Σε εννέα άρθρα, πολλά από τα οποία, όμως, βελτιώθηκαν μετά τις σχετικές αλλαγές από πλευράς της κυβέρνησης, εστιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ την κριτική του για τον νέο Πτωχευτικό Νόμο, καταθέτοντας εντέλει πρόταση μομφής εναντίον του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταικούρα.

Πιο αναλυτικά, πέρα από το timing που έρχεται προς ψήφιση το επίμαχο νομοσχέδιο και την… εμμονή που κατ’ εκείνους επιδεικνύει η κυβέρνηση στην πτώχευση, τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξέφρασαν τις ενστάσεις τους στις εξής διατάξεις:

Άρθρο 5: Οι χρηματοδοτικοί φορείς διατηρούν διακριτική ευχέρεια ως προς την υποβολή πρότασης ρύθμισης οφειλών και ως προς το περιεχόμενό της και δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν προτάσεις σε όλες τις περιπτώσεις που τους απευθύνεται αίτηση.

«Στον εξωδικαστικό μηχανισμό, λοιπόν, οι τράπεζες μπορούν εάν δεν θέλουν να μην υποβάλλουν πρόταση, ενώ σε περίπτωση που το πράξουν οι ίδιες αποφασίζουν ποιο θα είναι το περιεχόμενο αυτής της πρότασης, χωρίς να έχουν καμία δεσμευτικότητα από τον Νόμο», σχολίασε η εισηγήτρια της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κυρία Έφη Αχτσιόγλου.

Για το θέμα ερωτήθηκε και η Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ), με την πρόεδρο Συντονιστικής Επιτροπής της ΕΕΤ για θέματα διαχείρισης προβληματικών δανείων και γενική διευθύντρια της Εθνικής Τράπεζας, κυρία Φωτεινή Ιωάννου, να απαντά: «Όσον αφορά στην ερώτηση σε ποια παραδείγματα δεν θα ακολουθούσαμε τον εξωδικαστικό μηχανισμό το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι σε στρατηγικούς κακοπληρωτές, οι οποίοι έχουν πάρει μία και δύο και τρεις ευκαιρίες, έχουν πάρει ρυθμίσεις και δεν τις έχουν κρατήσει. Δεν βλέπουμε τον λόγο γιατί θα πρέπει να πάρουν άλλη μία ευκαιρία να καθυστερήσουν τη διαδικασία. Δεύτερο παράδειγμα θα ήταν πιστούχοι, οι οποίοι έχουν οφειλές μόνο στις τράπεζες και όχι σημαντικού ύψους οφειλές στο Δημόσιο. Δεν βλέπουμε τη χρησιμότητα του εξωδικαστικού μηχανισμού σε κάτι τέτοιο. Ο λόγος είναι γιατί οι τράπεζες έχουν και ικανά προϊόντα και ικανές διαδικασίες, για να προσφέρουν τα προϊόντα ρύθμισης στις περιπτώσεις, όπου οι οφειλές είναι αμιγώς τραπεζικές».

Άρθρο 76: Πτωχευτική ικανότητα έχουν τα φυσικά πρόσωπα, καθώς και τα νομικά πρόσωπα, που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό.

«Καθιερώνετε, για πρώτη φορά, την εξωφρενική δυνατότητα να πτωχεύουν τα φυσικά πρόσωπα, δηλαδή, ο μισθωτός, ο συνταξιούχος, το νοικοκυριό, ενώ μέχρι σήμερα η πτώχευση προβλέπεται μόνο για τις επιχειρήσεις και για τους εμπόρους, ακριβώς διότι συνδέεται με έναν επιχειρηματικό κίνδυνο, με έναν οικονομικό κίνδυνο που αναλαμβάνουν αυτοί οι άνθρωποι. Τους εξισώνετε», σημείωσε χαρακτηριστικά η κυρία Αχτσιόγλου, για να προσθέσει: «Άκουσα κάποιες κουβέντες, δεν ξέρω εάν είναι έτσι ακριβώς, ότι τάχα κάτι τέτοιο προβλέπει η Οδηγία 1023 του 2019. Αυτό είναι ψευδές. Η Οδηγία πουθενά δεν προβλέπει υποχρέωση των κρατών να νομοθετήσουν την πτώχευση των φυσικών προσώπων και των νοικοκυριών. Αυτή είναι η καθαρή επιλογή και απόφαση της κυβέρνησης».

«Σύμφωνα με την Οδηγία δύνανται να πτωχεύουν και τα φυσικά πρόσωπα, με σκοπό να απαλλάσσονται από όλες τις οφειλές τους και να μπορούν να λάβουν μία δεύτερη ευκαιρία», αντέτεινε ο υπουργός Οικονομικών, υπενθυμίζοντας πως ο Νόμος Κατσέλη ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να αντιμετωπίσει την αφερεγγυότητα φυσικών προσώπων, εισάγοντας και την πτώχευση των φυσικών προσώπων.

Άρθρο 92: Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και εάν βρίσκεται. Σε περίπτωση οφειλέτη φυσικού προσώπου στην πτωχευτική περιουσία ανήκει το μέρος του ετησίου εισοδήματός του που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης.

«Εντάσσετε στην πτωχευτική περιουσία, δηλαδή, στο τι θα χάνει κάποιος εφόσον πτωχεύει και το μεταπτωχευτικό εισόδημα. Δεν θα χάνει απλώς ό, τι έχει και δεν έχει, αλλά και ό, τι θα βγάζει από εκεί και πέρα και θα ξεπερνάει τα 611 ευρώ/μήνα», τόνισε η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ.

«Ο Νόμος προβλέπει οριζόντιο ακατάσχετο στους τραπεζικούς λογαριασμούς – ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για ατομικό ή κοινό – 1.250 ευρώ/μήνα. Να δούμε λίγο ποιες είναι οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης, όπως καθορίζονται από την ΕΛΣΤΑΤ; Σε ένα νοικοκυριό με έναν ενήλικα οι δαπάνες αυτές ανέρχονται σε 537 ευρώ/μήνα, με δύο ενήλικες σε 906 ευρώ/μήνα, με δύο ενήλικες και ένα τέκνο σε 1.126 ευρώ/μήνα, με δύο ενήλικες και δύο τέκνα σε 1.347 ευρώ/μήνα και, τέλος, με δύο ενήλικες, δύο τέκνα και έναν επιπλέον εξαρτώμενο ενήλικα σε 1.555 ευρώ/μήνα. Άρα, στην πλειονότητα των μέσων νοικοκυριών στην χώρα οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης είναι εφάμιλλες ή ξεπερνούν το ακατάσχετο των 1.250 ευρώ», σχολίασε ο κ. Σταικούρας. Εχθές, μάλιστα, κατέθεσε νομοτεχνική βελτίωση, βάσει της οποίας στην πτωχευτική περιουσία ανήκει το μέρος του ετησίου εισοδήματος που υπερβαίνει το ποσό των ετήσιων ευλόγων δαπανών διαβίωσης ή του 12πλάσιου του ακατάσχετου, όποιο είναι υψηλότερο εκ των δύο.

Άρθρο 100: Από την κήρυξη αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πτωχευτικών πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων του άρθρου 42 ν. 4557/2018 (Α’139) (σ.σ. νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες).

«Τι λέτε, δηλαδή, εδώ; Ότι ένας ποινικός που έχει έσοδα από ξέπλυμα χρήματος θα μπορεί, ουσιαστικά, να ξεχρεώνει τους πιστωτές του με αυτό το χρήμα, το οποίο έχει προκύψει από το ξέπλυμα. Το κράτος αίρει την κατάσχεση που κάνει στον ελεγχόμενο για ξέπλυμα, για να μπορέσουν να ικανοποιηθούν οι τράπεζες», σημείωσε η κυρία Αχτσιόγλου.

Με νομοτεχνική βελτίωση, ωστόσο, που κατέθεσε η κυβέρνηση εξαιρούνται από την αυτοδίκαιη αναστολή καταδιωκτικών μέτρων όσοι εμπίπτουν στο επίμαχο άρθρο.

Άρθρο 192: Ο οφειλέτης φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται πλήρως από κάθε οφειλή προς τους πτωχευτικούς πιστωτές, ανεξαρτήτως του εάν έχουν αναγγελθεί ή όχι, 36 μήνες από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης. Για τους οφειλέτες που πρόκειται να ρευστοποιηθεί η κύρια κατοικία τους ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που υπερβαίνουν το 10% των υποχρεώσεών τους και είναι αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ ορίζεται στο ένα έτος.

«Η απαλλαγή προβλέπεται ήδη στο ισχύον πτωχευτικό δίκαιο, μετά από δύο χρόνια για τις επιχειρήσεις, τις επιβαρύνετε και με έναν επιπλέον χρόνο. Στα φυσικά πρόσωπα υπάρχει ήδη η απαλλαγή μέσω του Νόμου Κατσέλη», υπογράμμισε η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ, με τον κ. Σταικούρα να αντιτείνει: «Εφόσον κάποιος οφειλέτης θα ρυθμίσει όλες τις οφειλές του σε έως 240 δόσεις, τότε διασώζει ολόκληρη την περιουσία του. Ωστόσο, εάν κάποιος οφειλέτης αδυνατεί να εξοφλήσει τα χρέη του ακόμα και με ευνοϊκή ρύθμιση σε έως 20 έτη, τότε στην πράξη έχει ήδη πτωχεύσει. Σε αυτή την περίπτωση ο Νόμος προβλέπει την απαλλαγή του από όλες τις οφειλές, έτσι ώστε να λάβει μία δεύτερη ευκαιρία. Άρα, λοιπόν, ο Νόμος στοχεύει στο να δώσει την δυνατότητα στον οφειλέτη να βρει μία οριστική και βιώσιμη λύση για τα χρέη του, έτσι ώστε αυτά να μην μεταφέρονται στις επόμενες γενεές, οι οποίες μέχρι σήμερα οδηγούνταν στην αποποίηση κληρονομιάς».

Άρθρα 197 – 198: Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και χρηματική ποινή όποιος, κατά την ύποπτη περίοδο, όπως αυτή προσδιορίζεται με την πτωχευτική απόφαση, εξαφανίζει ή παρασιωπά περιουσιακά του στοιχεία ή ικανοποιεί απαίτηση πιστωτή, ευνοώντας αυτόν έναντι των λοιπών πιστωτών.

«Οι άνθρωποι, δηλαδή, θα βρεθούν την επόμενη ημέρα να έχουν ποινικές ευθύνες γιατί έκαναν πράξεις εντελώς κανονικές, εντελώς φυσιολογικές για έναν μέσο άνθρωπο που, όμως, συνοδεύουν τη χρεοκοπία και θεωρούνται απαγορευμένες κατά το ποινικό δίκαιο. Ένα κάποιος στην γκρίζα περίοδο πληρώσει ένα χρέος του στο Δημόσιο αντί την τράπεζα, νομίζοντας ότι κάνει κάτι καλό προφανώς, θα βρεθεί να αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης», ανέφερε η κυρία Αχτσιόγλου.

Άρθρα 218: Ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης αναλαμβάνει την υποχρέωση απόκτησης της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη, τη μίσθωσή του σε αυτόν (σ.σ. για 12 έτη) και τη μεταβίβασή του σε αυτόν.

Η ένσταση της αντιπολίτευσης εστιάζεται στην παραδοχή ότι προστασία της πρώτης κατοικίας σημαίνει να έχει ο πολίτης την ιδιοκτησία του σπιτιού του, με την κυβέρνηση να υπενθυμίζει πως η προστασία έπαυσε να ισχύει ήδη επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Άρθρο 222: Εφόσον ο οφειλέτης καταβάλλει το σύνολο των μισθωμάτων για τη διάρκεια της μίσθωσης μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα επαναγοράς. Σε περίπτωση που το δικαίωμα αυτό ασκηθεί πριν από τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, τότε ο οφειλέτης οφείλει να καταβάλει στον Φορέα την τρέχουσα αξία των μισθωμάτων που οφείλονται μέχρι τη λήξη της μισθωτικής περιόδου, επιπλέον του τιμήματος επαναγοράς.

«Μετά το τέλος της 12ετίας ο άνθρωπος, εάν θέλει και μπορεί, θα πρέπει για να αγοράσει το σπίτι του να πληρώσει από την αρχή την εμπορική του αξία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ούτε ό, τι πλήρωσε μέχρι να ‘κοκκινίσει’ το δάνειό του, ούτε και τα ενοίκια που πλήρωνε επί 12 έτη», ανέφερε η κυρία Αχτσιόγλου.

Κυβερνητικές πηγές, ωστόσο, διατείνονται πως πρόκειται για συμβατική μίσθωση και όχι leasing, η οποία θα ανέβαζε σημαντικό το κόστος ενοικίου.