Η Ελλάδα έχει πολύ υψηλή δανειακή επιβάρυνση, αλλά η διάρκεια αποπληρωμής του χρέους της είναι πολύ μεγάλη και το κόστος εξυπηρέτησής του εξακολουθεί να είναι χαμηλό, όπως δείχνουν άλλωστε και οι πρόσφατες επιτυχημένες εκδόσεις ομολόγων, αναφέρει το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Φάμπιο Πανέτα, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Καθημερινή.

Όπως τονίζει οι προκαταρκτικές αξιολογήσεις σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους, τις οποίες πραγματοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά την επιλεξιμότητα των χωρών της Ευρωζώνης στο πλαίσιο της «Ενίσχυση για την πανδημική κρίση» (Pandemic Crisis Support) του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το χρέος της Ελλάδας είναι βιώσιμο.

«Τα μέτρα που έλαβαν οι ελληνικές αρχές, καθώς και αυτά που συμφωνήθηκαν με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα πρέπει να στηρίξουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, επιτρέποντας στους λόγους χρέους να υποχωρήσουν με την πάροδο του χρόνου», τονίζει ο πρώην υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας.

Παράλληλα επισημαίνει ότι «πέρα από τον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα – όπου η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να διαχειριστεί τον αντίκτυπο της κρίσης – είναι εξαιρετικά σημαντικό όλοι οι πόροι να διατεθούν για την ενίσχυση του αναπτυξιακού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας και οι κατάλληλες επενδύσεις να συνοδευτούν από μεταρρυθμίσεις που στηρίζουν τη δυνητική ανάπτυξη και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους».

Ερωτηθείς αν τα τα ελληνικά ομόλογα θα μπορούσαν να καταστούν επιλέξιμα στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα (public sector purchase programme – PSPP), και όχι μόνο στο πλαίσιο του PEPP, δεδομένου ότι εξακολουθούν να μην είναι επενδυτικής βαθμίδας, ξεκαθάρισε ότι το PSPP ακολουθεί ένα σαφές πλαίσιο κανόνων που αφορούν την επιλεξιμότητα των εμπορεύσιμων χρεογράφων και τους όρους εφαρμογής.

«Με βάση τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα δεν είναι προς το παρόν επιλέξιμα για το πρόγραμμα. Πραγματοποιήσαμε όμως παρεμβάσεις για να καταπολεμήσουμε τις συνέπειες της κρίσης του COVID-19 με ποικίλα μέσα. Η ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο PEPP έχει σταθεροποιήσει τις συνθήκες χρηματοδότησης στην Ελλάδα. Οι αποδόσεις των ελληνικών δεκαετών κρατικών ομολόγων έχουν μειωθεί σημαντικά από την έναρξη του PEPP και σήμερα διαμορφώνονται σε 0,8%, δηλαδή κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα».

Πώς πιστεύετε ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των υψηλότερων δεικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) που θα επιφέρει η κρίση της πανδημίας; Συγκεκριμένα, θα μπορέσει η Ελλάδα, η οποία ήδη πριν από την πανδημία είχε υψηλό απόθεμα ΜΕΔ, να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα με το σχέδιο «Ηρακλής» ή θα χρειαστεί να πάρει κι άλλα μέτρα; Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος έχει ήδη προτείνει να συσταθεί εταιρεία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού ως το επόμενο βήμα, πρόταση που φαίνεται να βλέπει θετικά και ο ΟΟΣΑ.

«Ο μέσος δείκτης ΜΕΔ του ελληνικού τραπεζικού τομέα ήταν 36,7% το β’ τρίμηνο του 2020. Τέτοια υψηλά επίπεδα ΜΕΔ επηρεάζουν αρνητικά τη φερεγγυότητα και την κερδοφορία των τραπεζών. Αυτό, με τη σειρά του, περιορίζει την ικανότητα των τραπεζών να παρέχουν νέες πιστώσεις στην οικονομία, με αρνητικές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη.

Το σχέδιο προστασίας στοιχείων ενεργητικού «Ηρακλής» θα συνεχίσει να συμβάλλει σε βιώσιμες πωλήσεις ΜΕΔ και να στηρίζει τις προσπάθειες των ελληνικών τραπεζών να επιτύχουν πιο βιώσιμα επίπεδα ΜΕΔ μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, ακόμη και με αυτή την επίσπευση των πωλήσεων ΜΕΔ, τα επίπεδα που θα προκύψουν για τις ελληνικές τράπεζες είναι πιθανόν να εξακολουθήσουν να βρίσκονται πολύ πάνω από τον μέσο όρο των τραπεζών που υπόκεινται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να εξεταστούν όλες οι επιλογές για τη μείωσή τους. Πρώτα από όλα, οι μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα θα πρέπει να διευκολύνουν τη διαδικασία μείωσης των ΜΕΔ. Επιπλέον, θα πρέπει να γίνει ενδελεχής ανάλυση περαιτέρω εργαλείων τα οποία θα μπορούσαν να προστεθούν στο πλαίσιο των μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίλυση του ζητήματος των ΜΕΔ.
Για αυτά τα ζητήματα η ΕΚΤ συνεργάζεται στενά με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος».

Η Ελληνική Κυβέρνηση δημοσίευσε πρόσφατα την πρότασή της για το νέο πτωχευτικό πλαίσιο, τον λεγόμενο «Κώδικα ρύθμισης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας». Τι γνώμη έχετε για αυτό; Είναι ικανοποιητικό; Θα βοηθούσε να τεθεί ένα τέλος στο φαινόμενο των στρατηγικών κακοπληρωτών και να αποκατασταθεί η κουλτούρα πληρωμών στην Ελλάδα;

«Για το θέμα αυτό ετοιμάζουμε επί του παρόντος επίσημη γνώμη. Η ΕΚΤ είχε πολύ εποικοδομητικές συζητήσεις με τις ελληνικές αρχές για αυτή τη μείζονα μεταρρύθμιση. Οι εργασίες συνεχίζονται ακόμη σε ό,τι αφορά το πρωτογενές και το παράγωγο δίκαιο καθώς και την υποδομή των πληροφοριακών συστημάτων, δεδομένου ότι ένας σημαντικός αριθμός των προβλεπόμενων διαδικασιών πρόκειται να διενεργείται ηλεκτρονικά. Είναι εξαιρετικά σημαντικό η μεταρρύθμιση να αυξήσει την αποτελεσματικότητα των δικαστικών και μη δικαστικών διαδικασιών, να βελτιώσει την αποδοτικότητα των πτωχευτικών διαδικασιών και να απλουστεύσει τις διαδικαστικές απαιτήσεις καθώς και να βελτιώσει τη νοοτροπία των δανειοληπτών ως προς την αποπληρωμή οφειλών».