Μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση έστειλε ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ κατά τη σημερινή του ομιλία στο συνέδριο του Economist, στην Αθήνα.

Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος φρόντισε να επαναλάβει το αυξημένο ειδικό βάρος της Ελλάδος στο πλαίσιο της κοινής ευρωπαϊκής πορείας, λέγοντας ότι «η Ελλάδα έχει σημασία για εμάς. Θεωρούμε τους εαυτούς μας ως τον μακροχρόνιο εταίρο της χώρας. Είναι προτεραιότητά μας η Ελλάδα να κινείται σταθερά σε μια πορεία ισχυρής, μακροπρόθεσμης ανάπτυξης με το χρέος της βιώσιμο. Όχι μόνο επειδή ο ESM είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής της Ελλάδας, με τα δάνειά μας να διαρκούν πάνω από 40 χρόνια. Αλλά και για τους Έλληνες πολίτες…»

Ακολούθως ο κ. Ρέγκλινγκ παρουσίασε τη σημερινή κατάσταση της χώρας: «Ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε καλύτερη θέση από ό, τι στην αρχή της κρίσης. Το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί πάνω από 2% το 2019 και το 2020. Η Ελλάδα διαθέτει σημαντικό αποθεματικό ταμειακών ροών, η ανεργία μειώνεται και τα επιτόκια στη δευτερογενή αγορά είναι πολύ χαμηλά.

Οι δημοσιονομικοί στόχοι έχουν επιτευχθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αυτά είναι καλά νέα. Οι στόχοι έχουν υπερκεραστεί. Το πρωτογενές πλεόνασμα είναι 4,3% του ΑΕΠ, σημειώνοντας μεγάλη υπεραπόδοση ως προς τον δημοσιονομικό στόχο του 3,5%. Οποιοσδήποτε δημοσιονομικός χώρος πρέπει να χρησιμοποιηθεί τώρα κατά τη γνώμη μου για μέτρα φιλικά προς την ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένων των παραγωγικών δαπανών… Η Ελλάδα πραγματοποίησε ουσιαστικές και οδυνηρές μεταρρυθμίσεις για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Συνολικά, η Ελλάδα έλαβε περίπου 290 δισ. ευρώ για οικονομική ενίσχυση, εκ των οποίων 205 δισ. ευρώ προήλθαν από το EFSF και τον ESM. Επιπλέον, υπάρχει μεγάλη ελάφρυνση του χρέους».

Στη συνέχεια ο επικεφαλής του ESM ανέπτυξε τους κατά τη γνώμη του σημαντικότερους τέσσερις τομείς πολιτικής, ασκώντας εμμέσως κριτική στην απελθούσα κυβέρνηση Τσίπρα, στηρίζοντας συγκεκριμένες πτυχές της νέας πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ αναφέρθηκε και στο “αγκάθι” του αφορολόγητου:

«Πρώτον, όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις: Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής, όπως η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, δεν πρέπει να αντιστραφούν. Για παράδειγμα, οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού πρέπει να ευθυγραμμίζονται με την εξέλιξη της παραγωγικότητας για να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα. Απαιτούνται περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένης της κακής δημογραφικής προοπτικής για την Ελλάδα. Για να ενισχυθεί η παραγωγικότητα απαιτούνται μεταρρυθμίσεις προκειμένου να καταστεί το οικονομικό περιβάλλον φιλικότερο προς τις επιχειρήσεις, να μειωθεί ο χρόνος που απαιτείται για την επίλυση των νομικών διαφορών και να βελτιωθεί περαιτέρω η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης.

Δεύτερον: να συνεχιστούν οι ιδιωτικοποιήσεις και να υποστηριχθεί η βελτιωμένη διαχείριση των κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Αυτό είναι κρίσιμο για την οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού πνεύματος εταιρικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα και για την προσέλκυση ξένων και εγχώριων επενδύσεων.

Τρίτον στον τραπεζικό τομέα: πρέπει να διασφαλιστεί η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα, προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες χρηματοδότησης και να υποστηριχθεί η ανάπτυξη. Η Ελλάδα χρειάζεται έναν σταθερό και κερδοφόρο τραπεζικό τομέα για την υποστήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.

Τέταρτον για τις δημοσιονομικές πολιτικές: Κάθε αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών πολιτικών θα πρέπει να στοχεύει στην ενίσχυση της ανάπτυξης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την επίτευξη του συμφωνηθέντος πρωτογενούς πλεονάσματος. Μία μείωση των φορολογικών συντελεστών, για παράδειγμα, θα μπορούσε να συνδυαστεί με μια ευρύτερη φορολογική βάση. Επίσης, ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος πρέπει να χρησιμοποιείται για παραγωγικές δαπάνες, όπως δημόσιες επενδύσεις.

Γενικότερα, τα μέτρα πολιτικής θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη δικαιοσύνη σε ολόκληρη την κοινωνία. Για παράδειγμα, τα κοινωνικά οφέλη πρέπει να απευθύνονται στους μειονεκτούντες, όπως οι νέοι και οι νέοι και ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας, όπου ο κίνδυνος της φτώχειας είναι υψηλός…».

Ο κ. Ρέγκλινγκ, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τα πρωτογενή πλεονάσματα, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «η Ελλάδα δεν είναι πλέον σε πρόγραμμα και δεν έχει αιρεσιμότητες», συμπληρώνοντας ότι θα υπάρχει τακτικός διάλογος για τα θέματα αυτά.

Για την προσέλκυση ξένων επενδυτών στην Ελλάδα, ο επικεφαλής του ESM σχολίασε χαρακτηριστικά: «Ο προσανατολισμός αυτός της κυβέρνησης είναι υπέρ της ανάπτυξης, περιμένω πολλά και αναμένω ότι θα υπάρξει καλή συνεργασία με τους θεσμούς».