του Κωστή Πλάντζου

«Μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα οικονομικής ανάπτυξης είναι 1,8 φορές πιο πολύτιμη για τη μείωση του δημόσιου χρέους από μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα πρωτογενούς πλεονάσματος». Με το απλό αυτό επιχείρημα, που δείχνει ότι η «θυσία» της Ανάπτυξης για χάρη της επίτευξης των πλεονασμάτων είναι πολλαπλά επώδυνη για την Οικονομία και την Κοινωνία, ο κύριος Γιάννης Στουρνάρας «καυτηρίασε» την πολιτική επιμονή στην υψηλή φορολογία και στην παρατεταμένη λιτότητα.

Μιλώντας εχθές στον Σύνδεσμο των Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος περιέγραψε ουσιαστικά την διαφορά των αντιλήψεων για το μείγμα πολιτικής που χρειάζεται η χώρα και πώς μπορεί να «σπάσει» ο φαύλος κύκλος των υψηλών (ως ποσοστού του ΑΕΠ) στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα.

Ξεκινώντας από το πού βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, τόνισε πως το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό για τις ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς χαρακτηρίζεται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, εκτεταμένη γραφειοκρατία, περιορισμένη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση και καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης.

Θεωρεί επίσης και ότι η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο (3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) επιδρά αρνητικά όχι μόνον στην ανάπτυξη, αλλά και στη ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους που κάνουν οι ξένοι αναλυτές και επενδυτές.

Ο συνδυασμός υψηλών πλεονασμάτων και βαριάς φορολογίας, με βάση την ανάλυση αυτή, αποδεικνύεται διπλά επιζήμιος.

Αφενός εμποδίζει την Ανάπτυξη η οποία -σε μια ανοικτή αλλά ασθενική οικονομία όπως η ελληνική- πρέπει να έρθει κυρίως απ΄έξω, όπως έχουν αποδείξει στα τελευταία 5 χρόνια της μεγάλης Κρίσης η συνεχής άνοδος των αφίξεων τουριστών και η προσέλκυση των ξένων επενδύσεων μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και η αύξηση ων εξαγωγών.

Όπως εξήγησε ο κύριος Στουρνάρας, η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων γίνεται εντονότερη, επειδή συνοδεύεται και από σχετικά υψηλή φορολογία.

Με άλλα λόγια, η Ανάπτυξη «σέρνεται» κάτω από 2% αντί να τρέχει με ρυθμούς πχ 3% και άνω , γιατί επιδιώκεται πρωτογενές πλεόνασμα με συνεχή λιτότητα και υπερφορολόγηση που τρομάζει τις επενδύσεις. Και δεδομένου ότι το δημόσιο χρέος υπολογίζεται ως ποστοστό του ΑΕΠ, στη χώρα μας (όπου ανέρχεται στο 180% του ΑΕΠ) προκύπτει ότι 1 μονάδα αύξησης των πρωτογενών πλεονασμάτων (ως ποσοστό του ΑΕΠ) «κοστίζει» 1,8 φορές περισσότερο από όσο εάν επιδιωκόταν Ανάπτυξη με αύξηση κατά 1 ποσοσταία μονάδα στο ίδιο ΑΕΠ.

Στον αντίποδα, ο αντίστροφος συνδυασμός θα οδηγούσε στα εξής αποτελέσματα: εάν είχαμε λιγότερους φόρους με μεγαλύτερη Ανάπτυξη της Οικονομίας (πχ αύξηση 1,8% στο ΑΕΠ ή 3,2 δισ. ευρώ) τότε και το δημόσιο χρέος θα μειωνόταν περισσότερο και ταχύτερα, και ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά και σε απόλυτα μεγέθη. Γιατί τότε τα κρατικά έσοδα θα ήταν περισσότερα και θα μπορούσε να επιτευχθεί ευκολότερα μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα. Έτσι, σε 1% του ΑΕΠ υψηλότερο πρωτογεν΄ς πλεόνασμα δεν θα αντιστοιχούσαν σε 1,8 δισ. ευρώ όπως σήμερα, αλλά (με μεγαλύτερο ΑΕΠ) σε 2-2,1 δισ. ευρώ σε μια χρονιά.

Και στην περίπτωση αυτή, θα «περίσσευαν» και 1,1 δισ. ευρώ επιπλέον στην πραγματική οικονομία, που θα (ανα-) τροφοδοτούσαν έτσι και την εσωτερική οικονομική ανάπτυξη.