Την εκτίμησή τους ότι ο… «’Άγιος Βασίλης» της Ευρωζώνης πέρασε νωρίτερα τη φετινή χρονιά από τη Φρανκφούρτη όπου βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκφράζουν αρκετοί Ευρωπαίοι αναλυτές, μετά την ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ για την αύξηση του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω της πανδημίας (pandemic emergency purchase programme – PEPP) κατά 500 δισ. ευρώ στα 1,850 τρισ.

Λίγες ώρες πριν τις αποφάσεις των 27 αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ για το επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ (σ.σ τον επταετή προϋπολογισμό της Ένωσης 2021-2017) και το ταμείο ανάκαμψης για την μεταπανδημική εποχή, η ΕΚΤ παρέτεινε επίσης τον χρονικό ορίζοντα των αγορών στο πλαίσιο του PEPP μέχρι τουλάχιστον το τέλος του Μαρτίου του 2022. Σε κάθε περίπτωση, η κεντρική τράπεζα θα συνεχίσει να διενεργεί τις αγορές μέχρι να κρίνει ότι η κρίση του κορωνοϊού έχει λήξει.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε ακόμα ότι το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντιστοίχως, ενώ οι ευνοϊκοί όροι για το πρόγραμμα τραπεζικού δανεισμού της ΕΚΤ TLTRO-III θα παραταθούν κατά 12 μήνες έως τον Ιούνιο του 2022. Το συνολικό ποσό που μπορούν να δανειστούν οι τράπεζες αυξήθηκε στο 55% του αποθέματος των επιλέξιμων δανείων, από 50%.

Η ΕΚΤ στοχεύει να διατηρήσει μια χαλαρή νομισματική πολιτική λόγω των αυξανόμενων επιβαρύνσεων του χρέους, καθώς οι κυβερνήσεις των κρατών – μελών της ΕΕ παρέχουν στήριξη σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας αλλά και στα νοικοκυριά.

Σύμφωνα με την κυρία Κριστίν Λαγκάρντ η ΕΚΤ έχει «καλό λόγο» να πιστεύει ότι μέχρι το τέλος του επόμενου έτους, η ευρωζώνη θα μπορέσει να επιτρέψει στην οικονομία της να λειτουργεί υπό πιο κανονικές συνθήκες. Παράλληλα η κυρία Λαγκάρντ εξέφρασε τον προβληματισμό της  για τον «απογοητευτικά χαμηλό» πληθωρισμό, ο οποίος μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από την περαιτέρω άνοδο του ευρώ.

Το ισχυρό ευρώ περιπλέκει τις προσπάθειες της ΕΚΤ να μειώσει τον πληθωρισμό κοντά στο 2%, τον βασικό στόχο της Φρανκφούρτης, καθώς ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ παρέμεινε αρνητικός τον Νοέμβριο για τέταρτο συνεχόμενο μήνα (-0,3%).

Συνεχίζοντας να παίζει τον ρόλο του πυροσβέστη της ευρωζώνης, η ΕΚΤ διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην αντιμετώπιση της πανδημίας αγοράζοντας χρέος που εκδόθηκε από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, μειώνοντας τα ποσοστά των δανείων που είναι απαραίτητα για τον περιορισμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης.

Ωστόσο, δεν τίθεται θέμα περαιτέρω ριζοσπαστικών μέτρων, όπως της διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους, κάτι το οποίο ζητεί μερίδα Ιταλών και Γάλλων οικονομολόγων.

Παράλληλα η ΕΚΤ  αναμένει ότι η οικονομία της ευρωζώνης θα ανακάμψει πιο αργά το επόμενο έτος, καθώς η πανδημία συνεχίζει να επιβαρύνει την παραγωγή, αλλά η ανάκαμψη θα μπορούσε να είναι ταχύτερη το 2022 από ό, τι θεωρούνταν μέχρι τώρα σύμφωνα με τις σημερινές της ανακοινώσεις.

Στο βασικό της σενάριο, η ΕΚΤ αναμένει ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 3,9% το επόμενο έτος, μικρότερη πρόβλεψη από εκείνη του Σεπτεμβρίου για 5%. Ωστόσο, για το 2022, η ανάπτυξη αναμένεται στο 4,2% και ενώ η προηγούμενη εκτίμηση ήταν για 3,2%, όπως δήλωσε η δήλωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ.

Η ΕΚΤ εκτιμά ότι ο πληθωρισμός το επόμενο έτος θα διαμορφωθεί στο 1%, διατηρώντας αμετάβλητη την πρόβλεψή της από την τελευταία της εκτίμηση, ενώ το 2022, ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,1% έναντι του 1,3% που ήταν η εκτίμηση πριν από τρεις μήνες. Στην αρχική πρόβλεψη της τράπεζας για το 2023, ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί στο 1,4%, πολύ χαμηλότερος από τον στόχο της ΕΚΤ για σχεδόν 2%.