Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η Ελλάδα εφάρμοσε μια σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που βοήθησαν να γεφυρώσει το χάσμα της ανταγωνιστικότητας και να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει ακόμη να προχωρήσουν επεσήμανε ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε εκδήλωση για την παρουσίαση μελέτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Παρόλο που οι επιδόσεις της Αθήνας είναι εντυπωσιακές, συμπλήρωσε, η Ελλάδα είναι ακόμη πίσω σε σχέση με ανταγωνιστικές χώρες.

Επομένως, η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων πρέπει να συνεχιστεί έως ότου επιτευχθεί ο στόχος μιας ανταγωνιστικής και δυναμικής οικονομίας που μπορεί να σταθεί στα πόδια της, τόνισε ο κ. Στουρνάρας.

Όπως είπε: «Εχουν υλοποιηθεί μεταρρυθμίσεις σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας και κυρίως, στην αγορά εργασίας, το συνταξιοδοτικό, την υγειονομική περίθαλψη, τη δημόσια και φορολογική διοίκηση και τον χρηματοοικονομικό τομέα», τόνισε ο πρόεδρος της ΤτΕ, προσθέτοντας ότι σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα εμφανίζει τον υψηλότερο δείκτη ανταπόκρισης στις συστάσεις μεταρρυθμίσεων, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι προχώρησαν οι μεταρρυθμίσεις σε υφεσιακό περιβάλλον και σε μικρό χρονικό ορίζοντα.

«Πλέον, όλοι κατανοούν μετά από την εφαρμογή τριών προγραμμάτων στήριξης, ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να επιστρέψει στο προηγούμενο status quo.
Ελπίζω ότι αυτό είναι αρκετό για να υπάρξει σταθερή στήριξη στις μεταρρυθμίσεις μεταξύ των πολιτικών και των πολιτών», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Μάλιστα, σε σχόλιό του αναφέρθηκε στο ΔΝΤ, επισημαίνοντας ότι το Ταμείο και κυρίως ο Πόλ Τόμσεν ήταν ο βασικός παράγοντας για την υπερβολική λιτότητα στα δύο πρώτα προγράμματα, πριν γίνει «πιο ρεαλιστικός» στα φορολογικά θέματα.