Του Μάριου Ροζάκου

Τα χθεσινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) που έδειξαν ότι το 1ο τρίμηνο του 2019 έκλεισε με ισχνή ανάπτυξη 1,3% και η 3η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, η οποία θα δοθεί σήμερα το μεσημέρι στη δημοσιότητα και θα καταγράφει κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού σε συνδυασμό με περιορισμένη έως μηδαμινή πρόοδο στην υλοποίηση σωρείας βασικών μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, αποδομούν πλήρως το κυβερνητικό αφήγημα περί success story στην οικονομία. Αποδεικνύουν επίσης ότι η πολιτική της υπερφορολόγησης και της άτυπης στάσης πληρωμών του κράτους, προκειμένου να προκύψει «υπερπλεόνασμα» που θα αξιοποιηθεί για παροχές, καθηλώνει την οικονομία σε απογοητευτικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Όπως ανέφερε το «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» την Κυριακή, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν υπολογίσει ότι οι παροχές και οι ρυθμίσεις οφειλών σε έως 120 δόσεις ανοίγουν συνολική δημοσιονομική «τρύπα» 2,5% του ΑΕΠ ή 4,75 δισ. ευρώ τη διετία 2019-2020 (1% του ΑΕΠ ή 1,9 δισ. ευρώ φέτος και 1,5% του ΑΕΠ ή 2,85 δισ. ευρώ το 2020). Το προσχέδιο της 3ης έκθεσης ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας περιλάμβανε την εκτίμηση αυτή και απομένει να φανεί σήμερα εάν θα συμπεριληφθεί ως είχε και στο τελικό κείμενο που θα δοθεί στη δημοσιότητα αφού συζητηθεί στο Κολέγιο των Επιτρόπων.

Προεκλογικό παιχνίδι με το αφορολόγητο

Η εκτίμηση των θεσμών για το 2020 αφορά τα ήδη ψηφισμένα μέτρα που εφαρμόζονται από φέτος («13η σύνταξη», μειώσεις ΦΠΑ) και αναμένεται με ενδιαφέρον να φανεί σήμερα εάν η έκθεση θα κάνει αναφορά στο αφορολόγητο όριο. Χθες ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας «θυμήθηκε» προεκλογικά την ακύρωση του μέτρου, προαναγγέλλοντας ότι θα κατατεθεί σχετική τροπολογία στη Βουλή την Παρασκευή. Μόλις την περασμένη Παρασκευή και προχθές κυβερνητικά στελέχη διέψευδαν ότι η κυβέρνηση θα ακυρώσει τη μείωση του αφορολογήτου ορίου, ενώ πριν από ένα μήνα η κυβερνητική πλειοψηφία είχε απορρίψει τη σχετική τροπολογία της ΝΔ.

Η μείωση του αφορολογήτου ορίου είχε δημοσιονομικό όφελος 1% του ΑΕΠ (1,9 δισ. ευρώ), αλλά συνοδευόταν από θετικά «αντίμετρα» ύψους 1% του ΑΕΠ (μείωση φορολογικών συντελεστών, ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και ΕΝΦΙΑ). Συνεπώς, εάν ακυρωθεί μόνο η μείωση του αφορολογήτου, προκύπτει δημοσιονομικό κόστος 2% του ΑΕΠ ή 3,8 δισ. ευρώ.

10 κίτρινες και κόκκινες κάρτες

Παράλληλα, η 3η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας θα ρίχνει βροχή από κίτρινες και κόκκινες κάρτες για θέματα όπως:

1. Η υπέρβαση του ορίου πρόσληψης προσωρινού προσωπικού στο Δημόσιο και ειδικά σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου. Το πρόβλημα είχε επισημανθεί από την Κομισιόν από τον Φεβρουάριο και πλέον θα ζητηθεί να μειωθεί το προσωπικό κατά 1.550 άτομα.
2. Η επέκταση της προσωπικής διαφοράς στους νεοπροσληφθέντες υπαλλήλους των υπουργείων Οικονομικών και Οικονομίας, παρακάμπτοντας το Ενιαίο Μισθολόγιο.
3. Οι καθυστερήσεις στην κινητικότητα των δημοσίων υπαλλήλων.
4. Η μη ολοκλήρωση της μερικής επικαιροποίησης των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων έως τα μέσα του 2019.
5. Οι ρυθμίσεις οφειλών σε έως 120 δόσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, θα έχουν τελικά αρνητικό δημοσιονομικό αντίκτυπο και θα πλήξουν την πειθαρχία στις πληρωμές.
6. Η μείωση του ρυθμού αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες.
7. Οι μεγάλες καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις, ιδίως στην αγορά ενέργειας (αποεπένδυση ΔΕΗ από τις λιγνιτικές μονάδες, ΕΛΠΕ, ΔΕΠΑ)
8. Η καθυστέρηση στην ενεργοποίηση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την υποβολή αιτήσεων ένταξης στο νέο νομικό πλαίσιο προστασίας της Α΄ κατοικίας από πλειστηριασμούς.
9. Η πιο αδύναμη από τις προβλέψεις επίδοση στο πεδίο των φορολογικών εσόδων.
10. Η απουσία σχεδίου για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού κόστους που μπορεί να προκύψει από τις εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις για τις συντάξεις.

Η «άχαστη» ανάπτυξη… κάνει φτερά

Όσο και αν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε να πείσει στη χθεσινή συνέντευξή του στην ΕΡΤ ότι η πρόβλεψη της κυβέρνησης για ανάπτυξη 2,3% φέτος είναι… «άχαστη», τα χθεσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που έδειξαν ανάπτυξη 1,3% σε ετήσια βάση το 1ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Το πρόβλημα είναι πως όσο χαμηλότερη είναι η ανάπτυξη τόσο δυσχεραίνεται η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων –και ιδίως των στόχων για τα έσοδα–, γίνεται δυσκολότερη η κάλυψη του δημοσιονομικού κενού που εντοπίζουν οι δανειστές εξαιτίας των παροχών Τσίπρα και επηρεάζεται αρνητικά η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.

Η αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,3% το 1ο τρίμηνο του 2019 είναι η χαμηλότερη που σημειώθηκε από το Β΄ τρίμηνο του 2017 και μετά. Ενδεικτικό είναι επίσης ότι το Α΄ τρίμηνο του 2018 κατεγράφη αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,6%, ενώ στο σύνολο του 2018 είχαμε ανάπτυξη 1,9%.

Από τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι η χαμηλή αναπτυξιακή πτήση το 1ο τρίμηνο της φετινής χρονιάς συνδέεται κυρίως:

– Με τη μείωση της τελικής καταναλωτικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης, δηλαδή με την άτυπη στάση πληρωμών του κράτους, το οποίο δεν εκδίδει εκατοντάδες χιλιάδες εκκρεμείς συντάξεις, αυξάνει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς ιδιώτες, δεν προχωρεί στις προγραμματισμένες δαπάνες για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων κ.λπ. Η τελική καταναλωτική δαπάνη της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώθηκε στα 9,512 δισ. ευρώ το 1ο τρίμηνο του 2019, έναντι 9,916 δισ. ευρώ το 1ο τρίμηνο του 2018 (-4,1%) και 10,015 δισ. ευρώ το 4ο τρίμηνο του 2018.

– Με τη σημαντική αύξηση των εισαγωγών, που ξεπέρασαν τις εξαγωγές κατά 1,13 δισ. ευρώ (17,434 δισ. ευρώ, έναντι 16,304 δισ. ευρώ). Σε ετήσια βάση οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 9,5%, ενώ οι εξαγωγές κατά 4%.

Εξάλλου, η αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 7,9%, για την οποία σχεδόν «πανηγύριζε» το υπουργείο Οικονομικών σε χθεσινή ανακοίνωση, σημειώθηκε σε σύγκριση με το 1ο τρίμηνο του 2018, όταν είχε καταγραφεί μείωση της τάξεως του 9% σε σχέση με το 1ο τρίμηνο του 2017 και αφού η αυλαία της περυσινής χρονιάς έπεσε με συρρίκνωση των επενδύσεων κατά 9,8%.