Στην αντίσταση των θεσμών προσέκρουσε το νέο διάβημα που έκαναν οι επικεφαλής των συστημικών τραπεζών για παράταση της ισχύος του νόμου για την προστασία της πρώτης κατοικίας ευάλωτων δανειοληπτών.

Οι τραπεζίτες, γνωρίζοντας ότι η ισχύς του νόμου για την πρώτη κατοικία λήγει στις 31/12/2019 και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήδη δέχονται πιέσεις για αυστηρή εφαρμογή από 1/1/2020 των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των δανειοληπτών με μη εξυπηρετούμενα δάνεια που είναι εκτός καθεστώτος προστασίας, έχουν θέσει ζήτημα παράτασης της ισχύος του νόμου.

Στις τράπεζες θεωρούν ότι το ισχύoν πλαίσιο προστασίας είναι το τελευταίο καταφύγιο των πιο ευάλωτων δανειοληπτών, καθώς ήδη οι πλειστηριασμοί προγραμματίζονται και εκτελούνται χωρίς όριο στην αξία της κατοικίας. Με τη δυναμική που αναπτύσσεται από τον Ιανουάριο θα βγαίνουν αδιακρίτως σε πλειστηριασμούς κατοικίες, με τη μεγάλη μάζα να αφορά σπίτια αξίας από 20.000 έως 100.000 ευρώ – για αξίες ακινήτων κάτω των 20.000 ευρώ ο πλειστηριασμός δεν έχει νόημα.

Οι τραπεζίτες, υπολογίζοντας και την κοινωνική διάσταση του ζητήματος, θέτουν σταθερά το ζήτημα παράτασης του ισχύοντος πλαισίου, καθώς από 1/1/2020 δεν θα υφίσταται κανενός είδους προστασία για τους πιο ευάλωτους δανειολήπτες. Για το ζήτημα και τη σοβαρότητά του έχει ενημερωθεί η κυβέρνηση, ενώ, κατά πληροφορίες, το ζήτημα τέθηκε και στα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών από τον πρόεδρο του NPL Committee και αναπληρωτή διευθύνοντα σύμβουλο της Eurobank Θεόδωρο Καλαντώνη.

Το ζήτημα συζητήθηκε στη συνάντηση που έγινε στο πλαίσιο της τέταρτης αξιολόγησης μεταξύ των CEO των τραπεζών και των θεσμών. Η πρωτοβουλία για την παράταση του πλαισίου προστασίας βρίσκει σύμφωνη την κυβέρνηση, αλλά το αίτημα για εξάμηνη παράταση –έως τις 30/6/2020– σκοντάφτει στους θεσμούς. Οι τελευταίοι δεν αποκλείουν κατά απόλυτο τρόπο ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά δεν αποδέχονται τις ελληνικές προτάσεις θέτοντας δύο προϋποθέσεις για να ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση:

Κατ’ αρχάς, να παρακολουθήσουν πώς θα εξελιχθεί μέχρι τις 31/12/2019 η εξέλιξη των αιτήσεων από τους δανειολήπτες για υπαγωγή στις διατάξεις προστασίας της πρώτης κατοικίας. Δεύτερον, στο διάστημα αυτό να ξεκινήσει τη λειτουργία της η νέα ηλεκτρονική πλατφόρμα, μέσω της οποίας οι τράπεζες φιλοδοξούν ότι θα ελεγχθούν οι εκκρεμείς υποθέσεις του νόμου Κατσέλη. Βάσει του προγραμματισμού, η πλατφόρμα θα λειτουργήσει στα τέλη Οκτωβρίου. Οι τράπεζες μέσω της πλατφόρμας με την απλή εισαγωγή του ΑΦΜ θα έχουν πρόσβαση στα περιουσιακά στοιχεία και γενικότερα στην οικονομική κατάσταση των δανειοληπτών που τελούν σε καθεστώς προστασίας και δεν έχουν κριθεί δικαστικά. Οι τράπεζες ευελπιστούν ότι με την πλατφόρμα θα μπορέσουν να ξεχωρίσουν τους στρατηγικούς κακοπληρωτές που καταστρατηγούν τους σκοπούς του νόμου Κατσέλη. Υπολογίζεται ότι η νέα πλατφόρμα θα αφορά περίπου 100.000 δανειολήπτες και θα παρέχει στοιχεία τα οποία θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στα δικαστήρια.

Εκτός από το βασικό αίτημα της εξάμηνης παράτασης του πλαισίου προστασίας, από την πλευρά των τραπεζών έχουν τεθεί και άλλα αιτήματα. Συγκεκριμένα, έχει προταθεί η αύξηση της περιμέτρου των δανειοληπτών που μπορούν να κάνουν χρήση του πλαισίου προστασίας, όπως και η αύξηση της επιδότησης. Ωστόσο, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο -έως αδύνατο-να ικανοποιηθούν τα παραπάνω μέτρα. Οι εκτιμήσεις είναι ότι εφόσον το αίτημα της παράτασης υποστηριχθεί θερμά από την κυβέρνηση ένα πιθανό σενάριο είναι οι θεσμοί να συναινέσουν σε μια τρίμηνη παράταση.

Καθεστώς προστασίας ευάλωτων δανειοληπτών δεν υφίσταται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και οι θεσμοί επιμένουν στον μεταβατικό χαρακτήρα του μέτρου. Ταυτόχρονα πιέζουν τις τράπεζες για ταχεία μείωση των κόκκινων δανείων με όλους τους εφικτούς και αποτελεσματικούς τρόπους (ρευστοποιήσεις, πωλήσεις, αναδιαρθρώσεις κ.λπ.).

Η υιοθέτηση πλαισίου προστασίας θεωρούν ότι λειτουργεί ανασχετικά στις προσπάθειες αποκλιμάκωσης των NPLs αλλά και της ενεργοποίησης στην αγορά των funds που αγοράζουν κόκκινα δάνεια. Δεδομένου ότι το ύψος του μέσου στεγαστικού δανείου είναι 80.000-100.000 ευρώ, οι πλειστηριασμοί υπολογίζεται ότι από τον Ιανουάριο και μετά θα επικεντρώνονται σε σπίτια χαμηλής αξίας που ανήκουν στην κατηγορία της λεγόμενης «λαϊκής κατοικίας».

Η απουσία ασφαλιστικών δικλίδων προστασίας για τις περιπτώσεις των ιδιαίτερα ευάλωτων δανειοληπτών θα προκαλέσει δυσάρεστες καταστάσεις με τις οποίες δεν είναι εξοικειωμένη η ελληνική κοινωνία.