Με τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων να έχει προχωρήσει στην έκδοση νέων τιμοκαταλόγων με τη νέα χρονιά, η τάση κλιμάκωσης των αυξήσεων στις τιμές που τους τελευταίους μήνες παρατηρείται στα βασικά αγαθά δεν φαίνεται να περιορίζεται σύντομα, κι ας έχει επιβαρυνθεί ήδη το καλάθι ενός νοικοκυριού με κόστος που εκτιμάται γύρω στο 10%. Εξέλιξη που προφανώς θολώνει τη θετική εικόνα της οικονομίας από τη σημαντική αύξηση του ΑΕΠ και παράλληλα υπονομεύει τη δυναμική που έχει αναπτύξει η ελληνική οικονομία, αφού ήδη η κατανάλωση άρχισε να πατάει φρένο.

«Ο παράγοντας-κλειδί είναι το ενεργειακό κόστος. Διαχέεται σε όλη την αλυσίδα, από την παραγωγή ως το ράφι αλλά και την κατανάλωση στραγγαλίζοντας οποιοδήποτε περιθώριο κινήσεων», εξηγεί στο «ΘΕΜΑ» ανώτατο στέλεχος μιας εκ των μεγαλύτερων αλυσίδων σούπερ μάρκετ της χώρας. «Δυστυχώς, με τον ρυθμό που εξελίσσονται τα πράγματα περιμένουμε μέσα στον Μάρτιο νέα αναζωπύρωση του κύματος ανατιμήσεων. Οχι μόνο λόγω της μεγάλης επιβάρυνσης που δέχονται οι προμηθευτές μας από το κύμα των διεθνών ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες και το ενεργειακό κόστος, αλλά και της δικής μας. Το μεγαλύτερο κόστος για τη λειτουργία ενός σούπερ μάρκετ είναι το ρεύμα και το προσωπικό. Με τα τιμολόγια του ρεύματος να έχουν τριπλασιαστεί σε σχέση με πέρυσι, τι περιθώρια μπορεί να έχει μια επιχείρηση για να συγκρατήσει αυτή τη μεγάλη πίεση που υπάρχει χωρίς να διακινδυνεύσει να γράψει ζημίες;».

Μοναδικό μέτρο που μπορεί κάπως να περιορίσει το διογκούμενο κόστος στο ράφι για τους καταναλωτές είναι οι ειδικές προσφορές. «Ακόμη κι αυτές, όμως, πλέον έχουν περιοριστεί δραματικά. Πλέον φτάνουμε σε ένα σημείο όπου οι προμηθευτές αρχίζουν να προετοιμάζουν μικρότερες συσκευασίες προϊόντων προκειμένου να συγκρατήσουν την τιμή», αναφέρει.

Ανατιμήσεις προϊόντων

Τις μεγαλύτερες ανατιμήσεις στη λιανική σε βασικά αγαθά παρουσιάζουν σε σχέση με πέρυσι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το αρνί και το κατσίκι, το ελαιόλαδο και τα υπόλοιπα έλαια, οι πατάτες, τα ζυμαρικά, τα νωπά ψάρια, τα πουλερικά, τα τυριά, τα φρούτα και τα λαχανικά, το ψωμί κ.ο.κ. Παρ’ όλα αυτά, το επόμενο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, αναμένεται να επεκταθούν οι ανατιμήσεις στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Αυτές φαίνεται ότι θα ξεκινούν από το 5%, καθώς το κόστος για τις βιομηχανίες έχει αυξηθεί περίπου κατά 10% για το πρόβειο γάλα και τα τυροκομικά προϊόντα και κατά 15% για το γιαούρτι, ενώ η τιμή της φέτας δεν αποκλείεται να εκτοξευτεί μέχρι και 25%.

Νέος κύκλος ανατιμήσεων αναμένεται και στα άλευρα, κατ’ επέκταση στο ψωμί, στη σκιά των εξελίξεων στην Ουκρανία, που θεωρείται ο σιτοβολώνας της Ευρώπης. Ηδη οι ανατιμήσεις στα προϊόντα ζύμης σε σχέση με πέρυσι κυμαίνονται από 10% έως 20%.

Σε αυξήσεις τιμολογίων προχώρησαν τον περασμένο μήνα και οι περισσότερες εταιρείες αναψυκτικών. «Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε σταθερές τις τιμές στο β’ εξάμηνο του 2021, όμως αναγκαστικά με την αλλαγή του έτους έπρεπε να αυξήσουμε τους τιμοκαταλόγους μας προκειμένου να μετακυλήσουμε μέρος του αυξημένου κόστους που αντιμετωπίζουμε στα υλικά συσκευασίας και την ενέργεια», εξηγεί στο «ΘΕΜΑ» η διευθύνουσα σύμβουλος της Coca-Cola 3E Μαρία Αναργύρου-Νίκολιτς. Η ίδια θεωρεί ότι το σύστημα ίσως καταφέρει να ισορροπήσει σε αυτά τα επίπεδα μετά το καλοκαίρι. «Δεν νομίζω ότι υπάρχει επιστροφή στα επίπεδα που ήμασταν πριν από ένα έτος. Η ομαλοποίηση μάλλον έχει να κάνει με τα σημερινά επίπεδα».

Στα ύψη φρούτα και λαχανικά

Οι τιμές στα φρούτα και λαχανικά στην κυριολεξία έχουν πάρει φωτιά, καθώς στο γενικότερο κλίμα ανατιμήσεων στα κόστη των παραγωγών ήρθε και η πρόσφατη παγωνιά να καταστρέψει σημαντικό μέρος της παραγωγής. Ως αποτέλεσμα στην αγορά παρατηρούνται ελλείψεις προϊόντων, με τις τιμές τους ακόμα και να έχουν υπερδιπλασιαστεί τόσο στη λιανική όσο και στη χονδρική.
Είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία στα τελευταία δελτία τιμών που εξέδωσε την περασμένη εβδομάδα ο Οργανισμός Κεντρικών Αγορών και Αλιείας (ΟΚΑΑ) με βάση τα οποία κινείται η χονδρική αγορά. Σύμφωνα με αυτά, η επικρατούσα τιμή στα κολοκύθια την περασμένη εβδομάδα ήταν 1,8 ευρώ το κιλό, όταν πέρυσι ακριβώς την ίδια περίοδο η τιμή ήταν 0,60 ευρώ. Τα λάχανα πωλούνται προς 0,45 ευρώ το κιλό από 0,20 ευρώ πέρυσι. Τα μαρούλια πωλούνται στη χονδρική αντί 0,60 ευρώ από 0,25 ευρώ πέρυσι. Αντίστοιχα, τα μπρόκολα 1,8 ευρώ από 0,60 ευρώ πέρυσι, το σπανάκι 1,5 ευρώ έναντι 0,70 ευρώ, οι ντομάτες 1,5 ευρώ από 0,60 ευρώ, τα μανταρίνια κλημεντίνες 1 ευρώ από 0,60 ευρώ κ.ο.κ.

Αυτές οι ανατιμήσεις, λοιπόν, που φτάνουν έως και 50%, εκτιμάται ότι για το μεγαλύτερο μέρος του Φεβρουαρίου θα έχουν επίμονο και μόνιμο χαρακτήρα, επειδή ο χιονιάς έχει καταστρέψει καλλιέργειες και θερμοκήπια, ιδίως στην Αττική και την Κρήτη, στην παραγωγή των οποίων βασίζεται σε μεγάλο βαθμό ο εφοδιασμός του Λεκανοπεδίου. Δεν αποκλείεται μάλιστα οι ανατιμήσεις αυτές να επεκταθούν και σε ακόμη μεγαλύτερη διάρκεια, όπως τόνισε και ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Παραγωγών Λαϊκών Αγορών Παντελής Μόσχος, αφού ο χιονιάς έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στους παραγωγούς σε αρκετές περιοχές της χώρας. Οι τελευταίοι, όπως εξηγούσε, έχουν να αντιμετωπίσουν παράλληλα τριπλάσιο κόστος ρεύματος, σχεδόν διπλάσιο για λιπάσματα, καθώς και τις σημαντικές αυξήσεις στο πετρέλαιο κίνησης.

Αντίστοιχη εικόνα στη χονδρική παρουσιάζουν και οι τιμές των κρεάτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΚΑΑ, οι τιμές στα εγχώρια αρνιά κυμαίνονται από 5 έως 6,2 ευρώ το κιλό, όταν την ίδια περίοδο πέρυσι ήταν από 4,5 έως 5,4 ευρώ. Παρόμοιες οι τιμές στα κατσίκια, που την περασμένη εβδομάδα στη χονδρική κυμαίνονταν από 6 έως 6,5 ευρώ το κιλό (5,8-6 ευρώ πέρυσι), στα γιδοπρόβατα (3-4,5 ευρώ το κιλό από 3-4 ευρώ πέρυσι) και στα εγχώρια μοσχάρια (5,5-6 ευρώ το κιλό από 4,6-5,6 ευρώ πέρυσι). Στα ίδια επίπεδα έχουν παραμείνει μόνο οι τιμές του χοιρινού, εγχώριου και εισαγόμενου.

Η τάση αυτή, δε, επιβαρύνει και τις βιομηχανίες που επεξεργάζονται το κρέας. «Προσπαθήσαμε στο β’ εξάμηνο του 2021 να συγκρατήσουμε το μπαράζ των ανατιμήσεων τόσο στην πρώτη ύλη όσο και στα τιμολόγια ρεύματος, τα οποία είναι +40% από το φθινόπωρο», αναφέρει στο «ΘΕΜΑ» η διευθύνουσα σύμβουλος της αλλαντοβιομηχανίας Π.Γ. Νίκας ΑΒΕΕ Αγγελική Οικονόμου. Οπως εξηγεί, με την αλλαγή της χρονιάς η εταιρεία αναθεώρησε τον τιμοκατάλογό της επιβάλλοντας μεσοσταθμική αύξηση στις τιμές 7%. «Και πάλι, αυτή η αύξηση δεν μπορεί να καλύψει το κόστος που επωμιζόμαστε», παραδέχεται, ενώ δεν βλέπει σύντομα να εξισορροπεί η κατάσταση στην αγορά. «Δυστυχώς, είμαστε σε μια εποχή που υπάρχουν πολλοί απρόβλεπτοι παράγοντες. Κοιτάξτε την αβεβαιότητα που προκαλούν οι εξελίξεις στην Ουκρανία».

Πλήγμα για την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών

Σε κάθε περίπτωση, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών περιορίζεται και οι συνέπειες στην κατανάλωση είναι εμφανείς. Και αυτό καθώς εκτιμάται ότι ήδη το μέσο νοικοκυριό θα κληθεί να καταβάλει επιπρόσθετα φέτος 2.000 ευρώ για τα ίδια προϊόντα που αγόραζε πέρυσι, αλλά και για τους φουσκωμένους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας.

Μάλιστα πηγές από την αγορά αναφέρουν ότι τον Ιανουάριο καταγράφηκε μια μεσοσταθμική μείωση 11%-12% των πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ, ενώ τον περασμένο Δεκέμβριο, μήνας κατά τον οποίο τα σούπερ μάρκετ τζιράρουν το 10% των συνολικών πωλήσεων της χρονιάς, το οργανωμένο λιανεμπόριο είχε πτώση πωλήσεων 1%, με βάση στοιχεία της Nielsen IQ.

Η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος του ελληνικού νοικοκυριού καθρεφτίζει και τον μεγαλύτερο αντίκτυπο που έχουν οι μέχρι τώρα ανατιμήσεις, παρά το γεγονός ότι δεν είναι οι μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Σύμφωνα μάλιστα με την τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), η Ελλάδα κατατάσσεται 15η εντός της Ε.Ε. αναφορικά με το κόστος του καλαθιού της νοικοκυράς. Πρώτο είναι το Λουξεμβούργο και πολύ κοντά η Γαλλία και η Δανία. Η Γερμανία είναι στη 12η θέση ενώ οι φθηνότερες χώρες είναι η Ρουμανία και η Πολωνία. Η Πορτογαλία είναι στην 20ή θέση.

Μετακυλίουν το κόστος οι βιομηχανίες

Σε κάθε περίπτωση, το φρένο στην κατανάλωση ασκεί μεγαλύτερη πίεση σε όλη την αλυσίδα, από την παραγωγή στη μεταποίηση και τελικά στην πώληση από τα ράφια των σούπερ μάρκετ, να καταβληθεί μεγαλύτερη προσπάθεια ώστε να συγκρατηθούν οι τιμές. Ο τρόπος βέβαια αναζητείται ακόμη, με δεδομένο ότι από την περασμένη άνοιξη η βιομηχανία δέχεται τρομερές πιέσεις.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), στο διάστημα 25/1 έως 7/2 σε δείγμα 142 μεταποιητικών επιχειρήσεων, το κόστος παραγωγής της βιομηχανίας έχει αυξηθεί από 20% ως 40% συνολικά μέσα από την άνοδο των τιμών των πρώτων υλών, του κόστους μεταφοράς προϊόντων αλλά και την εκτίναξη στα ενεργειακά τιμολόγια. Από την έρευνα, δε, προκύπτει ότι έξι στις δέκα μεταποιητικές επιχειρήσεις έχουν μετακυλίσει ήδη μέρος του κόστους που έχουν αναλάβει στους πελάτες τους. Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, ο πρόεδρος του ΣΒΕ, Αθανάσιος Σαββάκης, επισημαίνει ότι, συνεπεία όλων των παραπάνω παραγόντων, είναι προφανής ο κίνδυνος απώλειας σημαντικών αγορών του εξωτερικού, με αρνητικές συνέπειες στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και τη διακράτηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας.

«Με τα έως τώρα δεδομένα, οι αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα είναι τουλάχιστον 165%, ενώ σε σχέση με πέρυσι η αύξηση στους λογαριασμούς φυσικού αερίου υπερβαίνει το 300%. Το ξέφρενο ράλι των τιμών ήδη επηρεάζει σε επικίνδυνο βαθμό πλέον τη μικρή και πολύ μικρή επιχείρηση. Η παραγωγή μειώνεται αναγκαστικά και όσα προϊόντα παραχθούν, με δεδομένη τη ζημία στην επιχείρηση, θα έχουν κόστος που μοιραία θα μετακυλιστεί στον καταναλωτή, με τις παρεπόμενες συνέπειες για την οικονομία», επισημαίνει ο αντιπρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας (ΒΕΑ) Κώστας Δαμίγος. Σύμφωνα με στοιχεία του ΒΕΑ, μία στις τέσσερις επιχειρήσεις έχει απλήρωτους λογαριασμούς και εκτιμάται ότι το 25%-30% των μικρών επιχειρήσεων δεν θα μπορέσει να απορροφήσει την αύξηση του ενεργειακού κόστους και κινδυνεύει με λουκέτο.

Διεθνές ράλι

Οι προβλέψεις προς το παρόν είναι δυσοίωνες διότι συνεχίζεται το διεθνές ράλι των τιμών. Ο σχετικός διεθνής δείκτης του κόστους τροφίμων από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών έφτασε τον προηγούμενο μήνα στις 135,7 μονάδες, αυξημένος κατά 32% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020 και κατά 19% σε σχέση με τον αντίστοιχο του 2021. Ολοι οι επιμέρους δείκτες παρουσιάζουν αυξήσεις (δημητριακά, έλαια, κρέας, γαλακτοκομικά, ζάχαρη). Συγκεκριμένα, σε σχέση με τον περσινό Ιανουάριο οι τιμές του κρέατος είναι αυξημένες κατά 17%, των γαλακτοκομικών κατά 19%, των δημητριακών κατά 12%, των ελαίων κατά 34% και της ζάχαρης κατά 20%.

Διαβάστε ακόμα:

Τουρισμός: Ανάκαμψη με πρόβλεψη για 80% του 2019 στη ζήτηση για ταξίδια φέτος στην Ευρώπη

ΔΕΠΑ Εμπορίας: Το Εφετείο δικαιώνει την εταιρεία για την τιμολόγηση αερίου των ELFE

Crystal Cruises: Η εταιρεία με τα «πλωτά παλάτια» που αφήνει πίσω της τεράστια χρέη