«Καυτή» από πλευράς εξελίξεων προμηνύεται για χιλιάδες δανειολήπτες η εβδομάδα, που ξεκινά, με τον κυβέρνηση να θέτει επί τάπητος στις συζητήσεις με τους θεσμούς, στο πλαίσιο της 7ης αξιολόγησης, τον νέο πτωχευτικό νόμο.

«Αυτή την εβδομάδα οι συνομιλίες θα είναι με τα τεχνικά κλιμάκια, ενώ την ερχόμενη Δευτέρα θα πραγματοποιηθεί τηλεδιάσκεψη με τους επικεφαλής των θεσμών», σημειώνουν στο ΝΜ πηγές του οικονομικού επιτελείου, εκτιμώντας πως ο νόμος θα έχει ψηφιστεί μέχρι τέλος Ιουλίου. Το γεγονός, πάντως, ότι χρειάστηκαν… εννέα προσχέδια, προκειμένου να επιτευχθεί σύγκλιση – σε βασικά σημεία – με τις τράπεζες, αποδεικνύει πως η διαπραγμάτευση μάλλον θα είναι δύσκολη, με την όποια λύση να δίνεται εντέλει σε πολιτικό επίπεδο.

Ήδη το αμέσως προηγούμενο διάστημα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) φρόντισε να καταστήσει σαφές πως διαφωνεί ως προς τον χαρακτήρα του φορέα, που θα αγοράζει από τις τράπεζες τα ακίνητα, τα οποία αποτελούν πρώτες κατοικίες ευάλωτων δανειοληπτών. Δεν συμφωνεί εν ολίγοις με την εμπλοκή του δημοσίου, προτείνοντας η ανάληψη της διαχείρισης των assets να γίνεται από ιδιώτες. Θα μπορούσε, δηλαδή, το κράτος να μεταβιβάζει την απαίτηση από τα ενοίκια, που θα εισπράττει από τον δανειολήπτη, αναθέτοντας τη διαχείριση σε ιδιωτικές εταιρείες. Υπενθυμίζεται πως, όπως τόνιζε το ΝΜ σε σχετικό δημοσίευμά του η κυβέρνηση δεν είναι αντίθετη σε ένα μοντέλο ΣΔΙΤ για τα «κόκκινα» ακίνητα, με τον τρόπο λειτουργίας, ωστόσο, να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς.

«Ο δημόσιος έλεγχος είναι εγγύηση διαφάνειας, αλλά και καλής συνεργασίας με τους ειλικρινείς δανειολήπτες, όπως και εντοπισμού των μη συνεργάσιμων. Δημόσιος έλεγχος δεν σημαίνει αναγκαστικά δημόσιος φορέας. Εάν εστιάσουμε στο στόχο και όχι στα μέσα, λύση θα βρεθεί. Ο στόχος είναι η προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών. Η κάλυψη των στεγαστικών αναγκών μπορεί να κατοχυρωθεί χωρίς σύνδεση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Το κράτος έχει πολλούς τρόπους να παρέμβει σε όλες τις φάσεις του προβλήματος. Μπορεί, για παράδειγμα, να επιδοτεί τα δάνεια των ασθενέστερων, ώστε να μην καταστούν προβληματικά ή να επιδοτεί την παραμονή τους στην πρώτη κατοικία, ακόμη κι όταν η ιδιοκτησία μεταβιβάζεται, απαλλάσσοντάς τους από το σύνολο του χρέους, που συνδέεται με αυτήν. Το κράτος μπορεί και πρέπει να θέσει τους κανόνες και να εποπτεύει, με τον πιο αυστηρό τρόπο, την τήρησή τους», σχολίασε σχετικά σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» ο εκτελεστικός πρόεδρος της doValue Greece, κ. Θεόδωρος Καλαντώνης.

Σύμφωνα, πάντως, με το σχέδιο του νέου πτωχευτικού νόμου, ο οφειλέτης θα έχει το δικαίωμα να διαμένει για μία 12ετία στο ακίνητο, πληρώνοντας ενοίκιο, αντίστοιχο προς το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου, με κυμαινόμενο επιτόκιο, αναπροσαρμοζόμενο με το επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ. Το διάστημα δε, μέχρι να γίνει η μεταβίβαση, οι τράπεζες θα είναι ελεύθερες να προχωρήσουν τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης (πλειστηριασμούς), με τον φορέα εν συνεχεία, να αγοράζει το ακίνητο από αυτές. Πρόκειται για ένα αίτημα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που αποδέχθηκε κατόπιν συζητήσεων η κυβέρνηση, προκειμένου να μην εκτροχιαστούν οι πωλήσεις/τιτλοποιήσεις, που έχουν δρομολογηθεί.

«Μάχη» αναμένεται να δοθεί και για τα κριτήρια εισοδήματος και περιουσίας, βάσει των οποίων ένας δανειολήπτης θεωρείται ευάλωτος και, άρα, έχει το δικαίωμα να μεταβιβάσει το ακίνητό του στον επίμαχο φορέα. Η κυβέρνηση φέρεται να προσβλέπει σε προστατευόμενη αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας έως 460.000 ευρώ, με τις τράπεζες να θέτουν τον πήχη πολύ χαμηλότερα και συγκεκριμένα, στις 100.000 ευρώ. 

Από «κόσκινο» και οι εκκρεμείς αιτήσεις του Νόμου Κατσέλη

Στο «μικροσκόπιο» των θεσμών θα μπουν, όπως είναι φυσικό και οι εκκρεμείς υποθέσεις του Νόμου Κατσέλη, με την κυβέρνηση να παρουσιάζει το σχέδιό της για γρήγορη εκκαθάρισή τους.

Σύμφωνα με αυτό, οι δανειολήπτες, που έχουν αιτηθεί την προστασία τους στον επίμαχο Νόμο, με την δικάσιμο, ωστόσο, να έχει οριστεί σε βάθος πολλών ετών, θα κληθούν να επικαιροποιήσουν τα στοιχεία τους σε ειδική πλατφόρμα, η οποία θα είναι στον «αέρα» μέχρι το φθινόπωρο.

Πρόκειται για περίπου 70.000 οφειλέτες, μεγάλο ποσοστό των οποίων, σύμφωνα με τις τράπεζες, δεν πληρούν τα κριτήρια του Νόμου. Όπως παρατηρεί, άλλωστε, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην Ετήσια Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, «υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανειοληπτών, που έχουν αιτηθεί νομική προστασία (οι οφειλές τους αντιστοιχούν σε σχεδόν 15% του συνολικού υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων). Τα δάνεια αυτής της κατηγορίας αφορούν είτε σε φυσικά πρόσωπα (ν. 3869/2010) είτε σε νομικά πρόσωπα (ν. 4307/2014). Ειδικότερα, περίπου το 30% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων έχει υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα καταναλωτικά δάνεια είναι 19%».