από 57η στις έρευνες του 2017 και του 2016 και 43η στην έρευνα του 2015). Ζητήματα όπως η παραγωγικότητα και η αποτελεσματικότητα του ιδιωτικού τομέα (51η), οι πρακτικές διοίκησης (56η) και τα χρηματοοικονομικά (57η) αποτελούν τομείς όπου η Ελλάδα υστερεί. Από τους επιμέρους δείκτες προκύπτει ότι η χώρα κατατάσσεται τελευταία (63η) στις πιστώσεις και στις τραπεζικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και προτελευταία στον παράγοντα οικονομικού κινδύνου. Επίσης είναι 61η ως προς την εικόνα που επικρατεί στο εξωτερικό, το σύστημα αξιών, τον επενδυτικό κίνδυνο κ.ά. Πολύ κακές είναι επίσης οι επιδόσεις στο εταιρικό χρέος και το χρηματιστήριο (59η θέση). Από την άλλη πλευρά, η χώρα μας διαθέτει εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό (18η θέση), ξεπερνώντας χώρες όπως η Γερμανία και το Βέλγιο.

4. Υποδομές: Η Ελλάδα ήταν 40ή στις Υποδομές, καταγράφοντας πέρυσι υποχώρηση για τέταρτη συνεχή χρονιά (ήταν 39η στην έρευνα του 2017, 38η του 2016 και 35η του 2015). Το περιθώριο βελτίωσης των βασικών υποδομών και των τεχνολογικών υποδομών κρίνεται μεγάλο (44η και 42η αντιστοίχως στην περυσινή έρευνα). Στους επιμέρους δείκτες, η χώρα υπολείπεται σε ανάπτυξη αναλογικά με τον πληθυσμό (53η θέση), αλλά αναδεικνύεται πρώτη στην αναλογία μαθητών-δασκάλων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Επίσης, βρίσκεται στη 2η θέση ως προς την αναλογία μαθητών-καθηγητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στα δυνατά χαρτιά μας είναι οι υψηλού επιπέδου μηχανικοί (14η θέση, πάνω από τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και την Ιταλία), οι γλωσσικές δεξιότητες (17η θέση), τα επιστημονικά πτυχία (19η θέση) και το προσδόκιμο ζωής (22η θέση).

Όπως εξηγεί στο newmoney.gr ο επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Κέντρου Ανταγωνιστικότητας του IMD Χρήστος Καμπόλης, «δεν υπάρχει μία μαγική συνταγή για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, η οποία να είναι κατάλληλη για όλες τις οικονομίες. Οι χώρες με υψηλή ανταγωνιστικότητα έχουν υψηλότερες από τον μέσο όρο επιδόσεις σε όλους τους παράγοντες. Ωστόσο, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή μία χώρα μπορεί να δώσει βαρύτητα στην ανταγωνιστικότητα των υποδομών, ενώ μια άλλη στην κυβερνητική αποδοτικότητα ανάλογα με τις δεξιότητες, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τη στρατηγική κατεύθυνση που ακολουθεί».

Η ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ IMD ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2010-2018

2010: 46η θέση

2011: 56η θέση

2012: 58η θέση

2013: 54η θέση

2014: 57η θέση

2015: 50ή θέση

2016: 56η θέση

2017: 57η θέση

2018: 57η θέση